π. Αθανάσιος Χαμακιώτης
Ο Αγιασμένος Γέρων
της Νερατζιώτισσας
Ο εορτασμός της μνήμης του ορίστηκε στις 17 Αυγούστου εκάστου έτους, ημέρα της οσιακής κοιμήσεως του
και στις 23 Οκτωβρίου, ημέρα ανακομιδής των ιερών λειψάνων του.
Ο κατά κόσμον Γεώργιος Χαμακιώτης, γεννήθηκε το 1891 στην Τουρλάδα, ένα μικρό ορεινό χωριό των Καλαβρύτων. Σε ηλικία 15 χρόνων έγινε δόκιμος μοναχός στην Αγία Λαύρα, όπου μόναζε και ο θείος του. Επτά χρόνια μετά και αφού τελείωσε την ιερατική σχολή της Άρτας, εκάρη μοναχός με το όνομα Αθανάσιος. Σε ηλικία 25 ετών χειροτονήθηκε διάκονος και πέντε χρόνια αργότερα το 1921 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Το 1931, λόγοι υγείας τον ανάγκασαν να αφήσει τον τόπο του και να ζήσει στην Αθήνα, όπου υπηρέτησε σε διάφορους ναούς. Το 1936 διορίστηκε εφημέριος σε ένα πολύ παλιό και όμορφο εκκλησάκι, την Παναγία τη Νερατζιώτισσα στο Μαρούσι το οποίο έμελλε να γίνει γνωστό σε ολόκληρη την Αττική εξαιτίας του πλούσιου έργου του.
Η ανακομιδή των λειψάνων
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην ιστοσελίδα της Ι.Μ. Κηφισίας «ανεπανάληπτες έχουν μείνει οι Θείες Λειτουργίες και οι Ακολουθίες που τελούσε, η φιλανθρωπία του καθώς και αμέτρητο είναι το πλήθος των ανθρώπων που ανεπαύθησαν στο πετραχήλι του… Ο Γέροντας Αθανάσιος, ο ταπεινός λευΐτης της Νερατζιώτισσας στο Μαρούσι, έμοιαζε απόλυτα με το φιλάνθρωπο Κύριό μας. Ήταν η εικόνα της έμπρακτης αγάπης, της ελεημοσύνης, της συμπάθειας, ήταν «εις τύπον και τόπον Χριστού».»
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια της ζωής του έζησε σε ένα μικρό μοναστηράκι, την «Παναγία τη Φανερωμένη», που έφτιαξε ο ίδιος στη σημερινή Ροδόπολη (Μπάλα) Αττικής. Εκοιμήθη στις 17 Αυγούστου του 1967 και ενταφιάστηκε στο μοναστηράκι της Παναγίας όπου ακόμη υπάρχει το κελί στο οποίο ζούσε, τα προσωπικά του αντικείμενα και φυσικά τα λείψανά του.
Σύμφωνα με την πρόταση του μητροπολίτη Κηφισίας Κυρίλλου, εφόσον ληφθεί η σχετική απόφαση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η μνήμη του γέροντα Αθανάσιου Χαμακιώτη θα γιορτάζεται στις 17 Αυγούστου, την ημέρα δηλαδή της κοιμήσεως του αλλά και στις 23 Οκτωβρίου ημέρα κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η ανακομιδή των λειψάνων του.
Το 1990 μεγάλη φωτιά ξέσπασε στην περιοχή (Ροδοχώρι Αττικής).
Η πύρινη λαίλαπα καίγοντας τα πάντα, έφτασε στο ησυχαστήριο (Ιερό Ησυχαστήριο Παναγίας Φανερωμένης Μπάλας). Οι μοναχές ήδη το είχαν εγκαταλείψει. Όμως το μοναστήρι έμεινε απείραχτο από τι φλόγες. Η φωτιά κύκλωσε το μοναστήρι, έφτασε στις δεξαμενές πετρελαίου και έσβησε. Έφτασε στο ξύλινο παράθυρο του κελλιού του γέροντα και δεν το πείραξε. Ούτε τα δένδρα μέσα στο μοναστήρι πειράχτηκαν. Και λίγο πιο πάνω, οι φλόγες σεβάστηκαν και το εκκλησάκι του «αφέντη» Άι Γιάννη, όπως επίσης και τα πανύψηλα δένδρα που στόλιζαν το γραφικό εξωκλήσι.
Την άλλη μέρα ο τότε Μητροπολίτης Δωρόθεος ήλθε στο μοναστήρι, πήγε κατευθείαν στον τάφο του γέροντα, γονάτισε και είπε: – Ευχαριστούμε γέροντα, που δεν επέτρεψες να καεί το μοναστήρι σου.
Ο Γέροντας Αθανάσιος, ο ταπεινός λευΐτης της Νερατζιώτισσας στο Μαρούσι, έμοιαζε απόλυτα με το φιλάνθρωπο Κύριό μας. Ήταν η εικόνα της έμπρακτης αγάπης, της ελεημοσύνης, της συμπάθειας, ήταν «εις τύπον και τόπον Χριστού». Ζούσε πραγματικά σε ένα παροξυσμό ψυχικής κενώσεως στις ανάγκες του πλησίον, αυτοπροσφερόταν στους ενδεείς, στα μοναχικά πρόσωπα, στους αξιοπρεπείς, τους οποίους οι συνθήκες της ζωής κατήντησαν νεοπτώχους, εμπεριστάτους. Και ο Θεός του ελέους και των οικτιρμών δεν άφηνε ποτέ τα χέρια του Γέροντος αδειανά.
-Κοιμάμαι, έλεγε χαριτολογώντας, φτωχός και ξυπνάω πλούσιος. Χρήματα δεν έχω και χωρίς χρήματα δεν μένω.
Και δεν τα υπολόγιζε τα χρήματα ο Γέροντας. Αυτά είναι για να αλλάζουν χέρια και να καλύπτουν ανάγκες, έλεγε.
Η μοναδική αξία που έχουν είναι ότι με αυτά μπορούμε να αγοράσουμε Παράδεισο. Ο ελεών πτωχόν δανείζει Θεώ» (Παρ. ιθ 17). Και τούτο γιατί τίποτα από όσα ο άνθρωπος σκορπίζει σε αυτούς που έχουν ανάγκη δεν πηγαίνει χαμένο. Η «ελεημοσύνη εξιλάσεται αμαρτίας (Σοφ. Σειρ. 3, 30), μας απαλλάσσει από το βάρος πολλών αμαρτιών και μας καθαρίζει και μας αγνίζει. Μας ανοίγει τις πόρτες του Παραδείσου.
Όταν μας έρχονται χρήματα να μην χαιρόμαστε άσκοπα. Να προβληματιζόμαστε για τη σωστή τους χρήση. Άλλωσε και ο ίδιος ο Κύριος με τη γραφίδα του προφητάνακτος Δαβίδ, δεν λέει:
«Ο ελεήμων εσκόρπισεν, έδωκε τοις πένησι, η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα» (Ψαλμ. 111, 9) και αλλού πάλι: «Μακάριος ο συνιών επί πτωχόν και πένητα» (Ψαλμ. 40, 1).
Γι’αυτό και στην επί του Όρους ομιλία του ο παντελεήμων Θεάνθρωπος διακηρύσσει: «Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται» ( Ματθ. ε 7).
Ο ελεήμων άνθρωπος, μας λέει ο μέγας Ιωάννης ο Χρυσόστομος, μοιάζει με λιμάνι σε όσους παλεύουν με τα βιοτικά κύματα. Δέχεται όλους ανεξαιρέτως τους ταλαιπωρημένους, τους ναυαγούς, τους κλυδωνιζομένους, τους κινδυνεύοντες και τους απαλλάσσει από τη δίνη.
Και είτε είναι κακοί, είτε αγαθοί, είτε ο,τιδήποτε άλλο εκείνοι που κινδυνεύουν, τους δέχεται στην αγκαλιά του, στα γαλήνια νερά του. Μακάριοι οι συνάνθρωποί μας, οι οποίοι γίνονται λιμάνια σε αυτούς που έχουν πέσει στην τρικυμία της φτώχειας, της ανέχειας, της ελλείψεως των αναγκαίων βιοτικών αγαθών.
Τα χρήματα ο Γέροντας Αθανασιος δεν ήθελε να μένουν επάνω του. Τα ένοιωθε μίασμα.
Αυτά, έλεγε, σταύρωσαν τον Χριστό μας. Αυτά φέρνουν πρόσκαιρη ευτυχία, αλλά μόνιμη δυστυχία στον κόσμο. Αλλοίμονο σε αυτούς που τα φιλάνε. Έχουν φίδια στον κόρφο τους.
Χαρακτηριστικό της φιλανθρωπίας και της ελεήμονος καρδιάς του Γέροντος είναι το εξής περιστατικό.
Κάποια μέρα τον επισκέφθηκε απελπισμένη μια χήρα γυναίκα. Κινδύνευε να της κάνουν έξωση, επειδή δεν είχε να πληρώσει το ενοίκιο. Ο Γέροντας τη συμπόνεσε, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν είχε καθόλου χρήματα.
-Παιδί, της είπε, δεν έχω δραχμή στην τσέπη μου. Όμως, μη φύγεις. Κάθησε έξω στους πάγκους να δω τι μπορεί να γίνει.
Ο εύσπλαχνος Γέροντας κατέφυγε με θέρμη στην αγαπημένη του προσευχή.
– Γιατί άφησες, Θεέ μου, τα παιδιά σου να έλθουν σε τέτοια δυστυχία; Λυπήσου, Κύριε, και αυτή τη δούλη σου και μην επιτρέψεις να την πετάξουν στο δρόμο!
Σε λίγο μια ευκατάστατη κυρία κατέφθασε και του παρέδωσε ένα φάκελο με σεβαστό ποσό. Ο Γέροντας ούτε άνοιξε το φάκελο να δει πόσα χρήματα περιείχε. Φώναξε με χαρά τη χήρα και της τα παρέδωσε. Η γυναίκα ανοίγοντας το φάκελο έμεινε άφωνη. Με το ποσό του περιεχομένου του ξωφλούσε τον ιδιοκτήτη της. Η φιλανθρωπία και η συμπόνοια του Γέροντος Αθανασίου δεν σταματούσε μόνο στο δόσιμο χρημάτων.
Η προσωπική προσφορά είχε μεγαλύτερη αξία.
Επιδίωκε να έρχεται αρωγός σε κάθε εμπερίστατο, κάθε κινδυνεύοντα.
Ήταν ευσυμπάθητος με τους αρρώστους, με τους ανίατα ασθενείς, τους κατακοίτους ηλικιωμένους, αυτούς που δύσκολα κάνουν ακόμη και στοιχειώδεις κινήσεις.
Έτρεχε να βοηθήσει αυτούς οι οποίοι ήθελαν κάποιο δίπλα τους, να τους συμπαρασταθεί στην καθημερινότητά τους.
Έχουν αναφερθεί ζωντανά παραδείγματα ασθενών που συχνά επισκεπτόταν ο Γέροντας, και των οποίων οι συγγενείς και οι οικείοι συνέπασχαν μαζί τους.
Ήταν ο αρωγός σε ασθενείς και στους συνοδούς τους, που και αυτοί χρειάζονταν στήριξη και αγάπη. Ήταν ο άγγελος παρηγοριάς των εγκαταλειμμένων φυματικών της περιοχής. Τους πήγαινε αυγά και άλλα τρόφιμα και έπαιρνε τα λερωμένα ρούχα τους, τα έπλενε, τα σιδέρωνε και τους τα πήγαινε με τα πόδια από το Μαρούσι στα Μελίσσια.
Και όλα αυτά «εν τω κρυπτώ». Η φιλανθρωπία και η προσωπική προσφορά διαλαλείται, δεν διατυμπανίζεται, δεν διαφημίζεται, αφού ο Κύριος μας είπε, «μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου» (Ματθ. στ 3).
Όσο, όμως, και αν κρυβόταν, ο Θεός επέτρεπε, προς οικοδομή των πιστών να φανερώνονται οι πάμπολλες ευεργεσίες του. Αν και σίγουρα πολλά έμειναν κρυφά.
Πριν κοιμηθεί τον ύπνο των δικαίων στις 17 Αυγούστου του 1967 έλεγε:
—Γυμνός ήρθα, γυμνός και θα φύγω. Γι’ αυτό και πριν παραδώσει την ψυχούλα του στα χέρια του παντελεήμονος και πανοικτίρμονος Θεού μας δέχθηκε επίσκεψη της προσωποποιημένης ελεημοσύνης.
Η μοναχή που τον υπηρετούσε στις τελευταίες στιγμές του τον ρώτησε ποιός τον επισκέφτηκε, και της είπε:
—Η ελεημοσύνη, παιδί μου!
—Και τι της είπατε, ρώτησε εκείνη;
—Της είπα ότι ό,τι είχα το έδωσα. Δεν έχω τίποτα άλλο!
Η χριστιανική πίστη και ζωή είναι ευγένεια, ευγένεια, ευγένεια!
Η εξομολόγηση αρχίζει από τον Γολγοθά, ο ένας ληστής βλαστημάει, ο άλλος μετανοεί και εξομολογείται πάνω στο σταυρό και μπαίνει στον Παράδεισο.
Παιδί, (συχνά χρησιμοποιούσε τη λέξη «παιδί»), γαντζώσου από την Παναγία! και θα με θυμηθείς.
Μαζευτήκαμε όλοι μαζί στην Αθήνα για να μας εύρει όλους μαζί το κακό.
Το σπίτι ταυ Θεού (Εκκλησία) το φροντίζουμε με περισσότερη επιμέλεια και αφοσίωση, γιατί και αυτή η φροντίδα είναι μέρος της λατρείας μας προς ΕΚΕΙΝΟΝ!
