+ π. Δανιήλ Γούβαλης
ΑΖΑΗΛ – ΙΟΥ – ΕΛΙΣΣΑΙΟΣ
(Γ’ Βασιλ. 19, 15-17)
Οι Ισραηλίτες εποίησαν το πονηρόν και παρέδωκεν αυτούς ο Κύριος
εις τας χείρας του Αζαήλ και επάταξεν αυτούς Αζαήλ
Είθε, σε δύσκολες εποχές που έθνη χριστιανικά απειλούνται από άλλων ειδών δυναστείες, που λαοί ευσεβείς τυραννούνται από ασεβείς άρχοντες, να στείλη ο Κύριος κάποιους σαν τον αγιασμένο Ελισσαίο και σαν τον αδίστακτο Αζαήλ και σαν τον σκληρό Ιού να περάσουν την ασέβεια εν στόματι ρομφαίας και να πατάξουν εν δυνάμει τον Βάαλ, τον κάθε σκοτεινό Βάαλ που έρχεται να σβήση το φως του Θεού.
Τα τρία αυτά ονόματα σχετίζονται με κάποια εντολή του Θεού προς τον προφήτη Ηλία.
Ο ζηλωτής αυτός προφήτης περνούσε μεγάλο ψυχικό μαρτύριο βλέποντας τον Αχαάβ και την Ιεζάβελ, τους βασιλείς του βορείου κράτους, του Ισραήλ, να εδραιώνουν την λατρεία του Βάαλ και της Αστάρτης και να διαφθείρουν την πίστι του Ισραηλιτικού λαού. Η νέα αυτή ειδωλολατρεία προέβλεπε και διάπραξι ανηθικοτήτων μέσα στα άλση. Τα όργια εθεωρούντο πράξεις αρεστές στην Αστάρτη!
Συγχρόνως η μανία των ασεβών βασιλέων είχε ξεσπάσει εναντίον των προφητικών κύκλων, εναντίον των «υιών των προφητών» (Στα χρόνια εκείνα τόσο ο προφήτης Ηλίας, όσο και ο προφήτης Ελισσαίος αργότερα είχαν αναπτύξει γύρω τους αξιόλογη θρησκευτική κίνησι. Οι ευσεβείς Ισραηλίτες αυτών των κινήσεων ωνομάζονταν «υιοί των προφητών» δηλαδή «μαθηταί των προφητών». Τέτοιες κινήσεις συναντούμε και σε προγενέστερες εποχές, π.χ. στα χρόνια του Σαμουήλ). Ο ασεβείς βασιλείς βουλήθηκαν να εξαφανίσουν εντελώς τούς μαθητές των προφητών, ενώ παράλληλα γέμιζαν την χώρα με ψευδοπροφήτες του Βάαλ. Επί πλέον όπου υπήρχε θυσιαστήριο ή Ιερός χώρος αφιερωμένος στην λατρεία του Κυρίου, καταστρεφόταν.
Ένα ολόκληρο κράτος, ένας ολόκληρος λαός δια της βίας διαφθειρόταν ημέρα με την ημέρα. Η πολιτική εξουσία, δηλαδή τα ανάκτορα αποχρωμάτιζαν εντελώς τον Ισραηλιτικό λαό.
Εκείνος που προέβαλε αντίστασι σ’ αυτό το θρησκευτικό και ηθικό κατρακύλισμα ήταν ο πύρινος προφήτης Ηλίας. Εμείς τώρα δεν έχουμε πρόθεσι να περιγράψουμε την δράσι του. Θα περιορισθούμε μόνο σε ό,τι σχετίζεται με τον Αζαήλ, τον Ιού και τον Ελισσαίο.
Ο Ηλίας καταδιωγμένος από την Ιεζάβελ φθάνει στο Σινά, και εκεί σε μια σπηλιά του Ιερού όρους Χωρήβ αξιώνεται μεγάλης θεοπτίας. Συνομιλώντας με τον Κύριο, αφήνει να βγη από μέσα του το μεγάλο παράπονο: «Κύριε, τα θυσιαστήριά σου τα γκρέμισαν και τους προφήτες σου τους έσφαξαν με ρομφαία. Ένας μόνο έχει μείνει, εγώ. Και ζητούν να με θανατώσουν κι εμένα».
