ΠΑΝΤΕΛΗ I. ΚΑΨΗ
2 ΜΑΪΟΥ 1919 :
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ
ΣΜΥΡΝΗ: Αγών κατά ξένων προπαγάνδων (1919)
Εκ παραλλήλου με τον διαρκώς ογκούμενον ενθουσιασμόν των Ελλήνων της Σμύρνης και της Ανατολής καθόλου, ενετείνοντο και αι καταχθόνιοι ανθελληνικοί ενέργειαι της Ιταλικής προπαγάνδας.
Μετεκλήθησαν εις την Σμύρνην εκ Ρώμης οι επιτηδειότεροι κατάσκοποι, οι ικανότεροι αστυνομικοί, οι οποίοι με την προόφασιν ότι αντιπροσωπεύουνε δήθεν διαφόρους εμπορικούς οίκους περιέτρεχον την ύπαιθρον χώραν της Μ. Ασίας και φανάτιζαν τους Τούρκους εναντίον των Ελλήνων και παρώτρυνον αυτούς να ζητήσουν την Ιταλικήν προστασίαν παρά των νικητών συμμάχων δια ψηφισμάτων κλπ.
Κατά εκατοντάδας οι Τούρκοι της Σμύρνης και πολλοί του εσωτερικού συνέρρεον εις το Ιταλικόν Προξενείον της Σμύρνης και επρομηθεύοντο ευχερώς έγγραφα δι’ ων επιστο- ποιείτο ότι περιβάλλονται υπό της Ιταλικής προστασίας! Εις τας κωμικάς αυτάς ενεργείας των Ιταλών η Ελληνική αντιπροσωπεία απαντούσε αναλόγως.
Το ένα τουρκικόν, δηλαδή ιταλικόν, ψήφισμα διεδέχοντο πέντε τοιαύτα ελληνικά. Χάρις εις την πρόθυμον και ενθουσιώδη και ανυστερόβουλον βοήθειαν πολλών γλωσσομαθών Σμυρναίων, κατώρθωσεν η Ελληνική αντιπροσωπεία όπως κηρυχθούν υπέρ της Ελλάδος αναφανδόν οι πολυπληθείς Αλβανοί της Ανατολής, οι οποίοι και έγιναν τυφλά όργανά μας, και η επίσης πολυπληθής φυλή των Τουρκομάνων. Οι Τουρκοκρήτες επίσης, χάρις εις τας προσπάθειας του εκ Κρήτης μετακληθέντος πολιτευτού κ. Μακράκη, έγιναν φίλοι μας και μας βοήθουν πολύ και εντός ενός μηνός εστάλησαν εις Παρισίους εξακόσια ψηφίσματα πόλεων του εσωτερικού υπογεγραμμένα από τους Έλληνας και Τούρκους κατοίκους αυτών και δια των οποίων εζητείτο όπως η εντολή της διοικήσεως της Μ. Ασίας ανατεθή εις την Ελλάδα.
Και την στιγμήν κατά την οποίαν χαράσσω τας γραμμάς αυτάς και κατ’ ανάγκην ανατρέχω εις τα περασμένα με συγκίνησιν ενθυμούμαι τας ευλογημένας εκείνας ημέρας και ευγνώμων στρέφεται η μνήμη μου προς όλους όσοι, εμπνεόμενοι από ανώτερα ιδανικά ειργάζοντο τότε μετά ζήλου αγίου υπέρ της μεγάλης υποθέσεώς μας. Και υπέρ πάντας αναπολώ μετ’ ευγνωμοσύνης τα ονόματα τετιμημένων αξιωματικών της Στρατευομένης εκκλησίας του Χριστού οἵτινες συνεχίζοντες τας εθνικάς και θρησκευτικός των παραδόσεις επρωτοστάτουν και προεκινδύνευον εν παντί και πάντοτε.
Αξίζει να μνημονευθούν από των στηλών τούτων τα τετιμημένα ονόματά των. Είναι ούτοι:
Ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, ούτινος ο μαρτυρικός θάνατος συνεκίνησε σύμπαντα τον πεπολιτισμένον κόσμον.
Ο Εφέσου Ιωακείμ, ο οποίος σχεδόν εθανατώθη από τον Στεργιάδην, ως θα ίδωμεν προϊούσης της αφηγήσεως ταύτης.
Ο Φιλαδέλφειας και αργότερον Εφέσου Χρυσόστομος νύν Μητροπολίτης Καβάλλας.