Υπάρχει ακατάλληλη ώρα για το σπίτι του πατέρα; (έλεγε στα πνευματικά του τέκνα όταν του έλεγαν ότι τον ενοχλούν).
Ο Θεός έχει τα δικά Του μονοπάτια να οδηγεί τους ανθρώπους κοντά Του.
Μη μαλώνετε τα παιδιά. Πάντα με αγάπη και καλοσύνη να τα αντιμετωπίζετε.
Στον τεχνίτη εκκλησιαστικών ειδών: «Παιδί, φτιάξε καλά το Άγιον Ποτήριον, αργυρόν και χρυσόν, διότι εκεί επαναπαύεται ο Θεός». (Εννοούσε την Θεία Κοινωνία, που είναι Σώμα και Αίμα Χριστού, Αυτός ο Κύριος).
Δεν ήθελε να γίνονται γνωστά τα γύρω από τον εαυτό του και έλεγε: “Αυτά παιδί συμβαίνουν, αλλά μην λες πουθενά τίποτα”.
Τα πουλιά είναι οι συνεταίροι μας. Εσύ έχεις χέρια να φυτέψεις, να σπείρεις, να ποτίσεις, να θερίσεις. Τα πουλιά δεν έχουν χέρια. (Συστάσεις σε κάποιον που ήθελε να δηλητηριάσει τα σπουργίτια).
Όταν εγώ θα απέλθω, θα έρχεστε όλοι στα μοναστήρι να κάνετε την αγρυπνία του Αγίου Αλεξίου. (Ο Άγιος Αλέξιος ήταν ο Άγιος της Αγίας Λαύρας (Μονή μετανοίας του Γέροντα, π. Αθανασίου Χαμακιώτη), όπου φυλάσσεται η Τιμία Κάρα του και ήταν το ύψος της εγκρατείας).
Όταν Θα φύγω θέλω να έχετε τα λόγια μου μέσα στην καρδιά σας.
Παιδί, άμα βρω παρρησία στο Θεό, θα πρεσβεύω πολύ για το μοναστηράκι μας.
Παιδί, μη στενοχωριέσαι. Το νερό ο θεός γάλα το κάνει.
Προσέξτε πού δίνετε ελεημοσύνη, γιατί αν τη δίνετε αβασάνιστα, δημιουργείτε τεμπέληδες.
Όχι παιδί, ο Χριστός είναι, τον Χριστό θα πάρεις. (Όταν οι γονείς κοινωνούσαν τα παιδάκια και έλεγαν θα πάρεις χρυσό δοντάκι).
Παιδί, η χριστιανική πίστη και ζωή είναι ευγένεια, ευγένεια, ευγένεια.
Από Το Δεκαεξασέλιδο Πρόγραμμα Των Εκδηλώσεων Του Ιερού Καθεδρικού Μεταμορφώσεως Του Σωτήρος, Της Ιεράς Μητροπόλεως Κηφισιάς, Αμαρουσίου Και Ωρωπού, Για Τις Εκδηλώσεις “Σωτήρια 2011”, Τα Οποία Ήταν Αφιερωμένα Στον Γέροντα, Π. Αθανάσιο Χαμακιώτη.
Κατά κοινή ομολογία, η θεία Λειτουργία ήταν το κέντρο της ζωής του π. Αθανασίου. Συναισθανόταν βαθύτατα ότι δεν υπάρχει στον κόσμο τούτο μεγαλύτερο γεγονός από το να μπορεί ο θνητός, ο αδύναμος άνθρωπος να ζητάει την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος και Αυτό να κατέρχεται πάντοτε και απαραιτήτως στο πλαίσιο της θείας Λειτουργίας. «Η θεία Λειτουργία», γράφει κάποιος επίσκοπος, «υπήρξεν η σκέψις του, η επιθυμία της ψυχής του, το είναι του, υπήρξε το παν δι’ αυτόν. Τόσον πολύ επέδρα επ’ αυτόν η χάρις του μυστηρίου, ώστε μεταρσιώνετο κυριολεκτικά, όταν λειτουργούσε.».
Για να νιώσει ο λειτουργός τη θεία Λειτουργία χρειάζεται πάντα καλή κι επίπονη προετοιμασία. Και ο γέροντας πάντοτε ερχόταν προετοιμασμένος. Εξομολογείτο συχνά, μελετούσε, νήστευε, προσευχόταν. Διάβαζε όχι μία αλλά τρεις φορές την ακολουθία της θείας Μεταλήψεως. Αυτή την προετοιμασία συνιστούσε και στους ιερείς που καθοδηγούσε. Ιδιαίτερα τόνιζε να μην παραλείπουν την ακολουθία της θείας Μεταλήψεως. Κάποτε, σε ιερείς με πλήθος ποιμαντικών φροντίδων, συγκατέβαινε λέγοντας:
-Αν κάποιες φορές δεν προλαβαίνεις να την διαβάσεις λόγω φόρτου εργασίας, τουλάχιστον να αρχίζεις από την ευχή του Αγ. Συμεών «Από ρυπαρών χειλέων…» Αλλά μόνο σε ανάγκη. Να προσπαθεί σαν μην παραλείπεις την ακολουθία.
Την ημέρα που θα λειτουργούσε πήγαινε πρωί- πρωί στην εκκλησία, πριν το νεωκόρο. Η πρώτη του κίνηση ήταν να προσκυνήσει όλες τις εικόνες. Άρχιζε από τον πρόναο, «χαιρέτιζε» με ευλάβεια μία – μία τις εικόνες του Κυρίου, της Παναγίας, των Αγίων. Ήθελε κατά κάποιο τρόπο να πάρει ευχή κι ευλογία, ή να ζητήσει συγχώρηση και να συμφιλιωθεί μαζί τους. Έπειτα άρχιζε την προσκομιδή, όπου διάβαζε πάρα πολλά ονόματα. Πολλές φορές διέκοπτε τον ήρεμο τόνο και μνημόνευε κάποια συγκεκριμένα ονόματα με πολλά δάκρυα. Δεν ήταν μια τυπική διαδικασία, αλλά έδινε και την καρδιά του, μνημόνευε με πόνο τα ονόματα αυτά, συμμετέχοντας στον πόνο των άλλων. Και όταν ερχόταν ο ψάλτης, ή τέλειωνε ο νεωκόρος, τους έβαζε να διαβάζουν το μεσονυκτικό, ή το ψαλτήρι, για να έχει περισσότερο χρόνο, να μνημονεύει πιο πολλά ονόματα.
Η θεία Λειτουργία ήταν σχετικά σύντομη, χωρίς να παραλείπει τίποτα. Είχε εμπνεύσει με το δικό του διακριτικό τρόπο τους ιεροψάλτες να ψάλλουν «μετά πολλής προσευχής και κατανύξεως.. βοαίς ατάκτοις και αναρμόστοις μη χρώμενοι», αποφεύγοντας τα αργά μέλη. Ο ίδιος ήταν λιτός στις τελετουργικές του κινήσεις, μετρημένος, απαλός, «βελούδινος», «σαν πούπουλο», όπως χαρακτηριστικά εκφράζονται τα πνευματικά του παιδιά. Το βάδισμά του ήσυχο, ταπεινό, το βλέμμα κάτω, τα άμφιά του απλά και καθαρά. Είχε μια ασυνήθιστη ευλάβεια και φόβο Θεού. Αξιοσημείωτο είναι ότι ποτέ δεν ακουμπούσε στην αγία Τράπεζα. Έλεγε σε νεότερο ιερέα:
-Δεν είναι σωστό να ακουμπάμε ή να αγγίζουμε την αγία Τράπεζα. Ο Μ. Βασίλειος στεκόταν ένα μέτρο μακριά από την αγία Τράπεζα!
Προς το τέλος του βίου του, όταν μια μέρα συλλειτουργούσε με άλλους ιερείς, ακούμπησε λίγο στη γωνία της αγίας Τραπέζης και αισθάνθηκε την ανάγκη να ζητήσει συγγνώμη:
-Πατέρες, με συγχωρείτε που ακουμπώ στην αγία Τράπεζα. Δεν μπορώ πλέον να σταθώ όρθιος, δεν με κρατάνε τα πόδια μου!
Όσο προχωρούσε η θεία Λειτουργία, τόσο περισσότερο αλλοιωνόταν. Όσοι τον έβλεπαν είχαν την αίσθηση ότι βρισκόταν σε άλλον κόσμο. Τα παιδιά του ιερού τον έβλεπαν να ιδρώνει κα να τρέμει από την ευλάβεια, το δέος, το φόβο του Θεού. Είχε πάντα ένα χοντρό μαντίλι, μάλλον πετσέτα, και σκουπιζόταν, γιατί ο ιδρώτας έτρεχε είτε είχε κρύο είτε είχε ζέστη.
Στη φωνή ήταν μάλλον κακόφωνος και λίγο παράφωνος. Όμως όπως γράφει ο π. Α.Μ.: «Αυτό δεν μας ενοχλούσε καθόλου. Παρ’ ότι δεν ήταν ωραία, μας φαινόταν η πιο ωραία του κόσμου, γιατί ήταν μια φωνή που έβγαινε από την καρδιά που αγαπούσε πολύ τον Χριστό».
Πολύ σημαντικός ήταν ο τρόπος που διάβαζε τις ευχές κι εκφωνήσεις της θείας Λειτουργίας. Ήταν από τους λίγους ιερείς που είχε την ευλογημένη συνήθεια να διαβάζει «εις επήκοον» του λαού τις ευχές. Το «μυστικώς» γι’ ατυόν σήμαινε «μυσταγωγικώς», κατανυκτικώς, χαμηλοφώνως, όχι σιωπηρώς. Έλεγε μάλιστα σε κάποιον ο οποίος τον ρώτησε γι’ αυτό το θέμα:
-Παιδί, αυτοί που έγραψαν τις ευχές, τις έγραψαν για να τις διαβάζουμε, να τις ακούει ο κόσμος, όχι να τις αποσιωπούμε ή να τις παραλείπουμε.
Ο π. Α.Ρ. υπογραμμίζει:
«Ένα άλλο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της αγίας μορφής του, ήταν ο τρόπος του ιδιάζοντος τονισμού κάποιων λέξεων ή και μικρών φράσεων με μεγάλο και σημαντικό νόημα, που αναφέρονταν στον Υπεράγιον Κύριό μας ή στις δραστηριότητές Του για τη σωτηρία μας. Αυτό το παρατηρούσαμε είτε στην εξομολόγηση είτε στη θεία Λειτουργία. Η λειτουργική του γλώσσα μετάγγιζε βιώματα αγιασμού και σωτηρίας. Κυριολεκτικά εντρυφούσε σε κάθε λέξη που αναφερόταν στο Θεό, στην Αγάπη, στην Αλήθεια, στη Σωτηρία. Καθώς λειτουργούσε, εδονείτο εσωτερικά και ανεπίδεικτα και μας μετέδιδε συγκλονιστικά και κατανυκτικά βιώματα».
Ήταν πράγματι λέξεις ή φράσεις που τις τόνιζε ή χρωμάτιζε αναλόγως με το νόημά τους και εντυπώνονταν καλύτερα στον πιστό. Π. χ. σε όσους έχει μείνει αξέχαστος ο τρόπος που έλεγε την αίτηση: «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών…» και με πόση έμφαση τόνιζε τις τελευταίες λέξεις «και καλήν απολογίαν την επί του φοβερού βήματος του Χριστού αιτησώμεθα».
Στην ευχή της αναφοράς κυριολεκτικά συγκλονιζόταν. Τόνιζε και φώναζε τις λέξεις «χιλάαααδες αρχαγγέλων, μυριάααδες αγγέλων», όλος έκπληξη, σαν να τους έβλεπε μπροστά του.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που τον έβλεπαν την ώρα της θείας Λειτουργίας, ή κατά τη Μεγάλη Είσοδο, αλλά και άλλες στιγμές ακόμη και έξω από την εκκλησία, να λάμπει το πρόσωπό του και να μην πατάει στο έδαφος. «Αιθέριος ως ένα πήχυ ίστατο τας χείρας και το όμμα εις ουρανούς ανέχων και Θεώ ησύχως προσομιλών». Συχνά κάποιοι μεγάλοι που έβλεπαν αυτό το εξαίσιο θέαμα, έμεναν αποσβολωμένοι. Μόλις και μετά βίας συγκρατούσαν την έκπληξή τους και έπνιγαν τη φωνή τους για να μη δημιουργήσουν αταξία. Όμως τα μικρά παιδιά δεν μπορούσαν να κρατηθούν. Διέκοπταν με τις φωνές τους τη λειτουργία και φώναζαν:
-Μαμά, ο παπάς δεν πατάει στη γη! Ο παπάς πετάει!
Η κ. Γ.Κ. θυμάται με πολλή συγκίνηση.
Ήμουν πέντε χρονών κοριτσάκι τότε και τον είδα στο ιερό να είναι μισό μέτρο πάνω απ’ τη γη. Άρχισα να φωνάζω:
-Ο παπάς δεν πατάει στη γη!
Ο γέροντας έβγαινε από το ιερό με γλυκό ύφος και μου έλεγε:
-Ε! παιδί, σε παρακαλώ, μην το λες.
Και όσο παρακαλούσε ο γέροντας, τόσο εγώ φώναζα πιο πολύ:
-Ο παπάς δεν πατάει στη γη! Μαμά, θα πέσει κάτω!»
