ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΪΤΙΔΟΥ
ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΤΟΥ
ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ ΣΤΗΝ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑ
Η περίφημος Νικομήδεια. – Ο ισμιτιανός οπού εξωρίσθη μόνος του –
Το μοναστήριον του Αγίου Παντελεήμονος – Ο κατάλευκος Ναός του –
Πλήρεις αι εξωτερικαι στοαί του προσκυνητών όπου ήλθον με τα δώρα των –
Πλήθος ασθενών κατάκεινται εν τω ναώ.
Το ομιχλώδες και καπνώδες Ισμίτ, το Ισμίτ το υετόρρυτον, το Ισμίτ το υδατόλουστον. Το ομβροτόκον Ισμίτ, το οποίον, ως Βιθυνική πάπια από πρωίας μέχρις εσπέρας λούεται εις τα βρόχινα ύδατα. Διηγούνται ότι ένας ισμιτιανός, τόσον εβαρύνθη πλέον με τας καθημερινάς τής πατρίδος του βραχάς, μη δυνάμενος ίνα απολαύση το θέαμα του ωραίου κόλπου καθήμενος εν υπαίθρω, ώστε απεφάσισε και απήλθε με μεγάλην λύπην του και κατώκησεν εις άλλον τόπον, εις τα Μπογάζια. Μετά καιρούς και χρόνους συνήντησεν εκεί ένα παλαιόν συμπατριώτην του, άρτι ελθόντα από το Ισμίτ και πρώτην ερώτησιν του αποτείνει :
— Ισμιτέ γιαγμούρ, γιαγίορ ; βρέχει ακόμα εις το Ισμίτ;
—Γιαγίορ ! Γιαγίορ ! Βρέχει ! Βρέχει! απήντησε με ένα θλιβερόν τόνον ο συμπατριώτης του…
Διά τούτο τας ημέρας αυτάς τού θέρους, την εορτήν του αγίου Παντελεήμονος, η χώρα αυτή παρέστησεν ενώπιόν μου ένα θέαμα θαλερωτάτης ανοίξεως, πανόραμα χειμώνος χλοάζοντος ως εν Απριλίω μηνί. Και εγώ δεν ήμην συνειθισμένος εις τας τοιαύτας εκπλήξεις, ψηνόμενος αυτάς τας ημέρας μέσα εἰς τον υπό την Ακρόπολιν φούρνον.
Άμπελοι και καπνοφυτείαι οργώσαι, με τα λιπαρά φύλλα των, τα καταπράσινα και μεγάλα, κήποι και καλάμωνες, και δένδρα αειθαλή και δένδρα οπωροφόρα, και μωρέαι και κυπάρισσοι, αποτελούντα δάσος, περικοσμούσι γύρω-γύρω, τούς λόφους, εις τα κράσπεδα των οποίων απλούται η Νικομήδεια, η αρχαία των Ρωμαίων αυτοκρατόρων ανατολική πρωτεύουσα, όπου ανετράφη ο μέγας Κωνσταντίνος, και όπου ο θηριώδης Διοκλητιανός είχε στήσει τον αιμοχαρή θρόνον του επάνω εις τα βασανιστικά όργανα, με τα οποία, το θηρίον, εβασάνιζε τούς αγίους μάρτυρας.
Λαβόντες μικράν αναψυχήν εν τω κομψώ σιδηροδρομικώ σταθμώ, όστις ήτο βουτηγμένος εις δρόσον και ευωδίαν, και έως ότου καταπαύση η βροχή, ανήλθομεν έπειτα, όμιλοι πυκνοί προσκυνητών, δι’ ευρείας οδού λιθοστρώτου, ήτις δί’ ελιγμών και διά γραμμών συχνά θραυομένων, με πεζοδρόμια καλά, πλην και λασπώδη πολλαχού από των υετών, ανέρχεται εις την πόλιν και κάμπτουσα προς βορράν, οπού καθαρά και μεγάλα αρμένικα καφενεία, εξέρχεται εἰς την εξοχήν διά τής θαυμασιωτέρας της φύσεως βλαστήσεως, και ανασαίνει κατ’ ευθείαν είτα, διά μέσου κυπαρίσσων και χλοερωτάτων καπνοφυτειών, εις το Μοναστήριον τού Aγίου Παντελεήμονος. Είχε βραδυάσει πλέον. Δεν είχον καιρόν να περιέλθω την πόλιν. Καί κατηυθύνθην πάραυτα εις την Πανήγυριν, ν’ ακούσω τον μέγαν εσπερινόν.