Ο Αννέων Αλέξανδρος πλήρης ζήλου και τόλμης κληρικός νυν Μητροπολίτης Ζίχνης,
Ο Μητροπολίτης Κυδωνιών, ο οποίος ετάφη ζων, υπό των Τούρκων μετά την καταστροφήν.
Ο επίσκοπος Μοσχονησίων Αμβρόσιος βοηθός του Σμύρνης, ο οποίος κατά βεβαιωμένην μαρτυρίαν εσουβλίσθη ζων και εψήθη…
Ο αρχιδιάκονος Γούναρης, ο οποίος εξεδάρη υπό των Τούρκων του Αϊδινίου.
Και άλλοι κατώτεροι κληρικοί ων τα άγια ονόματα την στιγμήν ταύτην μου διαφεύγουν.
Όλοι αυτοί οι άξιοι αξιωματικοί της Στρατευομένης Εκκλησίας εξετέλεσαν το καθήκον των με αγέρωχον πατριωτισμόν και με συγκινούσαν αγαθωσύνην. Τιμή εις όσους ζούν και αγήρως έστω η μνήμη των αποθανόντων.
Αι ημέραι λοιπόν επερνούσαν έτσι. Μία αδιάσειστος πίστις μας ετόνωνε όλους και όλοι πλέον ηλπίζαμεν ότι είναι εγγύς το πλήρωμα του χρόνου. Αι ειδήσεις κατέφθανον αλλεπάλληλοι από τας Αθήνας και από τους Παρισίους και άπασαι αύται αι ειδήσεις συνεφώνουν ότι η εντολή της διοικήσεως της Σμύρνης μετά μεγάλου τμήματος της περιοχής της θα ανατεθή εις την Ελλάδα.
Την πεποίθησιν ταύτην ενίσχυσεν έτι μάλλον ο περί τα τέλη του Μαρτίου κατάπλους εις τον λιμένα της Σμύρνης του ενδόξου μας θωρηκτού «Γεώργιος Αβέρωφ», όστις έδωσε νέον τόνον ενθουσιασμού εις τους Έλληνας κατοίκους της Σμύρνης και συνετέλεσε πολύ να μετριασθή η ανθελληνική αρθρογραφία του τουρκικού τύπου.
Εις την Ελληνικήν αντιπροσωπείαν είχον επέλθη μεταβολαί τινές. Ο βουλευτής Κυκλάδων κ. Ζαμόνος απεχώρησε παρά την περί του εναντίου επιμονήν της Κυβερνήσεως και μόνος αρχηγός της εν Σμύρνη ελληνικής αποστολής παρέμεινεν ο πλοίαρχος κ. Μαυρουδής όστις ταυτοχρόνως είχεν ονομασθή και κυβερνήτης του «Αβέρωφ». Ως βοηθοί του κ. Μαυρουδή εστάλησαν οι προξενικοί κ.κ. Σταύρος Λιάτης και Περικλής Σκέφερης, οίτινες έχοντες προϋπηρετήσει εις το Γεν. Προξενείον της Σμύρνης εγνώριζον καλώς τα πράγματα της Τουρκίας και ομολογουμένως μας παρέσχον πολυτίμους υπηρεσίας. Επίσης είχον επέλθη μεταβολαί εις την τουρκικήν διοίκησιν της πόλεως.
Ο Νουρεδδίν είχεν αντικατασταθή υπό νέου βαλή, του Ιζέτ πασά. Ο Νουρεδδίν όμως είχε κάμη ήδη καλά τη δουλειά του, ως θα ιδούμε κατωτέρω.
Επίσης ο κ. Ντίξων είχεν αναχωρήσει και ως αντιπρόσωπος του Άγγλου αρμοστού ήλθεν εις Σμύρνην ο διπλωματικός υπάλληλος κ. Τζέιμς Μόργκαν, μετά του οποίου συνεδεόμην δια παλαιάς φιλίας.
Τα ευαγγέλια
Το απόγευμα της ιδίας ημέρας εις το ιστορικόν Συνοδικόν της Μητροπόλεως είχαν συναχθή και πάλιν όλοι οι δεσποτάδες της Ανατολής και οι πρόκριτοι της Σμύρνης.
Την φοράν όμως αυτήν εις τα πρόσωπα όλων έλαμπε η χαρά και η υπερηφάνεια. Ο Σμύρνης Χρυσόστομος, καταυγαζόμενος από ένα θείον φως έσπευσεν εις την θύραν του συνοδικού δια να υποδεχθή τον αναγγελθέντα πλοίαρχον κ. Μαυρουδήν.