Και η κ. Ρ. Π. διηγείται:
«Ήταν ανήμερα του Σταυρού 14 Σεπτεμβρίου. Ο γέροντας λειτουργούσε και ήλθε η στιγμή της Μεγάλης Εισόδου. Μόλις βγήκε απ’ το ιερό τον είδα μισό μέτρο πάνω απ’ το έδαφος. Τάχασα˙ γυρίζω σε μια κυρία και της λέω σιγά:
-Βλέπεις τίποτα;
-Όχι μου απάντησε.
Είχα μείνει αποσβολωμένη. Ο γέροντας με τα τίμια δώρα ήλθε προς το μέρος μου. γυρίζει και μου λέει:
-Σιωπή, παιδί.
Και συνέχισε…
Αναρωτιόμουν, πως ήταν δυνατό τα μάτια τα δικά μου να δουν τέτοιο θαυμαστό γεγονός!»
Το ασκητικό κορμί του γέροντα γινόταν αιθέριο. Οι νόμοι της βαρύτητας έχαναν την ισχύ τους και ο ίδιος έμοιαζε με τους ασώματους αγγέλους του Θεού. ένα θαυμαστό γεγονός που το έζησαν πολλοί άγιοι, με τη χάρη του Αγ. Πνεύματος, όπως γράφουν οι άγιοι Κάλλιστος και Ιγνάτιος Ξανθόπουλοι.
«Δια ταύτης της εν Αγίω Πνεύματι φωτιστικής δυνάμεως, έτι μετά σαρκός όντες, τινές των αγίων πατέρων… εν προσευχαίς τούτων ισταμένων και τα ευαγή και τίμια σώματα γήθεν ως υπόπτερα υπερήροντο, τω αναλωτικώ και ενθέω και αΰλω πυρί, τω της χάριτος, το σωματικόν πάθος, ναι μην και το βάρος, αποτεφρούμενοι˙ κούφως τε αίρεσθαι ενεργούμενοι, ω του θαύματος, μεταστοιχειούμενοι και μεταχαλκευόμενοι προς το θειότερον, τη θεουργώ παλάμη της ενσκηνούσης αυτοίς ισχύος και χάριτος».
Δηλαδή:
Με αυτή τη φωτιστική δύναμη που χαρίζει το Άγιο Πνεύμα, μερικοί από τους αγίους πατέρες, μέσα στο σώμα ακόμη… όταν στέκονταν σε προσευχή, τα άγια και τίμια σώματά τους σηκώνονταν από τη γη, σαν να τα κρατούσαν φτερά, καθώς η ακαταμάχητη και ένθεη και άυλη φωτιά της χάρης μετέβαλε σε στάχτη τη σωματική παχύτητα και το βάρος και τους έκανε να ανυψώνονται πανάλαφροι – θαύμα εξαίσιο – καθώς μεταστοιχειώνονταν και αναχωνεύονταν προς το θειότερο με τη θεουργική παλάμη της ισχύος και της χάρης που κατοικούσε μέσα τους.
Όσο προχωρούσε η θεία Λειτουργία τόσο και ο γέροντας ανέβαινε. Η όψη του αλλοιωνόταν. Δεν ήταν ο άνθρωπος που γνώριζαν όλοι από το εξομολογητήριο, ή άλλες ώρες. Το «εν τω ναώ εστώτες της δόξης σου εν ουρανώ εστάναι νομίζομεν…» γινόταν πραγματικότητα. Όπως λέει και ο Σ. Σ., «τα χέρια του έτρεμαν, τα μάτια του έρρεαν δάκρυα. Εντελώς απορροφημένος από τα τελούμενα. Η φωνή του έπαιρνε ένα δραματικό ύφος, κλαψιάρικο. Κυριολεκτικά σε περόνιαζε, σου δημιουργούσε ρίγος. Όχι θεατρινίστικο, στομφώδες, υποκριτικό. Οι λέξεις έβγαιναν από τα βάθη της ψυχής του». Περιέγραφε αυτά που έβλεπε και ζούσε και έδινε στους πιστούς την αίσθηση ότι αυτή την ώρα ήταν παρόντες οι άγγελοι, οι άγιοι, η θεότητα, ο Ίδιος ο Κύριος, το εσφαγμένον αρνίον. Οι αναστεναγμοί του ακούγονταν μέχρι έξω. Κανείς δεν μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος. Τόση ήταν η κατάνυξή του ώστε «δακρύειν αυτόν σφοδρώς εν τω καιρώ της αναιμάκτου θυσίας, προς έκπληξιν των ορώντων και δόξαν του των αγαθών δοτήρος Θεού».
Πολλοί έκλαιγαν μαζί του. Το εκκλησίασμα έκανε απόλυτη σιωπή για να τον ακούσει. Κάποιοι πήγαιναν μπροστά – μπροστά για να τον βλέπουν, να ακούνε καλύτερα και να ζουν τις συγκλονιστικές στιγμές.
Μια φορά ο γέροντας λειτουργώντας έκλαιγε πάρα πολύ με αναφιλητά, με λυγμούς. Τόσο που η φωνή του κόπηκε. Η λειτουργία σταμάτησε. Η ώρα περνούσε και απ’ το ιερό ακούγονταν μόνον οι λυγμοί του. δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Το εκκλησίασμα ανησύχησε, έπεσε σε αμηχανία. Τόση ώρα σιωπής! Μήπως έπαθε τίποτα; Τελικά ο γέροντας με πολλή δυσκολία συνέχισε τη λειτουργία. Όλοι κατάλαβαν και ησύχασαν.
Έλεγε ο μακαριστός Μητροπολίτης Άρτης Ιγνάτιος: «Τόση ήταν η ευλάβειά του και η αφοσίωσή του στη θεία Λειτουργία, ώστε και φίδια να τον δάγκωναν δεν θα έπαιρνε είδηση».
Όταν έλεγε «τα σα εκ των σων» ακουγόταν ένας γδούπος και όλοι έπεφταν γονατιστοί. Κανείς δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος. Ποιος μπορεί να περιγράψει τον τόνο και το χρώμα της φωνής του, όταν πρόφερε τα λόγια του καθαγιασμού.
Και ερχόταν η ώρα της θείας Μεταλήψεως. Η θεία Λειτουργία στο αποκορύφωμά της. Τα παιδιά του έφερναν στην κατάλληλη στιγμή το ζέον που έβραζε, έτσι το ήθελε.
-Να βράζει παιδί, το ζέον πρέπει να είναι καυτό.
Διηγείται ένα από τα «παπαδάκια»:
«Όταν του πηγαίναμε το ζέον, το σκεύος έκαιγε. Δεν πιανόταν. Αυτός δεν ενοχλείτο καθόλου. Το έπιανε με το χέρι του και το έριχνε σταυρωτά στο Άγ. Ποτήριο. Όλα τα παιδιά απορούσαμε πως δεν καιγόταν. Όσες φορές πήγαμε να το ακουμπήσουμε καιγόμασταν… Έπειτα μας έβγαζε από το ιερό. Ήθελε να μείνει μόνος του αυτή την ιερή στιγμή».
Και αυτό έχει την εξήγησή του, όπως γράφει ο π. Α. Ρ.: «Είχε ιδιάζουσες παιδαγωγικές αντιλήψεις. Φρόντιζε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την αγωγή των παιδιών που τον διακονούσαν στο ιερό Βήμα. Τα αγαπούσε πατρικά. Τα δίδασκε και τα κρατούσε αυθεντικά. Όταν έφτανε το χρονικό σημείο που επρόκειτο να «μελίσει τον άγιον Άρτον» και να μεταλάβει εκείνος, έπρεπε να μείνει μόνος, εκείνη τη μοναδική γι’ αυτόν άχρονη στιγμή.
-Και τώρα, Κύριε, Εσύ κι εγώ, έλεγε.
Ίσως τα παιδιά δεν θα μπορούσαν να εισπράξουν με το δέοντα σεβασμό τις «εκδηλώσεις» του προ του Κύριό του. Η παρουσία άλλων, σε τέτοιες στιγμές, επηρεάζει αρνητικά την κατάνυξη. Ο γέροντας δεν ήθελε, ή δεν μπορούσε να κοινωνεί χωρίς δάκρυα. Μιλούσε στον Κύριό του θερμά και απλά, «χωριάτικα». Καθώς έτρεχαν – κάποτε κρουνηδόν – τα δάκρυά του, ακουγόταν ιεροπρεπής και ικετευτική η αχνή κραυγή του, επίμονα και επαναληπτικά.
-Σχώρα με, Σχώρα με…
Και τότε, τον διαπερνούσε, εμφανώς και αισθητώς, ένας σεισμός θεϊκός! Μετά από κάθε θεία Λειτουργία, ήταν μούσκεμα, υποχρεωμένος να αλλάζει».
Θα παραθέσουμε τρεις ακόμη μαρτυρίες ιερέων – πνευματικών του παιδιών, που έζησαν τέτοιες στιγμές κοντά του.
Διηγείται ο Μητροπολίτης Αργολίδος Ιάκωβος: «Κατά την ώρα του κοινωνικού απαγόρευε αυστηρά να υπάρχει άλλος άνθρωπος μέσα στο ιερό Βήμα. Τα παιδιά έβγαιναν έξω. Όταν κοινωνούσε αλλοιωνόταν η μορφή του. Ως διάκονος είχα αντικρύσει θέαμα εξαίσιο. Έκλαιγε σαν μικρό παιδάκι. Ή ένα μικρό παιδάκι έβλεπες ή τον π. Αθανάσιο ήταν το ίδιο. Και παράλληλα η μορφή του έλαμπε από ένα περίεργο φως όταν κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων. Τότε κατάλαβα γιατί δεν επέτρεπε στα παιδιά ή σε οποιονδήποτε άλλον να παραμείνει μέσα».
Και ο Κ. Β. γράφει: «Από την πρώτη μου συνάντηση μ’ αυτόν έμεινε στην ψυχή μου ανεξίτηλη η βιβλική μορφή του. Και δεν άργησα να διακρίνω στον ευλογημένο αυτόν Γέροντα, από τις αρετές της ευσεβείας μας, κυρίως: την βαθυτάτη πίστη και αγάπη του στο Χριστό, την μειλιχιότητά του, την άδολη παιδική ψυχή του, το ειρηνικό και πράο βλέμμα του, την κατανυκτική μετά δακρύων τέλεση της θείας Λειτουργίας και προπαντός τον ένθεο τρόπο της θείας Μεταλήψεως. Αυτός ο τρόπος της θείας Μεταλήψεως ήταν και η αιτία που σα ισχυρός μαγνήτης με είλκυσε κοντά του.
«Ενθυμούμαι, λοιπόν, ότι με την πρώτη επίσκεψή μου στην Νερατζιώτισσα τον επρόλαβα λειτουργούντα. Εισήλθα στο ιερό Βήμα και συμπροσευχόμενος παρακολουθούσα τα τελούμενα. Η άγνωστη παρουσία μου δεν τον επηρέασε. Λειτουργούσε με τον άγιο τρόπο του – αυτοεξυπηρετούμενος χωρίς να διακονείται από κανένα. Τότε ήταν πρώτη φορά που ένιωσα την αγία «Αναφορά» με βαθύ δέος και κατάνυξη. Ο όσιος Γέροντας στην αγία αυτή ¨Ευχή¨ δεν συνεκινείτο απλά, αλλά έκλαιγε με πολλά δάκρυα. Δεν είχα άλλοτε συναντήσει τέτοιο λειτουργό ιερέα. Άλλ’ εκείνο που συνεκλόνισε την ψυχή μου ήταν η ώρα της θείας Μεταλήψεως. Τότε, άκουσα εκεί τις ¨Ευχές¨ της προετοιμασίας να λέγονται με βαθειά συναίσθηση και συγκίνηση. Στα συνοδεύοντα δε λόγια Αυτής στο: «Ιδού προσέρχομαι…. Αναξίω Πρεσβυτέρω… πρόσθεσε τις λέξεις: «τω αναξιωτάτω και οικτροτάτω και ελεεινοτάτω Πρεσβυτέρω…» και στη συνέχεια επαναλάμβανε ζωηρά:… ¨το τίμιον (τίμιον, τίμιον, τίμιον) και πανάγιον (πανάγιον, πανάγιον, πανάγιον)…¨με ρέοντα θερμά δάκρυα.
Ομολογώ, ότι η θεία εκείνη Λειτουργία έμεινε βαθύτατα χαραγμένη στην ψυχή μου και ο εξαϋλωμένος λειτουργός της ιερό πρότυπο για την λειτουργική διακονία μου…»
Και τέλος ο π. Α.Λ.: «Ασταμάτητα ήταν τα δάκρυα που έχυνε την ώρα της λειτουργίας. Την ώρα δε της θείας Κοινωνίας έλεγε κλαίγοντας:
-Μην με κατακαύσεις, Κύριε. κατάκαυσε ας αμαρτίας μου.
Και τα δάκρυα να τρέχουν κρουνηδόν. Δεν είχα ξαναδεί γέροντα να κλαίει έτσι. Και αυτό με εξέπληξε. Τόλμησα στο τέλος να τον ρωτήσω:
-Γιατί έκλαιγες, γέροντα;
– Για τις αμαρτίες μου έκλαιγε, απάντησε. Γιατί είναι τόσες που δεν έπρεπε να είμαι στο θυσιαστήριο. Κάπου αλλού έπρεπε να είμαι!»
Έπειτα έκανε τη συστολή με ευλάβεια και σχολαστικότητα, με δέος. Σα να λειτουργούσε για πρώτη φορά. Πριν πει το «Μετά φόβου Θεού…», πάντα θα προετοίμαζε τους ανθρώπους που θα κοινωνούσαν, με απλά λόγια:
-Προσέξτε, παιδιά. Να μην πλησιάσετε αν δεν είσαστε έτοιμοι, αν είσαστε αξομολόγητοι. Μην πλησιάσετε όπως ο Ιούδας. Η θεία Κοινωνία είναι φωτιά. Και όποιος έρχεται ανέτοιμος «κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει, μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου. Δια τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί». Σας το λέω για να μην έχω ευθύνη και για να μην πάθουμε κανένα κακό. Γι’ αυτό «δοκιμαζέτω άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω».