Με άλλα λόγια: «Κύριε, κοίταξε το κατάντημα του Ισραήλ. Δεν έμεινε τίποτε όρθιο. Που πάει αυτός ο λαός; Τι θα γίνη με την δυναστεία του Αχαάβ; Εγώ έχω απελπισθή. Δεν αντέχω να πολεμήσω άλλο. Δεν βλέπω καμμία ελπίδα σωτηρίας».
Ενώ στον προφήτη τα πράγματα φαίνονται ολοσκότεινα, για τον Θεό είναι διαφορετικά. Στο σχέδιό του υπάρχουν τρία πρόσωπα που τα καθένα με τον τρόπο του θα συνεχίσουν το έργο του Ηλία και θα γκρεμίσουν ό,τι έχτισε ο Αχαάβ.
«Γύρισε πίσω —του λέει ο Θεός— και προχώρα στον δρόμο της ερήμου που οδηγεί προς την Δαμασκό και θα χρίσης τον Αζαήλ, βασιλέα της Συρίας, και τον Ιού (ή Ιηού), τον γιο του Ναμεσσί, βασιλέα του Ισραήλ, και τον Ελισσαίο, τον γιο του Σαφάτ, προφήτη στην δική σου θέσι». Και συνεχίζει η φωνή του Θεού:
«Όποιος γλυτώσει από το σπαθί του Αζαήλ θα θανατωθή από τον Ιού, και όποιος γλυτώσει από τα σπαθί του Ιού θα θανατωθή από τον Ελισσαίο».
Αυτά τα τρία πρόσωπα, καταλαβαίνει ο προφήτης, θα έχουν στα χέρια τους μεγάλη δύναμι. Θα κατέχουν «ρομφαίαν».
Και καταλήγει ο θεϊκός λόγος:
«Και έχε υπ’ όψιν σου ότι δεν έπεσαν όλοι οι Ισραηλίτες στην ασέβεια, γιατί υπάρχουν επτά χιλιάδες άνδρες, οι οποίοι δεν προσκύνησαν και δεν δοξολόγησαν τον Βάαλ».
Αυτά τα τελευταίο διώρθωνε την εσφαλμένη ιδέα του Ηλία, ότι δεν είχε μείνει τίποτε όρθιο στον Ισραηλιτικό λαό, ότι όλοι πρόδωσαν την ευσέβεια. Και τονίζει την αλήθεια ότι σ’ ένα λαό ποτισμένο επί αιώνες με την λατρεία του αληθινού Θεού, δεν μπορεί να είναι τόσο μεγάλες οι κατακτήσεις της ασεβείας, όσο συνήθως φαίνονται. Οι βαθειές ρίζες δεν εξαφανίζονται εύκολα.
Η φωνή του Θεού προς τον κουρασμένο προφήτη μπορούσε να διατυπώση τα πράγματα και ως εξής:
«Ηλία, αρκετά αγωνίσθηκες εναντίον της ασεβείας. Σε βλέπω βαρύθυμο και απογοητευμένο. Μη αποθαρρύνεσαι. Υπάρχουν τρία πρόσωπα που θα συνεχίσουν τον αγώνα σου και θα καθαρίσουν τα χωράφι μου από κάθε βρωμιά. Μόνο φρόντισε να τα εφοδιάσης με την ευλογία σου. Αυτοί οι τρεις, ο Αζαήλ, ο Ιού και ο Ελισσαίος, θα ξεπαστρέψουν μια για πάντα τον οίκο του Αχαάβ».
Τα σπαθί του Αζαήλ και το σπαθί του Ιού δηλώνουν πολιτική εξουσία, ενώ του Ελισσαίου πνευματική. Με διαφορετικά τρόπο θα έσφαζε το σπαθί των δύο πρώτων απ’ ό,τι του τρίτου. Το αξιοπερίεργο είναι ότι ο Αζαήλ δεν ανήκε στον περιούσιο λαό. Σύρος, αλλόφυλος και αλλόθρησκος, και παρά ταύτα όργανο του Θεού.