Ο ευτυχής αξιωματικός, ωχρός από συγκίνησιν, εχαιρέτησε την ομήγυριν και καταλαβών την προσφερθείσαν έδραν, ανήγγειλε εν μέσω γενικής κατανύξεως ότι: «Η πρώτη Μεραρχία του Ελληνικού Στρατού ευρισκομένη εν πλω, θα αποβιβασθή την πρωίαν της επομένης εις Σμύρνην καταλαμβάνουσα αυτήν, εν ονόματι του βασιλέως Αλεξάνδρου».
Εν τέλει δε ανέγνωσε το διάγγελμα του πρωθυπουργού κ. Βενιζέλου προς τον Μικρασιατικόν Ελληνισμόν. Δεν ηκούσθησαν μέσα εις την ιστορικήν αίθουσαν την ώραν εκείνην ούτε ζητωκραυγαί, ούτε επιφωνήσεις. Λυγμοί μόνον. Ο αείμνηστος Χρυσόστομος δακρύων ευλόγησε τον αναγγείλαντα την χαρμόσυνον είδησιν πλοίαρχον και τον ενηγκαλίσθη κατόπιν εις θερμόν ασπασμό. Ο τραχύς ναύτης, κλονιζόμενος από υπερτάτην συγκίνησιν, κατέπεσε βαρύς εις ένα κάθισμα δια να συνέλθη.
Ακολούθως, ο Δεσπότης εν μέσω γενικής συγκινήσεως και σιγής θρησκευτικής απηύθυνε μίαν εμπνευσμένη προσλαλιάν προς τους συνηγμένους δια της οποίας, αφού έπλεξε το εγκώμιον του κ. Ελ. Βενιζέλου τον οποίον αποκάλεσε Περικλή της Νεωτέρας Ελλάδος κατέληξεν ως εξής :
«Σύμπαν το Ελληνικόν πρέπει να είναι υπερήφανον και να είναι ευγνώμον προς τον Θεόν, διότι από μέσα από την μεγάλην αυτήν δίνην, όπου τόσα και τόσα κράτη καταποντίζονται, η Ελλάς αναδύεται εκ μέσου των αφρών της παγκοσμίου τρικυμίας καθαρωτέρα, ωραιοτέρα και αιθριωτέρα εις τα ιδεώδη της, μεγαλοπρεπεστάτη και πανένδοξος, οποία ήτο κατά τους χρόνους του Μαραθώνος, της Σαλαμίνος και των Πλαταιών».
«Ζήτω το Ελληνικόν έθνος ! Ζητώ η μήτηρ Ελλάς ! Ζήτω ο Ελευθέριος Βενιζέλος».
Επί ώραν ολόκληρον το μέγαρον της Μητροπόλεως εσείετο από ζητωκραυγάς και αφού αντήλλαξαν όλοι οι προεστώτες τον ασπασμόν της αγάπης, διελύθησαν χαίροντες και την τού Έθνους θεώμενοι δύναμιν.
Το χαρμόσυνον άγγελμα διεδόθη αστραπηδόν ανά πάσαν την πόλιν. Ουδείς οφθαλμός έκλεισε την νύκτα εκείνην. Οι πάντες ανέμεναν την ανατολή της επομένης με αγωνία που δεν περιγράφεται.
Πόσο μακρά εφάνη δια τους Σμυρναίους η νύκτα της 1ης προς την 2α Μαΐου !
Ο πλοίαρχος κ. Μαυρουδής διέταξε να κλείσουν τα καφενεία. Την διαταγήν αυτήν εξέφρασε μέσα στην Μητρόπολιν. Ουδείς ανέλαβε υπευθύνως να την μεταδώση εις τους ενδιαφερομένους και όμως ουδεμία διαταγή εξετελέσθη ποτέ με τόσην ευπείθεια. Κατάκλειστος η πόλις ολόκληρον την νύκτα εκείνην, αλλ’ ουδείς εκοιμήθη. Οι χριστιανοί ανέμενον την ανατολήν της μεγάλης ημέρας και οι Τούρκοι εσχεδίαζαν την αντίστασιν.
Η Σμύρνη ολόκληρη διετέλει υπό το κράτος διαφόρων αντιθέτων αισθημάτων.