Αυτό το «δοκιμαζέτω» το τόνιζε με έμφαση, με μια φωνή όλο αγωνία, μήπως κανείς «ως ο Ιούδας δολίως προσέλθη τη τραπέζη». Και αυτά τα λόγια τα επαναλάμβανε σε κάθε θεία Λειτουργία, όμως κανείς δεν βαριόταν να τα ακούει. Ενώ ήταν υπέρ της συχνής θείας Μεταλήψεως, εντούτοις δεν επέτρεπε την προσέλευση χωρίς την κατάλληλη προετοιμασία, ή όταν ο άνθρωπος βαρυνόταν από θανάσιμα αμαρτήματα και δεν έδειχνε κάποια ίχνη μετάνοιας και αγωνιστική διάθεση.
Η θεία Κοινωνία γινόταν με υποδειγματική τάξη, με προσοχή και ευλάβεια.
Κάποια μέρα, διηγείται η κ. Ε. Μ., μεταξύ των εκκλησιαζομένων ήταν και μια μητέρα με το μικρό τετράχρονο παιδί της. Ο π. Αθανάσιος βγήκε στην ωραία Πύλη με το Άγ. Ποτήριο. Ο μικρός άρχισε να φωνάζει:
-Μαμά, κοίτα! Ένα φως το ποτήρι που κρατά ο παπάς.
Όλοι θαύμασαν. Ο π. Αθανάσιος ατάραχος.
Στο τέλος διαβαζόταν η ευχαριστία και ο π. Αθανάσιος έκανε την κατάλυση. Εδώ ο γέροντας αργούσε πάρα πολύ. Σχεδόν μία ώρα.
Ο κ. Κ. Γ. λέει: «Κυριολεκτικά «έξυνε» το Άγιο Ποτήριο, ενώ τα δάκρυά του ήταν ασταμάτητα. Μαζί με το σώμα και το αίμα του Κυρίου έπινε και τα δάκρυά του!»
Η ώρα αυτή ήταν για τον π. Αθανάσιο ιερότατη. Όπως και στη θεία Λειτουργία έτσι και εδώ, ήταν εντελώς αφοσιωμένος. Μια φορά, την ώρα που κατέλυε, ήλθε στη Νερατζιώτισσα ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Νικόλαος. Ήταν χειμώνας και πολλοί πιστοί παρέμεναν στο ναό. Ο Πατριάρχης προσκύνησε τις εικόνες και μπήκε στο ιερό. Όλοι σηκώθηκαν. Ο π. Αθανάσιος αφοσιωμένος στην πρόθεση, δεν γύρισε να δει ποιος είναι. Κάποιος έτρεξε να τον ενημερώσει. Συνέχισε την κατάλυση σαν να μην άκουσε τίποτα. Ούτε διέκοψε, ούτε γύρισε να δει. Ο Πατριάρχης σεβάστηκε τη στάση του και δεν επέτρεψε να τον ξαναενοχλήσουν.
Το ίδιο επαναλήφθηκε και άλλη φορά με κάποιον Μητροπολίτη. Ο π. Αθανάσιος, εντελώς προσηλωμένος, δεν γύρισε να κοιτάξει. Ο Μητροπολίτης στενοχωρήθηκε και είπε πειραγμένος.
-Καλά, αόμματος είναι αυτός ο παπάς!
Ο γέροντας απτόητος. Στα τρεμάμενα χέρια του κρατούσε Αυτόν που κρατάει τα σύμπαντα. Πώς μπορούσε να διακόψει; Στη θεία μυσταγωγία, παραγγέλλει ο Μ. Βασίλειος:
«Ούτω παράστηθι εν κατανύξει και καθαρά καρδία τω αγίω θυσιαστηρίω μη περιβλέπων ένθεν κακείθεν, αλλά φρίκη και φόβω παριστάμενος τω επουρανίω βασιλεί. Μη δια θεραπείαν ανθρωπίνην επισπεύσης τας ευχάς, ή συντάμης, μηδέ λάβης πρόσωπον, άλλ’ ό΄ρα προς μόνον τον προκείμενον βασιλέα και τας περιεστώσας κύκλω Δυνάμεις…»
Ο γέροντας είχε την αίσθηση ότι συλλειτουργούσε με αγίους και τας «κύκλω δυνάμεις».
Είναι εντυπωσιακό το γεγονός που διηγείται η Ε. Μ.: «Γνώριζα τον π. Αθανάσιο από την αρχή σχεδόν που ήλθε στο Μαρούσι και μέχρι που έφυγε τον είχα πνευματικό. Πάντα εκκλησιαζόμουν στη Νερατζιώτισσα. Πήγαινα πολύ πρωί και συνήθιζα να κάθομαι μπροστά στο ιερό. Κάποια μέρα, την ώρα της θείας Λειτουργίας, είδα ένα διάκονο με λευκή στολή και ξανθά μαλλιά να στέκεται δίπλα και δεξιά στον π. Αθανάσιο. Με παραξένεψε το γεγονός ότι δεν είπε καμιά αίτηση, απ’ αυτά που λέει ο διάκονος, ούτε γύρισε καθόλου να δω το πρόσωπό του. Σκέφθηκα πως μάλλον χειροτονήθηκε πρόσφατα και τον έστειλαν εδώ για να μάθει το τυπικό και την τάξη της θείας Λειτουργίας κοντά στον π. Αθανάσιο. Τελείωσε η θεία Λειτουργία και σιγά – σιγά ο ναός άδειασε. Εγώ περίμενα να δω ποιος ήταν αυτός ο διάκος. Μετά από ώρα ο π. Αθανάσιος τελείωσε την κατάλυση και βγήκε από το ιερό. Περίμενα να βγει ο διάκος, τίποτα. «Μα τι συμβαίνει;» λέω. Είχα μείνει μόνη στην εκκλησία. Πηγαίνω, ανοίγω το παραπέτασμα, κοιτάζω μέσα στο ιερό, δεν υπήρχε κανείς. Το ιερό δεν έχει άλλη πόρτα. Δεν ήξερα τι να υποθέσω. Μετά από λίγες μέρες πήγα να εξομολογηθώ. Στο τέλος λέω στον παππούλη:
-Πάτερ Αθανάσιε, την Κυριακή είδα μέσα στο ιερό έναν ξανθό λευκοφορεμένο διάκο που σας βοηθούσε, αλλά μετά τον έχασα. Δεν βγήκε έξω…
Πολύ απλά και φυσικά μου απάντησε:
-Ε! παιδί, αυτά συμβαίνουν, αλλά μην πεις πουθενά τίποτα!»
Ο π. Α.Ρ. υπογραμμίζει: «Θα τολμούσα να ισχυριστώ ότι ο άγιος γέροντας υπήρξε για μένα το υπόδειγμα και το πρότυπο του λειτουργού. Ο τρόπος που λειτουργούσε ήταν μοναδικά προσωπικός και αμίμητος. Παρά ταύτα, μπορούσε να εμπνέει το λειτουργικό ήθος και τα λειτουργικά βιώματα σ’ όσους τον παρακολουθούσαν. Γι’ αυτό και κάθε λειτουργία ήταν για όλους μια μεταμόρφωση. Ακόμη και όταν δεν κοινωνούσες έφευγες αλλοιωμένος».
Η κατάθεση του μακαριστού Φώτη Κόντογλου είναι σημαντική:
-Μια λειτουργία του π. Αθανασίου ισοδυναμεί με μια μετάγγιση αίματος στον οργανισμό.
Στο τέλος κάποιος θα διάβαζε την «ευχαριστία μετά την θείαν Μετάληψιν». Όχι τυπικά και βιαστικά αλλά «θερμώς, εκ ψυχής». Κάποια φορά, συλλειτούργησε μαζί με έναν αρχιμανδρίτη. Είχε έλθει και από αλλού πολύς κόσμος κι έκαναν πολύ φασαρία, ειδικά την ώρα της διανομής του αντιδώρου. Κάποιος διάβασε την «ευχαριστία». Δεν ακουγόταν όμως καθόλου. Στο τέλος ρώτησε ο γέροντας:
-Παιδί, διάβασες την ευχαριστία;
-Ναι, πάτερ.
-Δεν την κατάλαβα καθόλου. Ξαναδιάβασέ την!
Η θεία Λειτουργία για τον ιερέα που αγωνίζεται να την ζήσει είναι μια πολύ κοπιαστική διακονία. Πολλοί ιερείς ομολογούν πως μετά από μια θεία Λειτουργία, οι σωματικές δυνάμεις είναι εξασθενημένες και δύσκολα μπορούν να κάνουν κάποια άλλη εργασία. Ο γέροντας, που ζούσε με ένταση κάθε θεία Λειτουργία, όπως σημειώσαμε, γινόταν μούσκεμα από τον ιδρώτα κι ένιωθε εξαντλημένος. Όμως παρ’ όλα αυτά δεν σταματούσε να εργάζεται και κυρίως να εξομολογεί. Αργότερα έλεγε σε κάποιον ιερομόναχο, όταν τον είδε να αρχίζει εξομολόγηση αμέσως μετά από τη θεία Λειτουργία:
-Άκουσε, παιδί. Η θεία Λειτουργία σε κουράζει, σε τσακίζει! Γι’ αυτό ποτέ να μην δέχεσαι εξομολόγηση μετά τη θεία Λειτουργία. Το έκανα κι εγώ, αλλά είναι πάνω από τις δυνάμεις μας. Γι’ αυτό και συ να φυλάς τις δυνάμεις σου. να μην κάνεις υπερβολές, γιατί αργότερα δεν θα μπορείς να ανταποκριθείς.
Περιστατικά από τη ζωή του γέροντος Αθανάσιου Χαμακιώτη.
1) Κι ένας άλλος αββάς μαρτυρούσε εκείνες τις μέρες του Χριστού τα Πάθη και την Ανάσταση: ο πατήρ Αθανάσιος Χαμακιώτης στον ναό της Παναγίας Νεραντζιώτισσας στο Μαρούσι της Αττικής. Κράτησε την ευσέβεια των Αθηναίων, και μάλιστα των υψηλών τάξεων, μισό αιώνα. Ήταν γερή κουτσούρα ο παπα- Θανάσης, που την περιέλουζαν τα νάματα της Χάριτος και βλάσταινε συνεχώς αγιοπατερική θεολογία.
Αυτοί οι πατέρες δεν έκαναν ούτε τους προορατικούς ούτε τους θαυματουργούς. Είχαν κατέβη στον στίβο και πάλευαν μαζί με τον κόσμο και έστηναν τρόπαιο νίκης κατά της κακουργίας των δαιμόνων.
Έμειναν στην παράδοση των παλαιών παπάδων, ακούρευτοι, αναρωμάτιστοι, ταπεινοφορούντες, πενιχρά διαβιούντες. Στο έργο της Εκκλησίας δεν τους ξέφυγε κανένα «νομίζω, έχω την γνώμη, εγώ αυτό έτσι θα το ‘κανα». Έτσι , ήταν μια καλή συνέχεια του παπα- Πλανά. Ούτε έκοβαν ούτε έρραβαν συνέχισαν όπως παρέλαβαν.
Τον παπα – Θανάση τον γνώρισα στο μονύδριο Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Μπάλα Αττικής. Μου λέγει:
– Κάθισε κοντά μου, να σου εξομολογηθώ την αμαρτία μου και το παράπονό μου. Η αμαρτία μου είναι πως, χωρίς να εξασκήσω ποτέ στην ζωή μου την υπακοή , την ζητώ από τους άλλους. Έτσι, όταν προστάζω την μοναχή υπακοή, εγώ ντρέπομαι, γιατί δεν γνωρίζω τον αγώνα της∙ δαγκώνεται η καρδιά μου. Τώρα που διαβάζω τα ασκητικά βιβλία της Εκκλησίας και εννοώ τον μισθό της υπακοής, καταλαβαίνω τί στερήθηκα και θλίβομαι βαθύτατα. Τώρα στα γεράματά μου σαν μικρό παιδί άρχισα να ξυπνώ και βλέπω τί έχασα στις απαρχές του μοναχικού μου βίου. Γι’αυτό λέγω συνεχώς στον εαυτό μου: «Παλιοκαλόγερε παπα-Θανάση, μη μιλάς». Εκείνο που αληθινά με ταλάνισε είναι το πατερικό σχόλιο στην προς Φιλιππησίους επιστολή: ο Χριστός δεν μας έσωσε γιατί δίδαξε, θαυματούργησε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε, αλλά γιατί έκαμε υπακοή μέχρι θανάτου. Πού αυτό το μεγαλείο σ’ εμένα; Πού η γεύση της εκκοπής του θελήματος; Αναπαύεται δίπλα στο Καθολικό της Μονής που ίδρυσε. Και αυτοί που τον γνώρισαν και αυτοί που τον άκουσαν προσκυνούν τον τάφο του και τιμούν την μνήμη του. Έχει γραφή τόμος στο όνομά του…
Ο σεπτός Γέροντας, Ιερομόναχος π.Αθανάσιος Χαμακιώτης (1891–1967), το κόσμημα του Ησυχαστηρίου της Παναγίας της «Νερατζιώτισσας» (ή «Οδηγητρίας») στο Μαρούσι, έχοντας την Χάρη του Θεού, εκοσμείτο από πλήθος αρετών. Άνθρωπος της Χάριτος, πλημμυρισμένος από την αγάπη του Θεού, ξεχείλιζε καθολικά, μυστικά και αθόρυβα αυτήν την αγάπη και στις εικόνες του Θεού, γύρω του· στους πονεμένους και αναγκεμένους ανθρώπους που τον πλησίαζαν ή που συνδέονταν μαζί του πνευματικά. Ζούσε πραγματικά σ’ έναν συνεχή και αδιάκοπο παροξυσμό αγάπης (πρβλ. Εβρ. ι΄ 24) και αυτοπροσφοράς. Ήταν ολόκληρος μια αγάπη πηγαία, ειλικρινής, σπάνια, βαθειά, ολοκληρωτική, απίστευτη, που ασφαλώς δεν την βρίσκεις εύκολα σήμερα.
