π. Θεόκλητος Διονυσιάτης
Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ
ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ
Η τελειότατη κατάσταση της ψυχής είναι η αγάπη. Η αγάπη όμως όχι η συναισθηματική, η φυσική, η οποία στο μεν χώρο της συγγενείας είναι στοργή, στο δε μη συγγενικό χώρο μπορεί να είναι μια πολυμορφία, σε ποικίλο βαθμό μη καθαρότητας, συναισθηματικών συγκινήσεων, που παίρνουν διάφορες μορφές αναλόγως των αγαπώντων και αγαπωμένων. Αυτή η αγάπη είναι εκείνη για την οποία είπε Ο Κύριος· «εάν αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστί; και γαρ οι αμαρτωλοί τους αγαπώντας αυτούς αγαπώσι» (Λουκ. ς ‘ 32). Σαν φυσική η αγάπη αυτή βρίσκεται σε διαρκή μεταβολή.
Η τελειότατη όμως αγάπη είναι αποτέλεσμα πολλού αγώνος και πολλής ταπεινώσεως. Προηγήθηκε απ’ αυτή η απελευθέρωση της ψυχής από το ζωώδη εγωκεντρισμό, η ψυχή έκανε μυστική αλληλοπεριχώρηση του «πλησίον» και το σκηνωμένο σ’ αυτή Άγιον Πνεύμα τη φώτισε να βλέπει στους ανθρώπους την ενιαία φύση και εφλόγισε έτσι την καρδιά, ώστε να μη διακρίνει το φίλο από τον εχθρό. Ιδιαίτερα όμως στο χώρο της Εκκλησίας, η τέλεια αυτή αγάπη προσλαμβάνει θειότερες διαστάσεις, επειδή παρεμβάλλεται ο Κύριος Ιησούς, που ενοποιεί τους πιστούς στο άγιο όνομά του. Και έτσι πραγματοποιείται εκείνο που λέει ο θείος Απόστολος: «Και κατανοώμεν αλλήλους εις παροξυσμόν αγάπης και καλών έργων» (Εβρ. Γ , 24).
Αυτή την αγάπη στην τελειότητά της, που φλέγει αδιάλειπτα την καρδιά και δεν μεταβάλλεται από τίποτε, είχε ο θεοφόρος Νεκτάριος. Αυτό το βλέπει κανείς σ’ όλη την αιδέσιμη ζωή του και σ’ όλα τα γραπτά του, και έχοντας αυτή μπορούσε να λέει: «εγώ καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί». Η αναλλοίωτη, η πάγια αυτή αγάπη, είναι «το πλήρωμα του νόμου», γιατί μεταμορφώνει τον άνθρωπο σε χερουβικό πλάσμα, σε σεραφικό πνεύμα· τον ομοιώνει με το Θεό, και του κατευθύνει ολόκληρο το είναι του. Κι’ ενώ ζει σαν «συμπολίτης των αγίων και οικείος του Θεού», όμως έχει γίνει αυτός η καρδιά του κόσμου, που δέχεται τις οδύνες του, τις αθλιότητές του, τις απελπισίες του, τις δυστυχίες του, σαν δικές του.
Αυτός ήταν ο άγιος Πατέρας μας, που πονούσε και έκλαιγε και προσηύχετο για όλο τον κόσμο, για όλα τα τέκνα του Θεού «τα διασκορπισμένα», για όλη την κτίση και γι’ αυτούς τους δαίμονες.
Και επομένως στα μάτια του, οι διαφόρων κλάδων αιρετικοί, τι άλλο ήταν από πλανεμένα παιδιά του Θεού και Πατέρα του και «δυνάμει» εν Χριστώ αδελφοί του; Πως λοιπόν να μη τους αγαπά, να μη θρηνεί και να μη προσεύχεται γι’ αυτούς; Πως μπορούσε να κάνει διαφορετικά, αφού εντός του εμφώλευεν η «μη ζητούσα τα εαυτής αγάπη»; Και αφού δεν ζούσε αυτός, αλλά ζούσε εν αυτώ ο Χριστός, πως δεν θα τους αισθανόταν σαν μέλη του; Όλοι οι Άγιοι, που είχαν τον Χριστό στην καρδιά τους, έκλαιγαν για τους αιρετικούς και ο Απόστολος Παύλος έφθασε στο σημείο να δέχεται να χωρισθεί από το Χριστό για χάρη των ομοφύλων του, που τον πολεμούσαν: «... λύπη μοι έστι μεγάλη και αδιάλειπτος οδύνη τη καρδία μου. Ηυχόμην γαρ αυτός εγώ ανάθεμα είναι από του Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα, οίτινες είσιν Ισραηλίται…» (Ρωμ. θ’, 2-3).
Συγγενή κείμενα υπάρχουν πολλά, γραμμένα, από τους Αγίους του Θεού, γιατί είχαν στην καρδιά τους το Θεό, ο οποίος «αγάπη εστί».
Το πνεύμα της αγάπης προς τους αιρετικούς εδίδασκε ο Θεοσόφος Νεκτάριος στους Ριζαρείτες, στο μάθημα της ποιμαντικής, για να τους απαλλάξει από πλέγματα μισαλλοδοξίας, που βασανίζουν τις ακάθαρτες ψυχές εν ονόματι τάχα της Ορθοδοξίας. Κι’ έτσι τον πόνο του για τους έξω της Εκκλησίας τον μεταποιεί σε διδασκαλία βασισμένη στο ήθος της Εκκλησίας.
Γράφει λοιπόν στην «Ποιμαντική» του τα εξής παράξενα για όσους δεν δοκίμασαν την αγάπη του Χριστού.