Άλλοι ήλπιζον, άλλοι εφοβούντο. Άλλοι προσηύχοντο, άλλοι εβλασφημούσαν. Άλλοι παρακαλούσαν τον Θεόν να ανατείλη μια ώρα αρχήτερα ο ήλιος και άλλοι τον ικέτευαν να κρατήση ατελείωτον την νύκτα εκείνην. Άλλοι έκλαιον από χαράν και άλλοι από λύπην.
Και κατάκλειστη και θεοσκότεινη η πόλις.
Φυσικά, κατεχόμενος και εγώ υπό το κράτος ισχυράς συγκινήσεως, δεν μπορούσα, δεν ήτο δυνατόν να κοιμηθώ και επειδή δεν με χωρούσε το δωμάτιόν μου από την ανυπομονησίαν, το αφήκα και βγήκα έξω να περάσω την ιστορική εκείνη νύχτα στην παραλία λαχταρώντας να αγναντεύσω πρώτος εγώ τον καπνόν των καραβιών μας.
Αν και ήτο ακόμη σχετικώς ενωρίς, εν τούτοις ψυχή ζώσα δεν εφαίνετο εις τους δρόμους, στα καλτιρίμια των οποίων αντηχούσε κατά ένα φρικιαστικό τρόπο ο ήχος των βημάτων μου. Και αυτοί οι νυκτοφύλακες είχαν ακόμη εξαφανισθή.
Φθάνω στην προκυμαία. Έρημη. Τα πολεμικά θεοσκότεινα κι’ αυτά, ησύχαζαν σαν να μη επέκειτο τίποτε. Έξω από το κλειστό «Καφέ-Φώτη» διακρίνω μία σκιά η οποία ήρχετο κατ’ επάνω μου. Ήτο ο κ. I. Στεφανόπουλος ιδιοκτήτης του κέντρου εκείνου ο οποίος ανήσυχος σπεύδει να με πληροφορήσει ότι από το όπισθεν μέρος των στρατώνων μπαίνουν μέσα Τούρκοι πολίται και προμηθεύονται όπλα. Το έμαθε από έμπιστόν του Λεβαντίνον. Η είδησις μού εφάνηκε σοβαρά και αποφάσισα να την μεταδώσω πάση θυσία στο στόλο μας. Ευτυχώς, εκεί κοντά ήτο μία βάρκα μέσα στην οποίαν εκοιμάτο ο βαρκάρης της ο οποίος εξύπνησε αμέσως και με μετέφερε στο πλησιέστερο πολεμικό, μας, τη «Λήμνο» εις τον κυβερνήτην της οποίας, κ. Δημούλην, ανεκοίνωσα την πληροφορίαν μου ήτις αυτοστιγμεί μετεδόθη εις τον αρχηγόν της μοίρας κ. Μαυρουδήν.
Αμέσως ετέθησαν εις ενέργειαν οι προβολείς των θωρηκτών και εφώτισαν την πέραν των στρατώνων περιοχήν του Μπαχρή-Μπαμπα. Πράγματι διεκρίνοντο εις το μέρος εκείνο μάζαι ανθρώπων που εξήρχοντο από το όπισθεν μέρος των στρατώνων. Οι Τούρκοι ωπλίζοντο. Αι αποθήκαι των Τουρκικών στρατώνων ήσαν πλήρεις
Η Μεγάλη Ημέρα
Θα ήθελα πολύ να περάσω την νύκτα εκείνη επάνω στο κατάστρωμα της «Λήμνου» αλλά δυστυχώς το απηγόρευον οι κανονισμοί και γι’ αυτό βγήκα έξω και θέλοντας και μη, πήγα στο δωμάτιό μου όπου άγρυπνος επερίμενα να ανατείλει ο ήλιος της μεγάλης ημέρας.
Επί τέλους ήρχισε να ροδίζη η αυγή η προαναγγέλουσα ότι μετ’ ολίγον ανατέλλει ο ήλιος που θα εφώτιζε την λαμπροτέραν ημέραν της Ιωνίας.
Καθώς κατέβαινα από το σπίτι μου στην παραλία, μέσα στην σιωπήν και την ερημιά που εβασίλευε στο δρόμο, ακούω μια φωνή παλλομένην από συγκίνησι να μου φωνάζη:
—Αλαφροΐσκιωτε, καλέ, για πες μ’ απόψε τείδες;
Γυρνώ και βλέπω τη συμπαθητική φυσιογνωμία του αγαπητού συναδέλφου και ποιητή Κ. Μισαηλίδη.