Ο ελεήμων Γέροντας π.Αθανάσιος «κυνηγούσε» συνεχώς να βρει ευκαιρίες για να δείξει έμπρακτα την αγάπη του και να μιμηθεί στο έπακρο τον «Πατέρα των οικτιρμών» (Β΄ Κορ. α΄ 3). Πραγμάτωνε συνεχώς αυτό που έλεγε ο Ιερός Χρυστόστομος: «Να γίνεστε ευσπλαγχνικοί όπως και ο επουράνιος Πατέρας σας. Παρόλο που πολλές άλλες εντολές μάς έδωσε ο Κύριος, εν τούτοις, για καμμιά άλλη περίπτωση δεν το είπε αυτό, παρά μόνον για τους οικτίρμονες. Γιατί, τίποτε δεν μας κάνει ίσους με τον Θεό, όσο η ευεργεσία».
3) Ο ΚΡΥΦΟΣ «ΔΡΑΣΤΗΣ»
Είναι πολύ συγκινητικά τα επόμενα περιστατικά. Αναρωτιέται κανείς: είναι δυνατόν να συνέβησαν στην εποχή μας την, τόσο εγωκεντρική; Κοντά στην «Νερατζιώτισσα», σ’ ένα φτωχικό σπίτι, κατοικούσε μια ηλικιωμένη γυναίκα, παράλυτη. Δεν είχε κάποιον άνθρωπο να την περιποιείται. Παραδόξως, όμως, όσοι την επισκέπτονταν έβλεπαν το σπίτι της καθαρό, περιποιημένο. Τα ρούχα της, πλυμένα και σιδερωμένα. Το φαγητό της, έτοιμο. Δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν αυτό. Όμως, ούτε και η ίδια η παράλυτη έλεγε κάτι. Η περιέργεια, οδήγησε κάποιους να παραφυλάξουν. Και να δουν. Και να μάθουν. Και αυτό που διαπιστώθηκε είναι ότι ο «δράστης» πίσω από όλο αυτό, ήταν ο Γέροντας Πατέρας Αθανάσιος. Όταν βράδυαζε, έπαιρνε το ραβδί του και ξεκινούσε για το σπίτι της παράλυτης. Σκούπιζε, καθάριζε, τακτοποιούσε το σπίτι, μαγείρευε και, όταν τελείωνε, επέστρεφε στο κελλί του έχοντας μαζί και τα άπλυτα ρούχα. Τα έπλενε, τα σιδέρωνε και, την επόμενη μέρα, τα επέστρεφε. Ο Γέροντας, έδωσε αυστηρή εντολή στην παράλυτη να μην το πει σε κανέναν. Όταν τα πνευματικά του παιδιά που παραφύλαξαν του το είπαν, ο π.Αθανάσιος, λυπήθηκε βαθύτατα. Έδωσε αυστηρή εντολή και σε αυτούς να μην μαρτυρήσουν τίποτα πριν τον θάνατό του, διαφορετικά δεν θα τους επέτρεπε να κοινωνήσουν.
4) «ΑΝ ΣΟΥ ΠΩ, ΠΟΙΟΣ!…»
Λίγο πιο πάνω, έμενε ένα αντρόγυνο. Ο άνδρας, μέθυσος. Ό,τι χρήματα έβγαζε, τα σπαταλούσε στο πιοτό. Η γυναίκα του, ήταν παράλυτη και κατάκοιτη. Το μόνο που λειτουργούσε κανονικά σε αυτήν, ήταν ο λόγος. Εκτός από το να μιλάει, δεν μπορούσε καμμιά άλλη κίνηση να κάνει. Λόγω της αρρώστιας της, λερωνόταν. Όμως και η γυναίκα αυτή είχε βρει τον δικό της μυστικό, ένστοργο και συμπαθή «άγγελο». Κάποια μέρα, την επισκέφθηκε μια αδελφική της φίλη. Είδε με έκπληξη μια στοίβα από ρούχα πλυμένα, σιδερωμένα.
– Ποιός σου τα έπλυνε; ρώτησε απορημένη.
– Αν σου πω, ποιός! Αλλά με επιτίμησε να μην το πω σε κανέναν. Όμως, σε αισθάνομαι σαν αδελφή μου και θα στο πω.
– Δεν χρειάζεται να μου το πεις. Κατάλαβα ποιός είναι· ο Πατέρας Αθανάσιος!
– Ακριβώς! Ήρθε τη νύχτα. Καθάρισε το σπίτι, έπλυνε τα ρούχα, τα στέγνωσε, τα σιδέρωσε και έφυγε!
Παρόμοια περιστατικά διηγούνται και άλλα πνευματικά του παιδιά. Τουλάχιστον σε άλλες τρεις περιπτώσεις παράλυτων ο Γέροντας Πατέρας Αθανάσιος Χαμακιώτης γινόταν κυριολεκτικά ο «διάκονός» τους. Τους περιποιόταν, τους καθάριζε το σπίτι, τους έπλενε τα ρούχα, τους μαγείρευε και τους τάϊζε ακόμη.
5) «ΕΙΔΕΣ, ΠΑΙΔΙ, ΠΟΣΟ ΜΑΣ ΑΓΑΠΑΕΙ Ο ΘΕΟΣ;»
Συγκινητικό και το επόμενο περιστατικό: Ήταν ο εφιαλτικός χειμώνας του 1942. Ο κόσμος, πέθαινε στους δρόμους από την πείνα και τις αρρώστιες. Μια πνευματική θυγατέρα, από τα πιο αγαπημένα παιδιά του Γέροντα Αθανασίου, άρρωστη και εξαντλημένη, έπνεε τα λοίσθια. Καταλάβαινε ότι πλησιάζει το τέλος της και έλεγε στους δικούς της να ετοιμάσουν το σάβανό της. Η μόνη παρηγοριά της, ήταν ένα μικρό ευαγγέλιο με χοντρό σκούρο εξώφυλλο. Διάβαζε λίγο, μετά ζαλιζόταν και το άφηνε δίπλα στο μαξιλάρι της. Πάνω στη ζαλάδα της, γύρισε και το είδε. Της φάνηκε σαν ψωμί. Και μονολόγησε:
– Αχ, Χριστέ μου! Να είχα λίγο ψωμάκι!
Όσοι ήταν μέσα στο δωμάτιο, χαμογέλασαν. Τότε, όχι ψωμί δεν υπήρχε, αλλά έδιναν με το δελτίο δώδεκα γραμμάρια λούπινα και, αυτήν ακόμη την ευτελή τροφή, είχαν πάνω από δέκα μέρες να την μοιράσουν.
Σκεφτόταν η άρρωστη:
– Πειρασμός, είναι!
«Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος» (Ματθ. δ΄ 4).
Έξω, τα πάντα είχαν καλυφθεί από χιόνι. Οι Μαρουσιώτες δεν θυμούνται ποτέ άλλοτε τόσο χιόνι. Ξεπερνούσε το μισό μέτρο. Και το κρύο ήταν τσουχτερό. Όλα, είχαν νεκρώσει. Ο π.Αθανάσιος βρισκόταν στην άλλη άκρη της πόλης, κάπου στην Πεύκη, όπου έκαμνε έναν αγιασμό σ’ ένα σπίτι. Οι άνθρωποι του σπιτιού, αντί για χρήματα, του πρόσφεραν δύο κομμάτια άσπρο ψωμί. Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαν να δώσουν. Όμως ο μακάριος Γέροντας Αθανάσιος, δεν το κράτησε ούτε έβαλε μπουκιά στο στόμα του. Αναλογίστηκε τα πνευματικά του παιδιά. Θυμήθηκε δύο από αυτά που είχαν την μεγαλύτερη ανάγκη. Το ένα, ήταν η άρρωστη που αναφέραμε. Ξεκίνησε για το σπίτι της. Ο δρόμος μακρύς και, με τόσο χιόνι, εξαιρετικά δύσκολος. Αλλά, «ἡ ἀγάπη, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 5). Δεν λογαριάζει τίποτα! Ποιός ξέρει πόση ώρα, ή, μάλλον, πόσες ώρες, περπατούσε ο αείμνηστος Γέροντας Αθανάσιος μέσα στα χιόνια! Έφτασε στο σπίτι της κατάκοιτης που λαχτάρησε λίγο άσπρο ψωμί και πήγε κατευθείαν στο δωμάτιό της.
– Τί κάνεις, παιδί;
– Δεν μπορώ, πάτερ μου, δεν είμαι καλά!
Ο άνθρωπος του Αγίου Θεού, ο Γέροντας Πατέρας Αθανάσιος Χαμακιώτης, έβγαλε από τον κόρφο του το ένα κομμάτι άσπρο ψωμί.
– Παιδί, πήγα κι έκανα αγιασμό σ’ ένα σπίτι, μου έδωσαν λίγο ψωμί και σου το έφερα!
Η άρρωστη, έμεινε άναυδη. Άρχισε να κλαίει και, μέσα στους λυγμούς της, του διηγήθηκε τον «πειρασμό» που βίωσε πριν από λίγο. Ο Γέροντας, χαμογέλασε ικανοποιημένος.
– Είδες, παιδί, πόσο μας αγαπάει ο Θεός;
Ο ευλογημένος Γέροντας, κάθισε, της είπε λόγους παρηγοριάς, στήριξε το καταρρακωμένο της ηθικό και την ευλόγησε. Η ετοιμοθάνατη σιγά–σιγά συνήλθε, επέζησε και διηγείται με δάκρυα μέχρι σήμερα το περιστατικό αυτό.
Ο Πατέρας Αθανάσιος, όμως, δεν τελείωσε την αποστολή του. Συνέχισε μέσα στα χιόνια την πορεία του. Βλέπετε, είχε ακόμη και ένα ακόμη κομμάτι ψωμιού στον κόρφο του. Μια ακόμη φτωχή νέα κοπέλα, άρρωστη από αδενοπάθεια, πεινούσε και υπέφερε. Ο Γέροντας έφτασε και σ’αυτό το σπίτι. Πρόσφερε το δεύτερο ψωμί, παρηγόρησε και την εκεί άρρωστη κι έφυγε. Κατάκοπος, βρεγμένος, παγωμένος, πεινασμένος, μόνος, έφτασε πίσω στο αγαπημένο του Ησυχαστήριο στην Παναγία την «Νερατζιώτισσα». Ο μακρύς δρόμος της θυσιαστικής αγάπης του Πνευματικού Πατέρα, τουλάχιστον για εκείνη την μέρα, τελείωσε…
6) Όταν ο καιρός ήταν άσχημος κι έβρεχε ή χιόνιζε, πάλι η ακολουθία γινόταν στο κελλί. Έλεγε όμως στο νεωκόρο:
– Παιδί, χτύπα την καμπάνα.
– Μα, πατέρα, ποιος θα έρθει τώρα με τόσο άσχημο καιρό; Έξω χιονίζει…
– Παιδί, δεν θα έρθει κανένας, αλλά όταν χτυπήσει η καμπάνα, θα την ακούσουν και κάποιος χριστιανός θα σηκώσει το χέρι του να κάνει το σταυρό του!
Όταν ερχόταν η Μεγάλη Εβδομάδα με καλούσε και μου έλεγε:
– Παιδί, πρέπει να μαζέψουμε χρήματα για να πάρουμε λουλούδια και να στολίσουμε τον Χριστούλη μας, να μην τον αφήσουμε παραπονεμένο.
Κι εγώ έκανα έρανο. Μαζεύονταν πολλά χρήματα. Μια φορά συγκέντρωσα 700 δρχ. (ποσό πολύ μεγάλο για κείνη την εποχή). Ο Γέροντας είχε διπλή χαρά:
– Πω – πω παιδί! θα στολίσουμε τον Χριστούλη και θα δώσουμε και στους φτωχούς.
«Η μεγαλυτέρα δύναμις την οποίαν έχομεν διά να επαναφέρωμεν ψυχάς εις τον Θεόν, είναι η δύναμις της προσευχής. Και το υψηλότερον όπου ημπορεί τις να κάμη είναι να προσεύχεται. Όταν το άγιον Πνεύμα εγγίζη την καρδίαν ενός ανθρώπου, πάντοτε εμπνέει θερμήν αγάπην εις την καρδίαν του. Οδηγεί την ψυχήν να ανακαλύψη το μυστικόν ότι όλα πηγάζουν από την προσευχήν. Η υπηρεσία και η πράξις ό,τι είμεθα και ό,τι επιθυμούμεν να είμεθα, εξέρχονται από την συνάφειαν με τον Θεόν».