Ο Ηλίας αφού εγκατέλειψε το Σινά και πήρε τον δρόμο της επιστροφής, άρχισε από τον Ελισσαίο. Αυτόν «καθιέρωσε» προφήτη και συνεχιστή του έργου του. Όλα έγιναν κάπως πρωτότυπα. Ο υποψήφιος βρισκόταν ανάμεσα σε δώδεκα ζευγάρια βοδιών και αροτριούσε κάποιο χωράφι του στην Αβελμαουλά, την πατρίδα του που βρισκόταν στην κοιλάδα του Ιορδάνου, από την δυτική πλευρά, στη μέση του δρόμου Νεκράς Θαλάσσης και Γεννησαρέτ.
Ο Ηλίας περνούσε από κοντά και πλησιάζοντας έβγαλε το περίφημο και αγιασμένο πανωφόρι του, την «μηλωτή», και την πέταξε πάνω του. «Και επέρριψε την μηλωτήν αυτού επ’ αυτόν» (Β’ Βασ. 19,19). Αυτό ισοδυνάμουσε με τελετή χρίσεως. Ο Ελισσαίος μπήκε στο νόημα. Και «αποστολικώ τω τρόπω» εγκατέλειψε τα πάντα και ακολούθησε τον Θεσβίτη. Όσο εκείνος θα παρέμενε ακόμη στην γη, θα τον μυούσε στο μυστήρια του Πνεύματος, αφού όπως είπαμε η δική του ρομφαία θα ήταν πνευματική.
Δεν ήταν τυχαίο ότι η κλήσις έγινε την ώρα που όργωνε το χωράφι του. Κάποιο μήνυμα κρύβεται εδώ· ότι η εργασία είναι ευλογημένη, και σε ώρες εργασίας ο Ουρανός μπορεί να στείλη μεγάλες ευλογίες στην γη. Άλλωστε και στην Κ. Διαθήκη έχουμε παρόμοια παραδείγματα (Πρβλ. Ματθ. 4, 18-22).
Ερχόμαστε τώρα στον Αζαήλ. Η ερμηνεία του ονόματος είναι «ο Θεός βλέπει» ή «αυτός στον οποίον επιβλέπει ο Θεός». Η χρίσις του σε βασιλέα της Συρίας, έγινε μέσω του προφήτου Ελισσαίου, γιατί ο Ηλίας εν τω μεταξύ ανηρπάγη με το πύρινο άρμα «ως εις τον ουρανόν» (Δ’ Βασ. 2, 11).
Κάποια ημέρα ακούσθηκε ότι ο «άνθρωπος του Θεού», δηλ. ο Ελισσαίος είχε μπη στην Συρία και κατευθυνόταν προς την πρωτεύουσα, την Δαμασκό. Χρονολογικά το γεγονός πρέπει να τοποθετηθή λίγο πριν το 880 π.Χ. Από διάφορα συγκλονιστικά περιστατικά που προηγήθηκαν (Πρβλ. Δ’ Βασ. κεφ. 5-7), ο προφήτης είχε αποκτήσει σ’ ολόκληρη την Συρία και ιδιαίτερα στα ανάκτορα της Δαμασκού απροσμέτρητη δόξα. Γι’ αυτό ο πηγαιμός του δημιούργησε μεγάλες συγκινήσεις. Τότε τύχαινε ο βασιλεύς, ο Βέν – Αδάδ (κατά τους Ο’ «υιός Άδερ») να είναι βαρειά άρρωστος. Ευκαιρία τώρα να μάθη πως θα εξελιχθή η ασθένειά του. Ήξερε πολύ καλά ότι ο Ελισσαίος γνώριζε το μέλλον του.