— Βάλε τελεία και παύλα Κώστα μου στο λυπητερό τραγούδι σου. Ετοιμάσου να τραγουδάς από δω και στο εξής θριάμβους…
Αντάμα και οι δυο, προχωρούμε για τον ίδιο σκοπό και φθάνομε στο Βιρχανέ τού Κράιμερ για να βγούμε στην προκυμαία.
Μπήκαμε αλλά όταν φθάσαμε στην άλλη πόρτα που έβλεπε στην προκυμαία δυο Έλληνες ναύται φρουρούντες, μας απαγορεύουν την έξοδον. Και δεν θα μας άφιναν με κανένα τρόπο να βγούμε αν η εύνους τύχη δεν μας έστελλε μπροστά μας τον έφεδρον υποπλοίαρχον κ. Πάνον Αργυρόπουλο ο οποίος είχεν ήδη άφ’ έσπέρας διορισθή από τον κ. Μαυρουδήν λιμενάρχης Σμύρνης. Χάρις εις την φιλικήν του έπέμβασιν μας επετράπη να βγούμε από το Βιρχανέ στην προκυμαία.
Τελεία μεταβολή της καταστάσεως.
Πυκνή ζώνη πεζοναυτών εφρούρουν τας εξόδους των δρόμων από το Πασαπόρτι μέχρι του Γαλλικού Προξενείου, απαγορεύοντες αυστηρώς να πλησιάση κανείς πολίτης ενώ διάφοροι ατμάκατοι ερυμουλκούσαν φορτηγίδας τας οποίας επλεύριζον στα μουράγια για να χρησιμοποιηθούν ως αποβάθραι. Τα μεταγωγικά όμως ακόμη ούτε έφθασαν, ούτε εφαίνοντο.
Εν τω μεταξύ, τα μπαλκόνια όλων των κτιρίων της προκυμαίας είχαν γεμίση από κόσμο οι δε ναύτες που απετέλουν την ζώνην με πολύ κόπο κατώρθωναν να αναχαιτίσουν τα κύματα του λαού που από κάθε γωνία της μεγάλης πόλεως συνέρρεε δια να παραστεί σε κάτι που δεν το εφαντάζετο, που δεν το επερίμενε. Στην πραγματοποίησιν ονείρων και πόθων τόσων αιώνων…
Τας ημέρας εκείνας ευρίσκετο εις την Σμύρνην ο θίασος Κυβέλης. Η μεγάλη μας καλλιτέχνις όταν έμαθε άφ’ εσπέρας ότι την επομένη πρωίαν θα απεβιβάζοντο εις την Σμύρνην τα Ελληνικά στρατεύματα, ελεηλάτησε κυριολεκτικώς όλους τους κήπους της Σμύρνης και από το μπαλκόνι του Σμύρνα-Πάλλας όπου εκατοικούσε ήτο έτοιμη να ράνη με άνθη τους Έλληνας στρατιώτας.
Εκεί κατά τας οκτώ, από το μπαλκόνια που ήσαν όπως είπα γεμάτα κόσμο, ακούονται χαρούμενες φωνές…
— Νάτα ! Φάνηκαν !
Πράγματι, μακριά δίπλα στο Καστράκι διακρίνονται καπνοί και ιστοί.
Ήτο ο μεταγωγικός στόλος της Ελλάδος που από την Νέαν Αυλίδα, τας Ελευθεράς της Μακεδονίας, μετέφερε την 1ην Μεραρχίαν του Ελληνικού Στρατού, ήτις θα κατελάμβανε την Σμύρνην.
Ένα αντιτορπιλικό προπορευόμενον είχεν ήδη καταπλεύσει και αφού έκαμε μίαν μεγαλοπρεπή στροφήν κατηυθύνθη προς το μέρος τού διοικητηρίου και ηγκυροβόληςεν απέναντι της πλατείας των στρατώνων. Αι από φορτηγίδας πρόχειροι αποβάθραι είναι ήδη από πολλού έτοιμες. Ένα μεγάλο βαπόρι προπορεύεται. Είναι το επίτακτον «Πατρίς» της Εθνικής Ατμοπλοΐας. Το απέραντο κατάστρωμά του γεμάτο χακκί. Και όχι μόνον το κατάστρωμά του, αλλά και η γέφυρά του και τα κατάρτια του και τα ξάρτια των καταρτιών του.
Ένας σαλπιγκτής κρεμασμένος στη κορυφή σχεδόν τού πρωραίου ιστού σαλπίζει το σάλπισμα της εφόδου, ενώ οι στρατιώται ζητωκραυγάζουν δαιμονιωδώς :
—Ζήτω η Σμύρνη !