«Να προσεύχεσαι θερμά και να εμπιστευθής την υπόθεσίν σου εξολοκλήρου εις τον Κύριόν μας και να τον παρακαλέσης να σου χορηγήση τα καλά και τα συμφέροντα. Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να μένη μετέωρος… η ψυχή η παραδιδομένη εις τον Κύριον έχει να κερδίση τα μέγιστα, διότι ειρηνεύει, γαληνεύει, δύναται να προσεύχεται, έχει τον νουν διαυγή, την καρδίαν καθαράν και εαυτόν σχετικώς αμόλυντον… Η επιμονή και υπομονή διά την επιτυχίαν του θελήματος του Θεού, η εγκαρτέρησις εις την ιεράν προσευχήν θα φέρη τα καλύτερα αποτελέσματα απ’ ό,τι ημείς ζητούμεν προηγουμένως. Θα φέρη προπαντός την ειρήνην της ψυχής “ου χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον”. Έχετε ανάγκην μεγάλης προσοχής και εγκαρτερήσεως εν τη προσευχή. Αλλά διά να εισακουώμεθα, πρέπει να έχωμεν την μεγίστην των αρετών, την ταπείνωσιν, η οποία είναι η βάσις και το κορύφωμα πασών των αρετών. Επίσης εν τη προσευχή να λησμονονώμεν ει τι έχωμεν κατά τινος. Να ζητούμεν αγάπην , συγχώρησιν και μετάνοιαν διά τους διώκοντας ημάς, να αποφεύγωμεν την κατάκρισιν…»
Κοντά στην Νερατζιώτισσα ζούσε μια οικογένεια που ασχολείτο με την κτηνοτροφία. Τα αδέλφια ήταν αρκετά οξύθυμα. Θύμωναν, έβριζαν, αισχρολογούσαν, βλαστημούσαν. Ο Πατέρας Αθανάσιος κάποια μέρα αποφάσισε να επέμβει. Φώναξε τον έναν αδελφό και του μίλησε με πολύ καλοσύνη:
– Παιδί, εσείς Δόξα Τω Θεώ έχετε μια εργασία από την οποία ζείτε. Δεν είναι σωστό να τσακώνεστε έτσι και να βλαστημάτε. Γιατί το κάνετε αυτό, αφού είσαστε καλοί άνθρωποι…
Ο νεαρός ντράπηκε, έσκυψε το κεφάλι και ο Γέροντας συνέχισε:
– Έλα, έλα μέσα να σε φιλέψω κάτι.
Ο νεαρός πέρασε και ο Γέροντας τον κέρασε γλυκό. Του είπε λίγα λόγια ακόμη. Στο τέλος τον ξεπροβόδισε.
– Πήγαινε, παιδί, στο καλό και να μην το ξανακάνετε, έτσι;
– Πατέρας Αθανάσιε, σου δίνω το λόγο μου, ότι θα προσπαθήσω να μην ξαναγίνει. Και πράγματι τα αδέλφια ειρήνευσαν από κείνη τη μέρα.
Σε κάποια επίσκεψή μου του μιλούσα για τα βάσανά μου και τις στενοχώριες μου, παραπονιόμουν για τις δοκιμασίες που με είχαν βρει. Ο Γέροντας με άκουγε υπομονετικά. Αφού τέλειωσα κούνησε το κεφάλι και μου είπε: «Αχ, παιδί. Εσύ θέλεις να κάθεσαι σταυροπόδι και να πας και στον παράδεισο!».
«Ο Κύριός μας δεν θα μας αφήση να δοκομασθώμεν υπέρ την δύναμίν μας, αλλά θα μας δώση την δύναμιν να ανταπεξέλθωμεν και κατά την δοκιμασίαν αυτήν. Όσο μεγαλυτέρα είναι η δοκιμασία μας τόσον και τα βραβεία θα είναι μεγαλύτερα τα οποία ετοιμάζει ο Κύριος διά τους αγωνιζομένους».
«Η θεία Κοινωνία μας ενώνει με τον Κύριόν μας, καίει τα αγκάθια της ψυχής μας, δίδει υπομονήν και μας προετοιμάζει διά την βασιλείαν των ουρανών».
Κάποτε τον επισκέφθηκε ένας νέος που πήρε απόφαση να αυτοκτονήσει. Διαμείφθηκε ο εξής διάλογος:
– Τι σου συμβαίνει, παιδί;
– Έχω ένα μεγάλο πρόβλημα και αποφάσισα να τερματίσω τη ζωή μου.
– Ε! όχι παιδί, δεν είναι σωστό αυτό! Να δώσεις την ψυχή σου στον σατανά; Τι ακριβώς σου συμβαίνει;
– Είμαι τριάντα χρονών και αγαπώ μια κοπέλα. Η μητέρα μου αντιδρά. «Όχι, δεν είναι κατάλληλη για σένα». «Θα πάω να αυτοκτονήσω» της λέω. Κι αυτή μου απαντάει: «Καλύτερα να αυτοκτονήσεις παρά να την πάρεις!» Καταλαβαίνετε την κατάστασή μου.
– Άκουσε παιδί! Κατ’ εντολή δική μου, δηλαδή του Κυρίου, δεν θα ακούσεις την μητέρα σου, γιατί δεν έχει δίκιο. Να νυμφευθείς την κοπέλα. Πήγαινε να βγάλεις άδεια, να φέρεις τα στέφανα και ένα κερί ν’ ανάψουμε, τιποτ’ άλλο. Και θα ‘ρθειτε, αν γίνεται αύριο κιόλας, για να σας στεφανώσω εγώ!
Ο νέος του φίλησε πολλές φορές το χέρι. Τακτοποίησε τα χαρτιά του και ο Γέροντας τέλεσε το μυστήριο. Έκανε μάλιστα και πολύ καλή οικογένεια.
«Παιδιά, το ευχέλαιο, δεν αντικαθιστά την εξομολόγηση».
«Παιδί, η χριστιανική πίστη και ζωή είναι ευγένεια, ευγένεια, ευγένεια».
Κατά την ώρα της μετάληψης, αν οι γονείς έλεγαν στο παιδάκι, «έλα, θα πάρεις γλυκό, ή χρυσό δοντάκι», ο Γέροντας τους διόρθωνε: «Όχι παιδί, ο Χριστός είναι, το Χριστό θα πάρεις».
Η μητέρα μου τον επισκέφθηκε γιατί είχε πρόβλημα με τον αδελφό μου που αντιδρούσε σφόδρα για την Εκκλησία. Πήγε απελπισμένη στον Πατέρα Αθανάσιο. Με απλές κουβέντες την καθησύχασε.
– Παιδί, με τη βία δεν κερδίζεις τίποτα. Να μην τον πιέζεις και να μην τον στέλνεις με το ζόρι. Άφησέ τον ο ίδιος να αποφασίσει.
Κάποια μέρα άνοιξε στο Μαρούσι ένας κινηματογράφος. Ο Πατέρας Αθανάσιος στο κήρυγμά του μίλησε με σκληρά λόγια. Εγώ αντέδρασα. Πήγα αμέσως να τον συναντήσω.
– Πάτερ, γιατί να μην πάω στον κινηματογράφο;
Η απάντησή του έδειξε πόση διάκριση είχε.
– Παιδί, δεν σου λέω να μην πας. Να πας, αλλά θα το σκεφθείς και θα κάνεις επιλογή. Εγώ αυτά που είπα, τα είπα για τους ανθρώπους που δεν ξέρουν να κάνουν επιλογή και μπορεί να του βλάψει…
«Ο πιστός άνθρωπος έχει το Θεόν οδηγόν εις πάντα δρόμον, και δεν πλανάται ποτέ, ο δε υπερήφανος άπιστος και ματαιόφρων ακολουθεί τους ιδίους λογισμούς, και δεν ηξεύρει που υπάγει… Η πλάνη εισήχθη εις τον κόσμον πρώτον υπό του διαβόλου, έπειτα διά τας ατόπους επιθυμίας τούτου του κόσμου υπερίσχυσε και επλήθυνεν εις τους ανθρώπους τας κακοδοξίας και τας αιρέσεις».
«Παιδιά, εδώ κοντά άνοιξε ένα μαγαζί του διαβόλου. Να ‘χετε το νου σας. Μην σας παραπλανήσει και αρχίσετε να την επισκέπτεσθε, για να σας πει τον καφέ ή να σας ρίξει τα χαρτιά. Σας προειδοποιώ ότι όλ’ αυτά είναι εκ του πονηρού. Μακρυά απ’ αυτά».
Ο Γέροντας εξομολογούσε κάτω από το πεύκο. Το δέντρο περιέργως, χωρίς αιτία, είχε αρχίσει να ξεραίνεται από κάποια άκρη του.
Τον ρώτησε κάποιος:
– Πάτερ, τι έπαθε το πεύκο και ξεραίνεται;
– Τόσες πολλές και μεγάλες αμαρτίες που έχει ακούσει, πώς να μην ξεραίνεται; «Πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει…».
Συνιστούσε το ψαλτήριο του Δαβίδ. Έλεγε σε νέα παιδιά: «Παιδιά, να διαβάζετε το ψαλτηράκι. Όχι να ζητάτε παραμυθάκια. Να διαβάζετε ψαλτηράκι. Έστω ένα ψαλμό την ημέρα».
Ζούσε στο Μαρούσι μια φτωχή οικογένεια, που δοκιμάστηκε από αλλεπάλληλες συμφορές. Εκείνη την περίοδο είχε μείνει μόνον η χήρα μητέρα, μ’ ένα γιο, νέο παλικάρι γύρω στα τριάντα χρόνια. Το παιδί αυτό ήταν η μόνη ανθρώπινη παρηγοριά για τη φτωχή και άρρωστη μητέρα. Οικονομικά βρίσκονταν σε πολύ κακή κατάσταση. Δυστυχώς μια νέα συμφορά ήρθε να χτυπήσει το φτωχό αυτό σπίτι. Ο γιος βρέθηκε σε μια παρέα. Ξεκίνησε κάποια διαφωνία, οι εγωισμοί και τα νεύρα τεντώθηκαν και το κακό δεν άργησε να γίνει. Το νέο παληκάρι, πάνω στη συμπλοκή σκοτώθηκε. Ο δράστης συνελήφθη και κλείστηκε στη φυλακή.
Ο πόνος για τη χαροκαμένη μάνα αβάσταχτος. Ξαφνικά έμεινε μόνη, χωρίς καμιά ανθρώπινη παρουσία. Σε λίγο πήρε το δρόμο για τη Νερατζιώτισσα, να αποθέσει το δράμα της στον Πατέρα Αθανάσιο. Ο Γέροντας συμμάζεψε τον πόνο της. Έκλαψε μαζί της. Στάλαξε το βάλσαμο της ουράνιας παρηγοριάς. Και προχώρησε πιο πέρα. Έμεινε για λίγο σκεφτικός. Πόνεσε όχι μόνον το θύμα, αλλά και το θύτη που βρισκόταν στη φυλακή. Θυμήθηκε το «εν φυλακη ήμην, και ήλθετε προς με», τον Άγιο Διονύσιο Ζακύνθου που συγχώρεσε το φονιά του αδελφού του. Και πρότεινε αυτό το δρόμο των Αγίων στην πονεμένη μάνα. Της ζήτησε όχι μόνο να συγχωρήσει τον εγκληματία, αλλά και κάτι ακόμη παραπάνω,
– Παιδί, σκέψου και αυτό τον άνθρωπο τώρα εκεί που βρίσκεται στη φυλακή. Θα υποφέρει από τύψεις συνειδήσεως, θα κρυώνει, θα πεινάει. Ο Χριστός μας έδωσε εντολή να συγχωρούμε τους εχθρούς μας. Γι’αυτό και συ να του πλέξεις μόνη σου μια φανέλα, να του πάρεις και λίγα τρόφιμα και να του τα πας στη φυλακή.
Η απλή αυτή γυναίκα, που δεν ήξερε να διαβάσει, που δεν γνώριζε «θεολογία», αλλά ζούσε στην πράξη την εκκλησιαστική ζωή, δεν αντέδρασε. Έκανε υπακοή στο Γέροντα. Γύρισε σπίτι και με τα ίδια της τα χέρια έπλεξε φανέλα. Όταν την ετοίμασε αγόρασε από το υστέρημά της τρόφιμα, γλυκά κλπ. τα έβαλε σε μια μεγάλη τσάντα και ξεκίνησε για τη φυλακή. Ζήτησε τον άνθρωπο αυτόν και όταν εκείνος ήλθε, αντίκρυσε έκπληκτος το πρόσωπο της μάνας, που σήκωσε ένα τόσο βαρύ σταυρό. Του παρέδωσε με καλοσύνη την τσάντα και γύρισε αναπαυμένη.
«Γυμνός εξήλθον και γυμνός απελεύσομαι και είμαι γι’ αυτό ευχαριστημένος».
Τα χρήματα δεν ήθελε ούτε να τα αγγίζει. «Αυτά σταύρωσαν τον Χριστό» έλεγε συχνά.
Ήταν εχθρός της φιλαργυρίας, αλλά και της τσιγκουνιάς, της απληστίας, της σπατάλης, της πολυτέλειας. Κάποτε που βρέθηκε σ’ ένα νεκροταφείο, είδε ένα πολυτελέστατο μνήμα. Λυπήθηκε για την άσκοπη σπατάλη και μονολόγησε: «Σ’αυτό το μνήμα χορεύουν οι δαίμονες».
Κάποια πολυμελής οικογένεια έφτασε σε έσχατη ένδεια. Ο Γέροντας αγαπούσε πολύ τα παιδιά. Δεν του είπαν τίποτα. Όταν το έμαθε λυπήθηκε αφάνταστα, κάλεσε το ένα από τα παιδιά και του είπε με παράπονο: «Παιδί, γιατί δεν μου το είπες; Δεν έχω πολλά κι εγώ, αλλά ένα γιαουρτάκι μπορώ να σας το πάρω». Από τότε αυτό το σπίτι μπήκε υπό την προστασία του.