Νικομήδεια Μ. Ασίας-το μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα
Ιδού ο κατάλευκος του Αγίου ναός εν τω μέσω μεγάλου καθαρού μοναστηριού, με τον θόλον του τον σταυροκόσμητον, με τας περί αυτόν μαρμάρινους στοάς, υφ’ ας ανακλίνονται, μυρμηκιά όλη, υπό τα φώτα κηρίων δειπνούντες ήδη, αι χιλιάδες των προσκυνητών, με τας οικογένειάς των, με τας αποσκευάς των τας απλάς εγγύς, με τούς σάκκους τούς πλήρεις κουκουλίων της νέας εσοδείας, και με άλλα δώρα, ταξίματα ιερά, υφάσματα μεταξωτά και άλλα, άτινα εκόμισαν δώρα εις τον Θαυματουργόν ιατρόν, τον καλλίνικον μεγαλομάρτυρα, όστις ιδού ένδον εν εικόνι ωραία εζωγραφημένος, εν μέσω μοσχοβολούντων άνθεων της πατρίδος του, της Ανατολής, νεοδρεπών, της χώρας του άνθους και της θρησκείας, των αρωμάτων και της υμνωδίας. Πάγκαλος νεανίας ο μεγαλομάρτυς Παντελεήμων, έφηβος, επάνω εις το άνθος της ηλικίας του, ροδοπάρειος και ολόξανθος, φέρων την τήδενον του μαρτυρίου την ερυθροβαφή, και κρατών την πυξίδα των φαρμάκων και την ακίδα την κεντώσαν και θεραπεύουσαν, διότι ήτο ιατρός ο μεγαλομάρτυς.
Ενώπιόν του αναρίθμητοι επετέθησαν ασθενείς εκ των ανώτερων της Ανατολής μερών κομισθέντες. Είνε πλήρης όλος ο ναός. Εις τας πλάκας κάτω και τα στασίδια, κόσμος ολόκληρος ασθενών και αναπήρων, ίνα επαληθεύη το περιαδόμενον:
Στραβοί, κουτσοί ‘ς τον άη Παντελέημονα…
Διότι οι εκ της Πόλεως και των προαστείων της ελθόντες, εύρον άλλους προερχόμενους από τα βάθη της Ανατολής. Γέροντες χωλοί και γραίας ανάπηροι, νεάνιδες τυφλαί και νεανίσκοι δαιμονιζόμενοι. Βρέφη τηκόμενα υπό τού πυρετού και νήπια σεληνιαζόμενα… θέαμα θλιβερόν, θέαμα οίκτου και ελέους. Οι μεν, κοιμώνται βαθέως ρέγχοντες, οι δε, γονυπετείς αγρυπνούσιν, αιτούντες την ίασιν από τον Μεγαλομάρτυρα ιατρόν.
Άλλοι εν βία υπό των συγγενών των εξαναγκάζονται εις παράκλησιν, και άλλοι με άγριον βλέμμα, προσπαθούσι να θραύσωσι τα δεσμά, δι ων τούς εδέσμευσαν εκεί από τούς σιδηρούς χαλκάδες, και νήπια κωφά και βωβά, θηλάζοντα εις τας αγκάλας των μητέρων. Λαμπάδες καίουσι προ της εικόνος τού αγίου, φωτίζουσαι την όλην αυτήν θλιβεράν παράταξιν των ανθρωπίνων νοσημάτων, την οποίαν ιλαρύνει μόνον ηδέως και παρηγορεί το εύσπλαγχνον τού αγίου βλέμμα, όστις παντελεήμων, τούς πάντας ελεεί…
Οιμωγαί εντός του Ναού και οργιαστικά δείπνα απέξω.—
Ο Σαίξπηρ της Ανατολής,— Ο υπόγειος άλλος ναός. —
Φρικιαστική κατάνυξις.— Το αγίασμα κάτω βαθειά.