Ενώ το ζήτημα του βασιλέως ήταν, αν θα ξεπεράση ή όχι την επικίνδυνή του ασθένεια, τον προφήτη τον απασχολούσε άλλο ζήτημα: πως θα συναντούσε τον Αζαήλ, και μάλιστα κατά τρόπο που δεν θα δημιουργούσε υποψίες. Αλλά η «άνωθεν» πρόνοια τα έφερε ευνοϊκά. Ο Βέν – Αδάδ καλεί τον Αζαήλ, που όπως φαίνεται ήταν ο σημαντικώτερος των στρατηγών του και του λέει:
— Πάρε όσα δώρα μπορείς. Πάρε ό,τι καλύτερο υπάρχει στην Δαμασκό. Και τρέξε να προϋπαντήσεις τον άγιο άνθρωπο, και μέσω αυτού
Ό,τι βρωμερό χορτάρι και αγκάθι υπήρχε στο βόρειο κράτος του Ισραήλ (πρωτεύουσα η Σαμάρεια) από τον Αχαάβ και τον γυιό του και διάδοχο Ιωράμ θα το έκαιε η φωτιά που ωνομαζόταν Αζαήλ. Αλλά και στο νότιο κράτος του Ιούδα (πρωτεύουσα η Ιερουσαλήμ) υπήρχαν βρωμιές από αυτές που έφερε ο Αχαάβ, γιατί μια κόρη του ασεβούς αυτού βασιλέως, η μοχθηρή Γοθολία, έγινε βασίλισσα της Ιερουσαλήμ. Κι αυτές θα τις έκαιε η ίδια φωτιά.
Σαράντα χρόνια επέτρεψε ο Θεός να βασιλεύη ο Αζαήλ στην Συρία και να αναδειχθεί κατά την φράσι της Γραφής «ανήρ δυνάμεως». Και σ’ αυτό το μακρό χρονικό διάστημα «τσάκιζε κόκκαλα» χτυπώντας ανελέητα τα κράτη του Ισραήλ και του Ιούδα που απέρριψαν τα δικαιώματα του Κυρίου (Δ’ Βασ. 10. 31-32 και 13. 1-7).
Το πράγμα ομοιάζει ως εξής: Κοντά σε μεγάλο δάσος υπάρχει ένα χωριό. Μέσα στο δάσος ζη μια φοβερή αρκούδα. Όσο οι χωρικοί ζουν ενάρετα, όλα πηγαίνουν ωραία. Κανένας κίνδυνος. Σαν διαπράξουν όμως κάποια παρανομία βγαίνει το θηρίο από τον κρυψώνα του και κατασπαράζει μερικούς. Κι όταν πληθαίνουν οι αμαρτίες τους, αυξάνεται και η φονική δραστηριότητα της αρκούδας. Τα ποσά, «ευθέως ανάλογα», όπως λένε οι μαθηματικοί.
Η διατύπωσις της Γραφής είναι εκφραστική. «Οι Ισραηλίτες εποίησαν το πονηρόν» (η αιτία)· «και παρέδωκεν αυτούς ο Κύριος εις τας χείρας του Αζαήλ», «και επάταξεν αυτούς Αζαήλ» (το αποτέλεσμα).
Μήπως κι εμείς οι Έλληνες, σαν κάποιος άλλος Ισραήλ της χάριτος, όταν ξεστρατίζουμε από τον νόμο του Θεού, δεν δοκιμάζουμε βάσανα από κακούς γείτονες; Ας θυμηθούμε λίγο τους Τούρκους…
Μετά την ιστορική του συνάντησι με τον Ελισσαίο, ο Αζαήλ γύρισε στο παλάτι, για να αναγγείλη στον Βέν – Αδάδ την ανάρρωσί του. Και την άλλη ημέρα τον έπνιξε μ’ ένα βρεγμένο σεντόνι! «Και εβασίλευσεν Αζαήλ αντ’ αυτού» (Δ’ Βασιλ. 8, 15).
Αζαήλ! Ο φοβερός βασιλεύς! «Ότι αυτός δυνατός και ανήρ δυνάμεως» (Δ’ Βασιλ. 9, 16). Τον υπελόγιζε και η Ασσυριακή αυτοκρατορία, με την οποία δεν τα πήγαιναν καλά. Τότε βασίλευε στους Ασσυρίους ο Σαλμανασάρ Β’. Σαράντα χρόνια έσπερνε τον τρόμο στον παραστρατημένο λαό του Κυρίου. Ήταν πυρ που καθάριζε τα σκουριασμένα μέταλλα. Και η Ιερουσαλήμ λίγο έλειψε να καταληφθή απ’ αυτόν. Σώθηκε αφού ο βασιλεύς της Ιωός τον γέμισε με χρυσάφια και θησαυρούς (Δ’ Βασ. 12, 19). Βέβαια θάρθη καιρός που ο οίκος του Αζαήλ, η σκληρή Δαμασκός, θα πληρώση την σκληρότητά της (Πρβλ. Αμώς 1,4). Αυτό όμως είναι ένα άλλο θέμα.