«Τι φοβούνται οι άγιοι; Την επιτυχίαν εις το έργο των η οποία δύναται να προκαλέσει τους επαίνους. Εν συμπεράσματι: Εκείνη η ψυχή είναι περισσότερον αγία, η οποία προσπαθεί περισσότερον να κρύπτεται».
«Δίνε για να σου δίνει ο Θεός».
«Παιδί, ξέρεις τι γίνεται με την ελεημοσύνη; Δίνει ο κόσμος κουρελόχαρτα και αγοράζει Παράδεισο!».
«Η ταπείνωση είναι το βάθρο πάνω στο οποίο πατάμε για να ανεβούμε στην κλίμακα των υπολοίπων αρετών και έτσι να οικοδομήσουμε τον οίκο της ψυχής μας. Την ταπείνωση τρέμει ο διάβολος. Όποιος την αποκτήσει θα βαδίζει με ασφάλεια, γιατί τον προφυλάσσει η χάρη του Θεού».
«Να λες τους χαιρετισμούς της Παναγίας στο δρόμο, και το “Θεοτόκε Παρθένε”, δεν θα το αφήνεις από το στόμα σου».
«Μόνο μια φροντίδα και έννοια χρειάζεται να έχουμε: Τη δόξα του Θεού. Και γι’ αυτό θα πρέπει να αγωνιζόμαστε συνεχώς. Τις δικές μας φιλοδοξίες πρέπει να τις καταπατούμε».
Άπολυτίκιον
Ἦχος δ´. Ταχύ προκατάλαβε.
Τῆς Λαύρας τό καύχημα Ἀμαρουσίου φρουρόν, ποιμένα κοσμήσαντα Φανερωμένης Μονήν, πιστοί, Ἀθανάσιον, δεῦτε ἐν εὐλαβείᾳ, εὐφημήσωμεν ὕμνοις, ἴασιν νοσημάτων ἐξαιτούμενοι πίστει· οὖτος γάρ ἀνεδείχθη δοχεῖον τῆς χάριτος.
![]()
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ ἐν Ἀμαρουσίῳ καί Ροδοπόλει ἀσκήσας (1891-†1967)
Σέ κάθε ἐποχή, ἐπειδή «ὁ Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13, 8), ὁ Κύριος ἀναδεικνύει Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ζοῦν καί κινοῦνται ἀνάμεσά μας, παρηγορώντας τόν λαό Του καί στηρίζοντας μέ τίς εὐχές τους τήν οἰκουμένη. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, «πλήρης χάριτος καί ἀληθείας» (Ἰω. 1, 14-15) ἦταν καί ὁ Ἱερομόναχος Ἀθανάσιος Χαμακιώτης, ὁ Γέροντας τῆς Νερατζιωτίσσης (1891-1967). Ἄνθρωπος μέ σπάνια πνευματικά χαρίσματα. Πλημμυρισμένος ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Στολισμένος μέ ὅλες τίς ἅγιες ἀρετές. Πρᾶος, ταπεινός, σεμνός, εἰρηνικός, ὑπομονετικός. Γνήσιος ποιμένας καί Πνευματικός πατέρας. Ἀληθινός ἀγωνιστής μέ πανθομολογουμένη ἁγία βιωτή. Γεννήθηκε τό 1891 σ’ ἕνα μικρό χωριό τῆς ἐπαρχίας Καλαβρύτων, τήν Τουρλάδα. Γόνος πτωχῆς ἀλλ’ εὐσεβοῦς πολυτέκνου οἰκογενείας, ἀπό μικρός ἀγάπησε τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του. Τοῦ ἄρεσε ἀπό τήν παιδική του ἡλικία νά ἐπισκέπτεται τά διάσπαρτα ἐξωκκλήσια τοῦ χωριοῦ του, ν’ ἀνάβει τά καντήλια καί νά προσεύχεται. Οἱ συγχωριανοί του τοῦ ἔλεγαν πώς θά γίνει παπάς καί συνεβούλευαν τά παιδιά τους νά μοιάσουν στόν Γιῶργο, μετέπειτα Ἱερομόναχο Ἀθανάσιο. Στίς 20 Ἰουλίου τοῦ 1906 ἄφησε τό χωριό του καί μέ τήν συγκατάθεση τῶν γονιῶν του ἀφιερώθηκε στό φημισμένο Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Λαύρας. Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1913 ἐκάρη Μοναχός λαμβάνοντας τό ὄνομα Ἀθανάσιος. Οἱ μοναχικές ὑποσχέσεις, πού ἔδωσε κατά τήν κατανυκτική στιγμή τῆς κουρᾶς του, γιά ὑπακοή, παρθενία καί ἀκτημοσύνη συνοδεύονταν καί ἀπό τήν σταθερή ἀπόφασή του, νά σηκώσει μέ προθυμία τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ γιά τήν ἀγάπη Του καί τήν διακονία τῶν ἀνθρώπων. Τό 1916 ὁ Μητροπολίτης Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας Τιμόθεος, τόν χειροτόνησε διάκονο καί τήν ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τό 1926, σέ ἡλικία 30 ἐτῶν, τόν χειροτόνησε πρεσβύτερο. Χωρίς νά μειώσει καθόλου τόν πνευματικό του ἀγῶνα, γιά δέκα ὁλόκληρα χρόνια ἐπιτελεῖ τά ἱερατικά του καθήκοντα, προσφέροντας παράλληλα καί τίς ὑπηρεσίες του ὡς ἡγουμενοσυμβούλου τῆς Μονῆς. Στίς 18 Ἰανουαρίου τοῦ 1930 χειροθετεῖται Πνευματικός, λαμβάνοντας καί τό καθιερωμένο «Ἐνταλτήριον Γράμμα». Ὡς ἐξομολόγος ἦταν ταυτόχρονα καί παιδαγωγός, φωτισμένος ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Δεχόταν τούς πιστούς μέ καλοσύνη, ἀγάπη καί ἠρεμία. Τούς ἄκουγε μέ προσοχή καί τούς ἐνθάρρυνε νά ἀποκαλύψουν ὅλα ὅσα τούς βάρυναν. Τούς νουθετοῦσε μέ ὑπομονή καί τούς στήριζε στόν πνευματικό τους ἀγῶνα. Ποτέ δέν ἐπικαλέσθηκε τήν κούρασή του, τό προχωρημένο τῆς ὥρας ἤ τό πλῆθος ἐκείνων πού ἀνέμεναν τήν σειρά τους νά ἐξομολογηθοῦν. «Συνδύαζε ὁ Γέροντας τό γλυκύ μέ τό αὐστηρό, τό ταπεινό μέ τό ἡγεμονικό, τό μοναχικό μέ τό κοινωνικό, τήν ἁπλότητα μέ τήν σοφία. Κοντά του ἔνιωθες ἄνετα, ἀλλά συγχρόνως ἡ παρουσία του ἦταν μιά ζῶσα ἐπιταγή νά ἀνέβεις ψηλά, προκειμένου νά τόν συναντήσεις. Ὑπῆρξε ὁ αὐστηρός εἰς τόν ἑαυτό του ἱερομόναχος πού συνάμα λειτουργοῦσε ὡς στοργικός πατέρας». Ἀνάμεσα στούς ἐξομολογουμένους περιλαμβάνονταν σημαντικές προσωπικότητες τῶν γραμμάτων, τῆς πολιτικῆς, τοῦ Ἱεροῦ κλήρου, καθώς καί φημισμένοι Γέροντες, ὅπως οἱ Φιλόθεος Ζερβάκος, Ἀμφιλόχιος Μακρῆς κ.ἄ, ἀλλά καί κάποιοι Μητροπολίτες. Ἔπειτα ἀπό εἴκοσι πέντε χρόνια διακονίας στή Μονή τῆς μετανοίας του, στήν Ἁγία Λαύρα, ἀναγκάζεται γιά λόγους ὑγείας (προσεβλήθη ἀπό πλευρίτιδα) νά ἔλθει στήν Ἀθήνα, ἀναζητώντας καλύτερο κλίμα. Γιά μερικούς μῆνες προσφέρει τίς ὑπηρεσίες του στό Ναό τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος, μετόχι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας, στόν Βύρωνα. Ἐδῶ γνωρίζεται μέ τόν Γέροντα Ἱερώνυμο, μέ τόν ὁποῖο συνδέεται πνευματικά. Τό Φεβρουάριο τοῦ 1933, τοποθετεῖται στό Βιλλιαρί, κοντά στήν Μάνδρα Ἀττικῆς στόν Ἱερό Ναό Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ὅπου ὑπηρετεῖ γιά τρία χρόνια. Ἔχοντας πιά θεραπευθεῖ ἀπό τήν βρογχοπνευμονία, ἐπιδόθηκε μέ ἔνθεο ζῆλο στά λειτουργικά, κηρυκτικά καί ἐξομολογητικά του καθήκοντα. Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1936, ὁ τότε Μητροπολίτης Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Ἰάκωβος τόν τοποθετεῖ ὡς ἐφημέριο στό μικρό ἐκκλησάκι τῆς Παναγίας Νερατζιωτίσσης τοῦ Ἀμαρουσίου, χτισμένο στά τέλη τοῦ 16ου αἰῶνος, τό ὁποῖο ἀνήκει στό Ταμεῖο Ἀσφαλίσεως Κληρικῶν Ἑλλάδος. Ἐκεῖ ὑπηρετεῖ ἐπί εἴκοσι ἑπτά συνεχῆ ἔτη. Mέ τήν τοποθέτησή του στή Νερατζιώτισσα ἀρχίζει ἡ πιό δημιουργική περίοδος τῆς ζωῆς τοῦ Γέροντος Ἀθανασίου. Τελοῦσε μέ εὐλάβεια ὅλες τίς Ἀκολουθίες καί πολύ συχνά τήν Θεία Λειτουργία. Δέν παρέλειπε νά προσεύχεται ἐκτενῶς καί στό κελί του, ἕνα μικρό χῶρο δίπλα στό Παρεκκλήσιο. Νά μελετᾶ τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Πατέρες. Νά νηστεύει καί νά ἀγρυπνεῖ. Νά φροντίζει μέ τήν βοήθεια τῶν πιστῶν γιά τήν εὐπρέπεια τοῦ Ναοῦ καί τοῦ περιβάλλοντος χώρου. Ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια ἔδειχνε γιά τή σωστή προετοιμασία τῆς πανηγύρεως, ἡ ὁποία ἐτελεῖτο κάθε χρόνο στίς 8 Σεπτεμβρίου, μνήμη τοῦ Γενεθλίου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, στό ὁποῖο εἶναι ἀφιερωμένη ἡ Νερατζιώτισσα. Βίωνε «ψυχῇ τε καί καρδίᾳ» καί μετέδιδε στούς πιστούς τά βιώματά του, τόσο κατά τίς μυσταγωγικές Ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ὅσο καί κατά τήν νύκτα τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως. Ἐπίκεντρο τῆς ζωῆς του εἶναι τώρα ἡ Θεία Λειτουργία. Αὐτή «ὑπῆρξεν ἡ σκέψις του, ἡ ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς του, τό εἶναι του, ὑπῆρξε τό πᾶν δι΄αὐτόν… Μεταρσιώνετο κυριολεκτικά ὅταν λειτουργοῦσε». Προηγουμένως ἔκανε τήν ἀπαιτούμενη προετοιμασία μέ μελέτη, νηστεία καί προσευχή. Στήν Προσκομιδή διάβαζε ἀμέτρητα ὀνόματα ζώντων καί τεθνεώτων. Τελοῦσε τήν Θεία Λειτουργία κατανυκτικά, σύντομα, χωρίς ὅμως νά παραλείπεται τίποτα. Ὁ ἵδιος γεμάτος ἱεροπρέπεια, εὐλάβεια καί φόβο Θεοῦ, μέ ταπεινό βλέμμα ἔδινε σέ ὅλα τόν τόνο, ἐνῶ ἡ φωνή του «φαινόταν ἡ πιό ὡραία τοῦ κόσμου…γιατί ἦταν ἡ φωνή πού ἔβγαινε ἀπό καρδιά πού ἀγαποῦσε πολύ τόν Χριστό». Ἔχοντας ἐμπνεύσει στούς ἐκκλησιαζομένους τήν τάξη, τήν εὐπρέπεια καί τήν εὐλαβική συμμετοχή, τούς δίδασκε ὅτι δέν πρέπει ποτέ νά χάνει κανείς τή Θεία Λειτουργία «γιά ἐκδρομή, ταξίδι, ἐργασία, μαθήματα κ.