Είναι νυξ. Έξω υπό τας στοάς του ναού, οι προσκυνηταί ίνα διέλθωσι την νύκτα, επειδή δεν ψάλλεται αγρυπνία, αφ’ ου εδείπνησαν, ήρχισαν να τραγωδούν, με τόσην όρεξιν ως να μη είχον ίδει έως τότε το εν τω ναώ οικτρόν θέαμα. Παμποίκιλοι παμποικίλων χωρών όμιλοι, με κιθάρεις, με φέσια, με σαρίκια, με καβάδια και αντεριά άνδρες, γυναίκες με πλεκτάς διά χρυσού και φλωρίων κόμας, με πέπλους, μέ χρυσούφαντα φεσάκια. Νεάνισες πάλιν ελαφραί με τας βαρείας εκείνας βράκας των Μπογαζίων. Γυναίκες με τσιμπούκια και νεάνισες με τσιγάρα… Απαράλλακτα και τα άσματα. Πανδαιμόνιον, μορφών, ιματισμών, φωνών και ασμάτων.
Νομίζεις και κάποιος Σαίξπηρ της Ανατολής, θελήσας να παραστήση με ζωντανάς εικόνας την δυστυχίαν και ευτυχίαν, συνεκρότησε την σύναξιν μεν των δαιμονιζόμενων και αναπήρων εν τω ναώ, την άθροισιν δε των δειπνούντων και ευθυμούντων υπό τας στοάς.
Θέλων ν’ ανακουφίσω την ψυχήν μου, διέσχισα την πλακόστρωτον του Μοναστηριού αυλήν και εξήλθον έξω, ευρεθείς μέσα εις ένα διά πυρσών φωτιζόμενον κήπον, αλλ’ έχει άλλο πανδαιμόνιον αυλούντων και αδόντων και μεθυόντων. Σταθείς εκεί επ’ ολίγον κατελήφθην υπό τινός λύπης. Κι ενθυμήθην τότε τούς επιλόγους των ιερών Συναξαρίων, εν οίς οι ιεροί διδάσκαλοι παροτρύνουν και συμβουλεύουν τούς χριστιανούς τούς μεταβαίνοντας εις τας πανηγύρεις να μη εορτάζουν ειδωλολατρικώς με χορούς και άσματα και λοιπά… Πολύ ελυπήθη από το οργιαστικόν εκείνο πανδαιμόνιον. Έτρωγαν εκεί και διασκέδαζον. Επροτίμησα την συντοοφιάν των πασχόντων καί εισήλθον καί πάλιν εις τον ναόν όπου επεκράτει νεκρική σιγή. Είχε παρέλθει το μεσονύκτιον. Εκάθησα εν τινι στασιδίω ν’ αναπαυτώ. Πλησίον μου, εις το άλλο στασίδιον, μία σκιά εκοιμάτο ρέγχουσα.
Ως εκ του στενού χώρου, ο αγκών ο ιδικός μου ήλθεν εις επαφήν μετά της σκιάς, και βαθύς στεναγμός αίφνης ηκούσθη από του εγγύς στασιδιού, ως ανθρώπου αφυπνιζομένου αποτόμως.
— Είσαι ασθενής; ηρώτησα την σκιάν.
— Είμαι παλαβός! μοί απήντησε.
Τρόμος διήλθεν ως αστραπή τα μέλη μου.
Κατήλθον εις τον υπόγειον τότε ναόν, εις βάθος κάτω πολλών βαθμιδών, όπου ο τάφος του Μεγαλομάρτυρος.
Ο Άγιος ΓΙαντελεήμων εκ τής πόλεως ταύτης καταγόμενος, εν αυτή ωμολόγησεν, επί Μαξιμιανού, τον Χριστόν ως Θεόν, και εν αυτή υποστάς το δεινόν μαρτύριον απεκεφαλίσθη και ετάφη. Και τώρα εν μέσω τον υπογείου αυτού ναού υπάρχει τιμώμενος ευλαβώς ο τάφος του αγίου. Υψηλός, εως ήμισυ ανάστημα, τετράπλευρος βωμός, περιφρασσόμενος γύρω υπό κιγκλίδων χρυσαβαφών, αίτινες σχηματίζουσιν άνω θολίαν, από τής οποίας κρέμαται άσβεστος κανδήλα, γλυκύ φως διαχέουσα εἰς τα χρυσά υφάσματα, δι΄ ων καλύπτεται ο τάφος ο ιερός, επί των οποίων κείται ωραία του μεγαλομάρτυρας εικών. Οι προσκυνηταί, δύο-δύο κατερχόμενοι, προσκυνούσι τov τάφον, ασπάζονται την εικόνα και, από τίνος επί του αριστερού μέρους οπής, λαμβάνουσι χώμα εις αγιασμόν. Διότι τα οστά του αγίου δεν ευρίσκονται εντός τού τάφου, διαμοιρασθέντα από αρχαιότατων χρόνων εις τας Εκκλησίας τον Ορθοδόξων.