«Ο επίσκοπος οφείλει να εμμένη αείποτε εν ταις ηθικαίς του ιερού Ευαγγελίου αρχαίς και ουδέποτε να εξέρχηται τούτων ή να παραβαίνη αυτάς δήθεν λόγω δογματικών διαφορών. ΑΙ δογματικοί διαφοραί ως αναγόμεναι προς μόνον το κεφάλαιον της πίστεως αφίενται ελεύθερον και απρόσβλητον το της αγάπης κεφάλαιον· το δόγμα δεν καταπολεμεί την αγάπην· η δε αγάπη χαρίζεται τω δόγματι, διότι «πάντα στέγει, πάντα υπομένει»· η χριστιανική αγάπη εστίν αναλλοίωτος, δι ο ουδ’ η των ετεροδόξων χωλαίνουσα πίστις δύναται ν’ αλλοιώση το προς αυτούς της αγάπης συναίσθημα. Δια της αγάπης εστί λίαν πιθανόν να ελκύση προς εαυτόν και την εξ εσφαλμένης περιωπής κρίνουσαν δογματικόν τι ζήτημα ετερόδοξον εκκλησίαν. Η αγάπη ουδέποτε χάριν δογματικής τίνος διαφοράς πρέπον να θυσιάζηται. Παράδειγμα έστω ο Απόστολος των εθνών, όστις εξ αγάπης και προς αυτούς τους σταυρωτάς του Χριστού ηύχετο ανάθεμα είναι αυτών. Ο μη αγαπών τους ετεροδόξους επίσκοπος, ο μη και υπέρ αυτών εργαζόμενος, από ψευδούς κινείται ζήλου και εστερημένος εστίν αγάπης· διότι όπου η αγάπη, εκεί και η αλήθεια και το φως, ο δε ψευδής ζήλος και η πεπλανημένη δόξα εξελέγχονται υπό του φωτός και της αγάπης και αποκρούονται. Τα της πίστεως ζητήματα ουδ’ όλως δέον εστί να μειώσι το της αγάπης συναίσθημα. ΟΙ διδάσκαλοι του μίσους εισί μαθηταί του πονηρού, διότι εκ της αυτής πηγής δεν εξέρχεται γλυκύ και πικρόν. Ο διδάσκαλος της αγάπης, οίος έστιν ο επίσκοπος, δεν δύναται να μη αγαπά, αδυνατεί δε όλως να μισή, διότι το πλήρωμα της αγάπης εκδιώκει το μίσος».
Ήδη έχουμε παραθέσει την περιγραφή του κατ’ επίγνωση ζηλωτού ανδρός, ο οποίος κυριαρχείται από αγάπη για κάθε αντιφρονούντα και με κάθε τρόπο φροντίζει και προσεύχεται υπέρ των ετεροδόξων για να τους ανοίξει ο Κύριος τα μάτια της ψυχής να ιδούν το φως της αληθείας.
Στη συνέχεια αντιγράφω από το βιβλίο του θεοσόφου Ιεράρχη μια ψυχολογική περιγραφή του μη κατ’ επίγνωση ζηλωτού, που σε λίγες γραμμές αποτυπώνει την ψυχική λειτουργία του, γεμάτη πάθος και μίσος εναντίον των δογματικώς πλανισμένων.
«Ο μη κατ’ επίγνωσιν ζηλωτής κέκτηται μεν ζήλον αλλ’ ου κατ’ επίγνωσιν, πλανάται εν ταις σκέψεσι και ενεργείας αυτού και εργαζόμενος δήθεν υπέρ της δόξης του Θεού παραβαίνει τον νόμον της προς τον πλησίον αγάπης. Ο μη κατ’ επίγνωσιν ζηλωτής εν τη ζέσει του ζήλου αυτού πράττει τα ενάντια, προς τας διατάξεις του Θειου νόμου και προς το Θείον θέλημα. Ο μη κατ’ επίγνωσιν ζηλωτής διαπράττει το κακόν, όπως επέλθη το υπ’ αυτού νοούμενον αγαθόν. Ο ζήλος του μη κατ’ επίγνωσιν ζηλωτού είναι πυρ διαφθείρον, πυρ καταναλίσκον· η καταστροφή προπορεύεται αυτού και η ερήμωσις έπεται αυτώ. Ο μη κατ’ επίγνωσιν ζηλωτής εύχεται τω Θεώ να ρίψη πυρ εξ ουρανού και να κατακαύση πάντας τους μη δεχόμενους τας αρχάς και πεποιθήσεις αυτού.
Τον μη κατ’ επίγνωσιν ζηλωτήν χαρακτηρίζει μίσος προς τους ετεροθρήσκους ή ετεροδόξους, ο φθόνος και ο επίμονος θυμός, η εμπαθής αντίσταση προς το αληθές πνεύμα του θείου νόμου, η παράλογος επίμονη εν τη υπερασπίσει των ιδίων φρονημάτων, ο παράφορος ζήλος προς κατίσχυσιν εν πασίν, η φιλοδοξία, η φιλονικία, η έρις, και το φιλοτάραχον. Ο μη κατ’ επίγνωσιν ζηλωτής είναι, άνθρωπος ολέθριος.».
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΑΘΩΝΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ»
ΔΙΜΗΝΙΑΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΣΥΝΤΑΣΣΟΜΕΝΟΝ ΥΠΟ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ .
Διανέμεται ως ευλογία υπό της Ι. Κοινότητας του Αγίου Όρους
Υπεύθυνος: Μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης, Καρυαί – Αγ. Όρος
ΤΕΥΧΗ 65-66 – ΙΟΥΝΙΟΣ/ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1979
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