λπ. Δέν τό δεχόταν μέ τίποτα καί ἦταν ἀπόλυτος». Ὡς ἔμπειρος πνευματικός, ἀληθινός ποιμένας λογικῶν προβάτων, τά ὁδηγοῦσε στή γνήσια θεογνωσία, τήν στενή καί τεθλιμμένη πύλη, τήν ὁδό πού ὁδηγεῖ στήν μετάνοια καί σωτηρία. Πρώτιστο μέλημα τῆς ποιμαντικῆς του ἀποστολῆς θεωροῦσε τό νά πλησιάζει, νά στηρίζει καί νά φέρνει στό δρόμο τοῦ Θεοῦ ὅσους εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία ἤ τούς ταλαιπωροῦσε ἡ ἀμφιβολία τῆς πίστεως, ἡ ἄρνηση, ἡ αἵρεση, ἡ ἀδιαφορία, ἡ ἁμαρτία. Νοιάζονταν γιά ὅλους αὐτούς ἀλλά καί γιά ἐκείνους πού ἐκκλησιάζονταν τακτικά καί ἐξομολογοῦνταν στό πετραχήλι του. Ὁ λόγος του ἦταν ἀπαύγασμα τῆς ἀρετῆς του καί ἐπιδροῦσε ἄμεσα στούς ἀκροατές. Ἤξεραν ὅλοι ὅτι ἐφάρμοζε στήν ζωή του τό «ὁ ποιήσας καί διδάξας». Ἔτσι, ἄν τούς μιλοῦσε γιά ἐλεημοσύνη, γνώριζαν πόσο αὐτός πρῶτος ἐλεοῦσε. Ἄν τούς ἔλεγε γιά μετάνοια, κανείς δέν ἀμφέβαλε ὅτι ὁ ἴδιος ἀγωνιζόταν διά βίου νά ζεῖ ἐν μετανοίᾳ. Ἄν τούς παρότρυνε νά νηστεύουν, νά προσεύχονται, νά κοινωνοῦν, τόν ἔβλεπαν καί κατανοοῦσαν ὅτι ὁ ἴδιος πρῶτος μετέχει σ’αὐτά. Πλήν τῶν ἄλλων ἀρετῶν του, ὑπῆρξε ἄνθρωπος προσευχῆς. Χωρίς αὐτή δέν θά μποροῦσε νά εἶναι ὑπόδειγμα βίου καί ἱερουργός τῶν Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Εἶχε διαρκῶς στά χείλη καί τήν καρδιά του εἴτε τήν μονολόγιστη εὐχή τοῦ Ἰησοῦ εἴτε τό «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου δόξα σοι». Αὐτό δίδασκε νά κάνουν καί τά πνευματικά του τέκνα λέγοντας ὅτι ἡ προσευχή εἶναι το καταφύγιο τοῦ χριστιανοῦ. Τόνιζε ὅτι προϋπόθεση γιά νά εἰσακούονται οἱ προσευχές μας εἶναι ἡ ταπείνωση, ἡ μεγίστη τῶν ἀρετῶν, ἡ βάση καί τό κορύφωμά τους. Ὑπῆρξε, ὅμως, καί ἄνθρωπος τῶν καλῶν ἔργων. Ἐνδιαφερόταν ζωηρά καί ἔμπρακτα γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν βιοτικῶν προβλημάτων κάθε προσώπου πού τόν πλησίαζε, σε ἐποχή πού ὑπῆρχαν πολλές δυσκολίες καί προβλήματα. Μεριμνοῦσε ἰδιαίτερα μέ διάκριση γιά τούς νέους καί τίς νέες, βοηθώντας τους νά βροῦν ἐργασία, νά μάθουν μιά τέχνη, νά σπουδάσουν. Δέν ὑπολόγιζε τόν ἑαυτό του, προκειμένου νά φανεῖ χρήσιμος στούς ἄλλους. Τό κύριο γνώρισμα τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς ἦταν ἡ λιτότητα. Οὐδέποτε στή ζωή του ἐπεθύμησε ἤ ἐπεδίωξε νά ἀποκτήσει τίποτα, πέρα ἀπό τά ἀπολύτως στοιχειώδη. Συχνά προσευχόταν «Κύριε, ἀπάλλαξέ με ἀπό τήν ὄρεξιν τοῦ πλουτισμοῦ. Ἀποδίωξε ἀπ’ ἐμοῦ τήν φλογεράν δίψαν τῆς φιλαργυρίας». Ἔτσι, ἐνῶ κοιμᾶμαι φτωχός, ὅπως ἔλεγε, ξυπνῶ πλούσιος. Ἡ ἁγάπη πρός τό ποίμνιό του δέν εἶχε ὅρια, ἀλλά πάντοτε μέ μεγάλη διακριτικότητα. Ἤθελε νά εἶναι βέβαιος ὅτι βοηθοῦσε τούς ἔχοντες πραγματική ἀνάγκη. Ὅμως, ὄχι σπάνια «ἡ καλοσύνη του ὑπερίσχυε τῆς λογικῆς» καί μερικοί ἐπιτήδειοι κατάφερναν νά ἐκμεταλλεύονται τήν ἄδολη ἀγάπη του. Ἐπεστράτευε ὅσους ἀπό τά πνευματικά του τέκνα μποροῦσαν νά βοηθήσουν μέ ποικίλους τρόπους. Νά προσφέρουν χρήματα ἤ τρόφιμα ἤ ὅ,τι ἄλλο μποροῦσαν, νά τά μεταφέρουν στούς ἐμπερίστατους, νά ἐπισκέπτονται ἀρρώστους ἤ φυλακισμένους, νά ἀνακαλύπτουν ἐγκαταλελειμμένους γέροντες φτωχούς. Τό καθῆκον τῆς φιλοξενίας δίδασκε ὄχι μόνο μέ τό παράδειγμα, ἀλλά καί μέ τήν νουθεσία σέ ὅλα τά πνευματικά του παιδιά, ἐνῶ μία ἀπό τίς τελευταῖες ὑποθῆκες του πρός τίς μοναχές τοῦ Ἡσυχαστηρίου πού ἵδρυσε ἦταν ἡ ἄσκηση τῆς φιλοξενίας. Σέ ἡλικία 65 ἐτῶν, τό 1956, θέλησε νά ἱκανοποιήσει μία παλαιά ἐπιθυμία του. Παρεκάλεσε τόν φίλο του Ἀρχιμανδρίτη π. Φιλόθεο Ζερβάκο, ἡγούμενο τῆς Μονῆς Λογγοβάρδας Πάρου, νά τελέσει τήν κουρά του σέ μεγαλόσχημο μοναχό. Ἡ Ἀκολουθία ἐτελέσθη στόν Ἱερό Ναό τῆς Παναγίας Νερατζιωτίσσης καί ὁ π. Ἀθανάσιος «χάρηκε ἀφάνταστα γιά τήν μοναχική αὐτή ἀναβάθμιση». Ἡ μετά τό 1958 γρήγορη ἀνοικοδόμηση τῆς περιοχῆς ἀνάγκασε τόν Γέροντα νά ἀναζητήσει νέο τόπο ἡσυχίας. Ὕστερα ἀπό ἀναζήτηση ὀκτώ ἐτῶν καί ἐμφάνιση τοῦ Ἁγίου ἀρχιδιακόνου Λαυρεντίου, ἀγόρασαν ἀπό ὁμάδα παλαιοημερολογιτῶν μικρό Ναό μέ δύο κελιά στήν Ροδόπολη Σταμάτας καί τό 1961 νομότυπα συνέστησε Ἡσυχαστήριο, στό ὁποῖο ἐγκατέστησε στήν συνέχεια τήν πρώτη ἡγουμένη Μακρίνα μέ τήν συνοδεία της. Ἀμέσως ἄρχισε ἡ ἀνοικοδόμηση νέου Ναοῦ, τοῦ Καθολικοῦ, πρός τιμήν τῆς Παναγίας Φανερωμένης. Τό Σεπτέμβριο τοῦ 1963, ὁ Γέροντας ἔχοντας βρεῖ κατάλληλο ἀντικαταστάτη ἐφημέριο τελεῖ τήν τελευταία του Θεία Λειτουργία στή Νερατζιώτισσα καί ἀποχαιρετᾶ μέ δάκρυα τό ἀγαπημένο του ποίμνιο. Ἔτσι ξεκινᾶ τό τελευταῖο ἡσυχαστικό στάδιο τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, στό Ἡσυχαστήριο. Ἀπό τά τέλη τοῦ 1966 ὁ π. Ἀθανάσιος ἄρχισε νά ἔχει θεῖα μηνύματα ὅτι ἐγγίζει τό ἐπίγειο τέλος του. Ὄντας ἤδη 86 ἐτῶν, οἱ σωματικές του δυνάμεις ἄρχισαν νά τόν ἐγκαταλείπουν. Ὑπέφερε πολλά χρόνια ἀπό διάφορες ἀσθένειες, οὐδέποτε ὅμως παραπονιόταν. Στίς ἀρχές Μαῒου 1967, ἔχοντας μέ τό προορατικό του χάρισμα τήν πληροφορία ὅτι τό τέλος ἐγγίζει, ζήτησε νά δεῖ «πρῶτα τόν Πνευματικό καί μετά τόν γιατρό». Στίς 22 Μαῒου 1967, ἔχοντας προσβληθεῖ ἀπό τήν νόσο τοῦ Πάρκινσον καί οὐρολοίμωξη, εἰσάγεται στόν «Εὐαγγελισμό». Τό νέο μαθαίνεται γρήγορα καί πολλοί τόν ἐπισκέπτονται ζητώντας τήν εὐλογία του. Τούς δέχεται ὅλους, τούς νουθετεῖ καί τούς εὐλογεῖ. Ὑπόσχεται στίς μοναχές του πώς, ἄν βρεῖ παρρησία στό Θεό, «θά πρεσβεύει πολύ γιά τό μοναστηράκι καί δέν θά τούς λείψει τίποτα». Τά ξημερώματα τῆς 17ης Αὐγούστου 1967, παρέδωσε τήν Ἁγία ψυχή του ἀπό πνευμονικό οἴδημα. Τό σκήνωμά του ἐξετέθη σέ λαϊκό προσκύνημα στό Ἡσυχαστήριο τῆς Παναγίας Φανερωμένης στή Ροδόπολη. Τό βράδυ τῆς 18ης Αὐγούστου, ἐτελέσθη Ἀγρυπνία καί ἐν συνεχείᾳ ἐψάλη ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία, στήν ὁποία προέστησαν οἱ Μητροπολίτες Ἀττικῆς Ἰάκωβος, Πειραιῶς Χρυσόστομος καί Ὕδρας Ἱερόθεος, μέ τήν συμμετοχή δεκάδων πρεσβυτέρων καί διακόνων καθώς καί πλήθους πιστῶν. Τό σκήνωμά του «ζεστό καί εὔκαμπτο» μετά ἀπό τόσες ὧρες, ἐναποτέθηκε στόν τάφο δίπλα στό Καθολικό τοῦ Ἡσυχαστηρίου. Στίς 23 Ὀκτωβρίου 2014, 47 χρόνια μετά τήν ὁσιακή κοίμησή του, ὁ Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας κ. Κύριλλος τέλεσε τή Θεία Λειτουργία στό Καθολικό τοῦ Ἡσυχαστηρίου, συμπαραστατούμενος ἀπό τόν Σεβ. Μητροπολίτη Ἀργολίδος κ. Νεκτάριο καί τόν Θεοφιλέστατο Ἐπίσκοπο Ἐπιδαύρου κ. Καλλίνικο. Μετά τήν Θεία Λειτουργία ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου Γέροντος. Μέ πολύ συγκίνηση ὁ Σεβασμιώτατος κ. Κύριλλος πῆρε στά χέρια του τήν τιμία κάρα καί εὐλόγησε τούς παρισταμένους. Τά ἱερά λείψανα ἑτοιμάστηκαν ἀπό τούς Πατέρες καί μετεφέρθησαν στό Καθολικό καί ἐν συνεχείᾳ στό κελί τοῦ Γέροντα. Ὕστερα ἀπό λίγες ὧρες ἔγινε αἰσθητή ἡ παρουσία του. Μιά γλυκειά εὐωδία πλυμμύρισε τό κελί του καί ὅλο τό χῶρο τοῦ Ἡσυχαστηρίου. Αὐτή ἡ ἔντονη εὐωδία ἐξακολουθεῖ νά ἐμφανίζεται ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν μέχρι σήμερα, ὅπως πολλοί κληρικοί καί λαϊκοί βεβαιώνουν. Δέν ἀπομένει πλέον παρά ἡ ἐπίσημη ἁγιοκατάταξή του. Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Κηφισίας, Ἀμαρουσίου καί Ὠρωποῦ, μέ ἀφορμή τά πενήντα χρόνια ἀπό τήν ὁσιακή κοίμηση τοῡ Γέροντος τῆς Νερατζιωτίσσης, ἀφιέρωσε εὐλαβικά τό ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ τσέπης 2017, στόν Ἱερομόναχο Ἀθανάσιο Χαμακιώτη, μέ τήν εὐχή ὁ ἅγιος Γέροντας νά πρεσβεύει καί νά μεσιτεύει στόν Κύριό μας καί στήν Παναγία Μητέρα Του γιά τό Ἡσυχαστήριο, τόν κλῆρο καί τόν λαό τῆς Μητροπόλεώς μας. Ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὑπό τήν προεδρία τῆς Αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κυρίου Βαρθολομαίου, κατά τήν Συνεδρία τῆς 16ης Νοεμβρίου 2023, ἀποφάσισε τήν κατάταξη ἐν τῷ Ἁγιολογίῳ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Ἱερομονάχου Ἀθανασίου (Χαμακιώτου), ἱδρυτοῦ τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Παναγίας Φανερωμένης Ροδοπόλεως Ἀττικῆς καί ἐφημερίου ἐπί πολλά ἔτη τοῦ ἱστορικοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Παναγίας Νεραντζιωτίσσης Ἀμαρουσίου. Ἡ Ἱερά Μητρόπολίς μας ἀγάλλεται καί χαίρει εἰς τήν ἀκοήν τῆς ἀνωτέρω Ἀποφάσεως τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ὁ ἑορτασμός τῆς μνήμης αὐτοῦ ὁρίστηκε τήν 17ην Αὐγούστου ἑκάστου ἔτους, ἡμέρα τῆς ὁσιακῆς του κοιμήσεως, καί τήν 23ην Ὀκτωβρίου, ἡμέρα τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν αὐτοῦ λειψάνων.
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ ἐν Ἀμαρουσίῳ καί Ροδοπόλει ἀσκήσας (imkifissias.gr) |
ΠΗΓΕΣ-ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
Το βιβλίο που έγραψε ο Αρχιμανδρίτης Νεκτάριος Αντωνόπουλος (νυν Μητροπολίτης Αργολίδος), «Ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης». Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ακρίτας.