—Ζήτω η Ελλάς !
Απαντούν από έξω τα πλήθη που περιβάλλουν την ζώνην… Ο σαλπιγκτής σαλπίζει το σιωπητήριον και οι ζητωκραυγές καταπαύουν.
Η «Πατρίς» έχει ήδη πλευρίσει.
Για μια στιγμή γυρνώ πίσω μου και βλέπω τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο φορεμένο την βασιλικήν στολήν του με την κορώνα στο κεφάλι και με την μεγάλην ποιμαντορικήν του ράβδο στο χέρι. Μου έκανε την εντύπωσι βιβλικού προφήτου ο οποίος κατέβηκε από το ερημητήριό του για να μας δείξη πως πραγματοποιούνται αι προφητείαι του.

Ο πρώτος Έλλην αξιωματικός που επάτησε το έδαφος της Σμύρνης, ο διοικητής του 1/38 συντάγματος τής 1ης μεραρχίας αντισυνταγματάρχης Δ. Σταυριανόπουλος.
Η μεγάλη Στιγμή
Η μεγάλη στιγμή επέστη!
Κατεβάζουν πρώτα απ’ όλα, την σημαία τού συντάγματος αναπεπταμένην και υπερηφάνως κυματίζουσαν, την οποίαν ο Μητροπολίτης ευλογεί εν μέσω βαθυτάτης συγκινήσεως. Ύστερα κατεβαίνει τη σκάλα της «Πατρίδος» ο αρχηγός των επ’ αυτής στρατευμάτων. Είναι ο πρώτος Έλλην αξιωματικός που επάτησε το έδαφος της Σμύρνης, ο διοικητής του 1/38 συντάγματος τής 1ης μεραρχίας αντισυνταγματάρχης Δ. Σταυριανόπουλος.
Είχα καρφωμένα τα μάτια μου επάνω του την στιγμήν εκείνην.
Ήτο τόσον ωχρός, ώστε μού έκανε την εντύπωσιν ανθρώπου χωρίς αίμα. Και εταλαντεύετο σαν ζαλισμένος, σαν να κατείχετο από ίλιγγον ώστε ενόμιζα ότι από στιγμής εις στιγμήν θα πέση…
Ο Μητροπολίτης προχωρεί επιβλητικός, τον ευλογεί μόλις πατήσαντα επί της αποβάθρας και με φωνήν ήχηράν απαγγέλει: «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου». Τίποτε άλλο.
Ο αντισυνταγματάρχης, εφίλησε το χέρι τού Δεσπότη και αμέσως πήρε τη θέσι που έπρεπε να πάρη για να επιβλέπη την αποβίβασιν των ανδρών του οι οποίοι άρχισαν να κατεβαίνουν κατά πυκνάς μάζας και να παρατάσσωνται στην προκυμαία.
Εν τω μεταξύ τα άλλα καράβια είχαν πλευρίση σε άλλες, αποβάθρες. Άλλα πήγαν στην αποβάθρα της Πούντας και εν διαστήματι ολίγης ώρας η 1η Μεραρχία τού Ελληνικού Στρατού είχεν αποβιβασθή εις την Σμύρνην και τα συντάγματά της παρατεταγμένα κατά τάγματα και λόχους, ήσαν έτοιμα να βαδίσουν εις την ωρισμένην δια το κάθε ένα θέσιν του.
Μεταξύ της «Πατρίδος» και ενός άλλου βαποριού είχε πλευρίση ένα μικρό ατμόπλοιο. Εάν δεν απατώμαι ο «Ατρόμητος». Ήτο το στρατηγείον της Μεραρχίας. Επ’ αυτού επέβαινεν ο διοικητής της μεραρχίας συνταγματάρχης τότε, Ζαφειρείου έχων ως επιτελάρχην τον ταγματάρχην Ανδρέα Σπανόπουλον.
Τα συντάγματα ξεκινούν. Το σύνταγμα του Σταυριανοπούλου τραβά κατά το Κονάκι. Της όλης φάλαγγος προπορεύεται το τάγμα Τζαβέλλα. Ο ωραίος ταγματάρχης μεθυσμένος από ενθουσιασμό προχωρεί χορεύοντας. Ακολουθεί ο Τσακμάκης. Που επρόκειτο να σταθμεύση το Σύνταγμα, δεν ξέρω. Το ακολουθώ χωρίς να ξέρω γιατί.