Καιρός τώρα να γνωρίσουμε και τον τρίτο «λεβέντη», τον Ιού. Ο θεϊκός χρησμός προσδιώριζε γι’ αυτόν το βασίλειο του Ισραήλ. «Και χρίσεις τον Ιού υιόν Ναμεσσί εις βασιλέα επί Ισραήλ». Και τούτον τον έχρισε ο Ελισσαίος, κατόπιν βέβαια εντολής που του άφησε ο Ηλίας. Μάλιστα για να μη δώση στόχο, χρησιμοποίησε ένα μαθητή του. «Ο Ελισσαίος πήρε κάποιον προφήτη από τους ”μαθητάς των προφητών” και του είπε: Ετοιμάσου γρήγορα, πάρε στο χέρια σου το δοχείο με το άγιο έλαιο και πήγαινε στην Ραμώθ της Γαλαάδ» (Δ’ Βασιλ. 9, 1-2).
Εκεί θα συναντούσε τον στρατηγό Ιού, θα του έρριχνε το έλαιο στο κεφάλι του, θα εκφωνούσε τα καθιερωμένα λόγια («Τάδε λέγει Κύριος: Σε έχρισα βασιλέα του Ισραήλ») και εσπευσμένα θα επέστρεφε.
Δηλαδή η χειροτονία του θα γινόταν μυστικά. Καί γιατί στην Ραμώθ; Διότι τόσο ο βασιλεύς Ιωράμ, όσο και ο στρατός, ευρίσκονταν εκεί πολεμώντας με τους Σύρους. Ο Ιωράμ μάλιστα είχε πληγωθή στην μάχη και όταν έγινε η χρίσις του Ιού είχε μεταφερθή στην πόλι Ιεζραέλ για θεραπεία. Αυτός ο Ιωράμ ήταν παιδί του Αχαάβ και της Ιεζάβελ και συνέχιζε να υποστηρίζη την λατρεία του Βάαλ. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η πόλις Ιεζραέλ, που για ένα διάστημα χρημάτισε πρωτεύουσα του βορείου κράτους, βρισκόταν στην περιφέρεια της Σαμάρειας στους πρόποδες του όρους Γελβουέ. Να μη γίνεται σύγχυσις με την Ιεζράελ (Εσδρηλών) που είναι πεδιάδα, πολύ γόνιμη, ανάμεσα στον Ιορδάνη, στην Μεσόγειο, στον Κάρμηλο και στα βουνά της Σαμάρειας.
Ο απεσταλμένος του Ελισσαίου βρήκε τον Ιού σε σπίτι, περιστοιχισμένο από ανώτερους αξιωματικούς. Τον ωδήγησε στο πιο εσωτερικό δωμάτιο κι έκανε το κεφάλι του να ευωδιάση από το μυρωμένο έλαιο. «Εσύ —του είπε ο Θεός δια του προφητικού απεσταλμένου— θα εξολοθρεύσης όλη την οικογένεια και δυναστεία του Αχαάβ, όλους όσους έχυσαν τα αίματα των προφητών μου και των δούλων μου…».
Οι αξιωματικοί του στρατού δεν άργησαν να πληροφορηθούν τι συνέβη στα εσωτερικό δωμάτιο. Αναγνώρισαν θεοπρόβλητο βασιλέα τον Ιού και εξεγέρθησαν κατά του ασεβούς Ιωράμ. Γρήγορα η επανάστασις επιβλήθηκε σ’ όλη την χώρα.