Παρά το τέμπλεον οπού η μεγάλη του Αγίου Εικών, ιερεύς, εκ των εφημερίων της Μονής, φέρων το επιτραχήλιον, ψάλλει παρακλήσεις τη αιτήσει των προσκυνητών, ων τα μέτωπα και τας χείρας επιχρίει είτα δι’ ελαίου από τής ασβέστου κανδήλας.
Και μία δε άλλη οπή εις την άκραν του υπογείου τούτου ναού, άγει διά του σκότους εις ελικοειδή κλίμακα εις βάθος πολλών μέτρων, και ένας-ένας, κατερχόμενοι οι προσκυνηταί, σταματώσι κάτω, οπού μέσα εις την πυκνήν εκείνην σκοτίαν γυαλίζει το αγίασμα του Μεγαλομάρτυρος, ως μία λεκάνη πλήρης ύδατος, αφ’ ης αντλούσι πληρούντες τα ιδιαίτερα εκείνα ισμιτιανά κανατάκια, μεθ’ ων θα επανέλθωσιν εις την Κωνσταντινούπολη και τα χωρία των εν γένει, κομίζοντες την ευλογίαν του αγίου εις τούς οίκους των οι προσκυνηταί.
Ήτο νύκτα ακόμη. Εσκέφθην, αφού δεν εγίνετο αγρυπνία, να κατέλθω εις την πόλιν, να κοιμηθώ εις το ξενοδοχείον τού σιδηροδρομικού σταθμού, το κισσοστεφές και δροσερόν, και νά εκκλησιασθώ την πρωίαν εις τον πάλλευκον ωραίον Ναόν του Αγίου Βασιλείου, τον μόνον εν Νικομήδεια Ναόν μας. Αλλά μοί είπον ότι την ημέραν αυτήν, μία μόνον λειτουργία θα γείνη, εις το Μοναστήριον του Αγίου Παντελεήμονος. Τότε εκάθισα πάλιν εις εν αλλο στασίδιον, μακράν των πασχόντων, οίτινες εκοιμώντο μακαρίως εν μέσω του Ναού. Και ανέμενα. Μ’ επήρεν ο ύπνος. Από την κούρασιν, φαίνεται. Και μ’ εξύπνησεν ύστερον μία γλυκυτάτη μελωδία, απερίγραπτου κατανύξεως.
Με είχε πάρει η ημέρα. Εξετινάχθην αμέσως και εξετίναξα και τον ύπνον και τον νυσταγμόν. H μελωδία εξηκολούθει :
— Εκ νεότητός μου πολλά πολεμεί με πάθη…
Είχεν αρχίσει ο όρθρος. Και τότε εψάλλοντο τα αντίφωνα, μετά τα οποία, θα ανεγινώσκετο το Ευαγγέλιον του όρθρου. Εξελθών εις το προαύλιον εδρόσισα δι’ ύδατος τούς οφθαλμούς μου. Και εισήλθον πάλιν.
Είχεν αρχίσει η πανήγυρις. Αρχιερεύς εκ των Συνοδικών είχεν έλθει επί τούτω εκ Κωνσταντινουπόλεως, φέρων μαζί του και τον χορόν του Πατριαρχικού Ναού του Φαναριού. Ο Ναός επληρούτο ολίγον κατ’ ολίγον από τούς Χριστιανούς, άνδρας και γυναίκας και παιδία και κοράσια, οίτινες όλοι ήναπτον τας λαμπάδας των και εκρεμούσαν τα ταξίματά των, ματάκια, γεράκια, ποδαράκια, παιδάκια, όλα ασημένια. Και μερικοί ασημένια ζωάρια και πλοιάρια. Ούτως εξηκολούθησεν η πανηγύρις με πολλήν σεμνοπρέπειαν.

Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929).
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΪΤΙΔΟΥ: ΜΕ ΤΟΥ ΒΟΡΗΑ ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ , ΕΚΔΟΤΗΣ Ι.Ν ΣΙΔΕΡΗΣ, Σελίδες 125-132
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