Επαναλαμβάνω. Την ώραν εκείνην δεν ήκουα και δεν έβλεπα τίποτε. Μα τη στιγμή αυτή που χαράσσω τις άτυχες αυτές γραμμές, βουίζουν μέσα στ’ αυτιά μου οι βοές των σαλπίγγων, ο δούπος των βημάτων των κατά πάσαν διεύθυνσιν πορευομένων στρατιωτών και ακούω σαν νάρχεται από μακρυνό μέρος, τη μυριόστομη κραυγή τού αλαλάζοντος και ζητωκραυγάζοντας λαού της Σμύρνης…
—Ζήτω η Ελλάς.
—Ζήτω ο Βενιζέλος.
Όταν εφθάσαμε, ή μάλλον όταν το τμήμα τού συντάγματος που ηκολούθουν έφθασε στο Τελωνείο, ακούμε πυκνούς πυροβολισμούς και ταυτοχρόνως βλέπω να τρέχη προς τα οπίσω όλος ο κόσμος που ηκολούθει τον στρατόν. Κάτι συμβαίνει.
Ετέθη σε εφαρμογή το σχέδιο των Ιταλών πρακτόρων.
Ο διοικητής τού τάγματος που ηκολούθουν, καθόσον ενθυμούμαι ο ταγματάρχης Τσακμάκης, με διέταξε να φύγω και εγώ προς τα οπίσω μαζύ με τον λοιπόν κόσμον και ταυτοχρόνως έδιδε εις τους άνδρας του τας ανάλογους με την περίστασι διαταγάς.
Είπα παραπάνω ότι ετέθη εις εφαρμογήν το σχέδιον των Ιταλών πρακτόρων. Εξηγούμαι:
Εις τον λιμένα της Σμύρνης εναυλόχουν, όπως είπα, πολεμικά πλοία όλων των συμμάχων Δυνάμεων. Διοικητής της Βρεττανικής μοίρας ήτο ο ναύαρχος κ. Κάλθορπ, ο οποίος την παραμονήν της αφίξεως των ελληνικών στρατευμάτων εκάλεσε τους συναδέλφους του και τους ανεκοίνωσεν ότι καθ’ ομοφώνου απόφασιν των συμμάχων θα αποβιβασθώσι την επαύριον Ελληνικά στρατεύματα εις Σμύρνην, άτινα θα καταλάβωσι και θα κατέχουσι μέγα μέρος τού εσωτερικού της μέχρι της υπογραφής της συνθήκης της ειρήνης. Τα ίδια ανεκοίνωσεν εις τον Βαλήν της Σμύρνης Ιζέτ πασάν και εις τον στρατιωτικόν διοικητήν αυτής από τους οποίους απέσπασε τον λόγον της τιμής των ότι ούτε ο τουρκικός λαός, ούτε ο τουρκικός στρατός, θα αντιτάξωσι την ελαχίστην αντίστασιν εις τα ελληνικά στρατεύματα.
Βασιζόμενοι λοιπόν επί του λόγου της τιμής των Τούρκων και οι Έλληνες και οι Σύμμαχοι ήσαν βέβαιοι ότι η κατάληψις της Σμύρνης θα συντελεσθή χωρίς επεισόδια.
Δια τούτο, τα αποβιβασθέντα τμήματα του ελληνικού στρατού επροχώρουν εις την κατάληψιν των ορισθεισών θέσεων χωρίς την παραμικρή υποψία και με τα όπλα επ’ ώμου. Αλλ’ οι Τούρκοι ως, συνήθως δεν ετήρησαν και τώρα τον λόγον της τιμής των. Οι Ιταλοί πράκτορες, οι οποίοι ηγρύπνουν, κατώρθωσαν να πείσωσι αυτούς όπως αντιτάξωσι αντίστασιν με την διαβεβαίωσιν ότι, εν περιπτώσει ταραχών θα καταλάβωσι την Σμύρνην συμμαχικά στρατεύματα και ούτω η κατοχή δεν θα γίνη Ελληνική, αλλά Διασυμμαχική. Σημειωτέον, ότι υπήρχον εν πλω ιταλικά στρατεύματα προωρισμένα να αποβιβασθώσιν εις Σμύρνην εν περιπτώσει επιτυχίας του ιταλικού σχεδίου και άτινα, ως γνωστόν, κατέλαβον μετ’ ολίγας ημέρας την πέραν των εκβολών του Μαιάνδρου χώραν.
Και ιδού τι συνέβη.