Ο Ιωράμ σε λίγο θανατώνεται. Ομοίως και ο Οχοζίας, βασιλεύς του νότιου βασιλείου —του Ιούδα— που είχε έρθει να βοηθήση στην Ραμώθ εναντίον των Σύρων. Ήταν ανεψιός του Ιωράμ και εγγονός τού Αχαάβ. Έτσι oι δύο βασιλείς απόγονοι του Αχαάβ, ο ένας στα βόρειο και ο άλλος στα νότιο κράτος, έφυγαν από την μέση. Επίσης εβδομήντα άνδρες στην Σαμάρεια, όλοι συγγενείς και απόγονοι του Αχαάβ, και άλλοι σαρανταδύο της οικογενείας του Οχοζία (εγγονού του Αχαάβ), που πήγαιναν στην πρωτεύουσα του Ισραήλ, την Σαμάρεια, για επίσκεψι στα ανάκτορα, θανατώθηκαν με διαταγή του Ιού. Τα έφερε η περίστασις να είναι και μαζεμένοι. Για σκεφθείτε πόσο δύσκολο ήταν για τον Ιού να τρέχη στα Ιεροσόλυμα να ζητάη και να κυνηγάη ένα – ένα αυτούς τους σαράντα δύο!
Η απαίσια Ιεζάβελ αφού είδε να σφάζεται όλο της το σόι, βρήκε κι αυτή οικτρό τέλος. Γκρεμίσθηκε από το παράθυρο του ανακτόρου της και το σώμα της διαμελίσθηκε, ποδοπατήθηκε από τα άλογα και εν πολλοίς φαγώθηκε από τους σκύλους.
Όλοι οι Ιερείς του Βάαλ συνάχθηκαν με διαταγή του Ιού στην Σαμάρεια, για λατρεία δήθεν, και όπως ήταν συγκεντρωμένοι και ντυμένοι τις ειδωλολατρικές Ιερατικές τους στολές πέρασαν όλοι από σπαθί μέσα στον ναό του Βάαλ. Ο δε ναός κατόπιν μετετράπη σε αποχωρητήριο! «Και ηφάνισεν Ιού τον Βάαλ εξ Ισραήλ» (Δ’ Βασιλ. 10, 28).
Έτσι ο Ιού σαν άγριος χείμαρρος εσάρωσε κάθε τι που προερχόταν από τον Αχαάβ και από την φρικτή ειδωλολατρεία των Σιδωνίων. Ιερείς και προφήτες του Βάαλ, σύζυγος, τέκνα, εγγόνια, συγγενείς του Αχαάβ, αγάλματα, σύμβολα της βααλικής λατρείας όλα εξαφανίσθηκαν από τον Ισραήλ.
Εικοσιοχτώ χρόνια που βασίλευσε ο Ιού ξερρίζωσε κάθε δηλητηριώδες φυτό που φύτεψαν ο Αχαάβ και η Ιεζάβελ στον Ισραηλιτικό αγρό. «Ηφάνισεν Ιού τον Βάαλ».
Ε, λοιπόν, προφήτα Ηλία, μη θλίβεσαι πια. Ο Κύριος δεν άφησε το λαό του να χαθή. Διάλεξε τρεις άνδρες, αυτούς που σου κατωνόμασε στο σπήλαιο του Χωρήβ, τον Ελισσαίο, τον Αζαήλ και τον Ιού, και αυτοί οι τρεις σώριασαν κάτω τον πύργο της ασεβείας.
Είθε, σε δύσκολες εποχές που έθνη χριστιανικά απειλούνται από άλλων ειδών δυναστείες, που λαοί ευσεβείς τυραννούνται από ασεβείς άρχοντες, να στείλη ο Κύριος κάποιους σαν τον αγιασμένο Ελισσαίο και σαν τον αδίστακτο Αζαήλ και σαν τον σκληρό Ιού να περάσουν την ασέβεια εν στόματι ρομφαίας και να πατάξουν εν δυνάμει τον Βάαλ, τον κάθε σκοτεινό Βάαλ που έρχεται να σβήση το φως του Θεού.
Από το βιβλίο: ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
ΕΠΙΜΑΧΟ ΧΩΡΙΟ ΑΠΟ ΤΟ 19ο κεφ. ΤΟΥ ΙΩΒ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΣΗ ΤΗΣ Μ.Ν.Κ