Ενώ το υπό τον αντισυνταγματάρχη Σταυριανόπουλον σύνταγμα με επί κεφαλής τον 6ον λόχον ούτινος διοικητής ήτο ο λοχαγός κ. Νικολάου, διήλθε την πλατείαν του διοικητηρίου και έκαμψε την οδόν την άγουσαν προς το Καρατάς και Καραντίναν, τα οποία ήσαν ο αντικειμενικός σκοπός, εδέχθη αιφνιδίως πυκνά πυρά, από τα οποία έπεσαν αμέσως δύο άνδρες νεκροί. Τι είχε συμβή; Τούρκοι στρατιώται και πολίται οχυρωμένοι μέσα εις τον στρατώνα επυροβόλουν εκ των παραθύρων.
Ο διοικητής της εμπροσθοφυλακής με μίαν πράγματι αξιοθαύμαστον ψυχραιμίαν διέταξε επίθεσιν και εντός ολίγων λεπτών κατέπνιξε πάσαν αντίστασιν.
Ταυτοχρόνως όμως ήρχισαν να βάλλουν εναντίον του υπολοίπου συντάγματος και από το άλλο μέρος των στρατώνων και από το Διοικητήριον και από τα πέριξ κτίρια.
Οι διοικηταί των μονάδων της Μεραρχίας είχαν διαταγήν αυστηρόν να αποφύγουν όσον το δυνατόν πάσαν σύγκρουσιν. Και γι’ αυτό ο διοικητής του υποστάντος τον αιφνιδιασμόν συντάγματος ευρέθη για μια στιγμή προ ενός φοβερού διλήμματος. Τι να κάμη; Να υπακούση εις την διαταγήν που έχει; Εν τοιαύτη περιπτώσει έπρεπε να υποστείλει την αναπεπταμένην σημαίαν του συντάγματός του και να υποχωρήσει πράγμα το οποίον θα ήτο αποκαρδιωτικόν και δια τον στρατόν και δια τον λαόν.
Επροτίμησε μάλλον να παρακούση τας διαταγάς που είχε και να σώση την τιμήν των Ελληνικών οπλών. Διέταξε όθεν επίθεσιν κατά των στρατώνων και κατά του Διοικητηρίου και κατά παντός Τουρκικού κτιρίου και εντός μιας ώρας η αντίστασις των Τούρκων κατεπνίγη εις το αίμα ενώ άπασα η δύναμις του τουρκικού στρατού μετά των αρχηγών της συνελαμβάνετο αιχμάλωτος.
Όλοι Αιχμάλωτοι!
Εγώ όταν έλαβα διαταγήν να απομακρυνθώ, από το τάγμα που ηκολούθουν, κατηυθύνθην κατ’ ευθείαν εις το στρατηγείον, δηλ. επί του ατμοπλοίου «Ατρόμητος». Εκεί έλαβα και εγώ διαταγήν —προ εμού είχον λάβει αυτήν δύο συνάδελφοί μου— όπως επισκεφθώ τα γραφεία των Τουρκικών εφημερίδων και συστήσω εις τους διευθυντάς αυτών όπως μη διακόψουν την έκδοσιν των εφημερίδων των, δίδοντας ταυτοχρόνως εις αυτούς άναλόγους οδηγίας. Και για να μπορώ να κυκλοφορώ ελεύθερα έθεσαν εις την διαταγάς μου ένα δεκανέα και ένα στρατιώτην. Ετράβηξα κατ’ ευθείαν εις τα γραφεία της «Κιουλού», όπου όμως επληροφορήθην ότι ο διευθυντής της είχε συλληφθή και εγκλεισθεί μαζύ με άλλους εις μίαν εκεί παρακειμένην αποθήκη, η οποία χρησιμοποιείτο ως πρόχειρος φυλακή. Αφού έδωσα εις τον αρχισυντάκτη της εν λόγω εφημερίδος τας αναλόγους συστάσεις, τράβηξα εις την υποδειχθείσαν αποθήκη της οποίας ο φρούραρχος αμέσως έσπευσε να απελευθερώσει τον διευθυντήν της «Κιουλού» Ραφέτ Βέην ο οποίος γενόμενος αργότερα φίλος μας. Πληρώνει πολύ ακριβά σήμερα την προς ημάς φιλίαν του, διότι περιφέρεται πεινών και γυμνητεύων εις τα πεζοδρόμια των Αθηνών.
Εις άλλην εφημερίδα δεν επήγα διότι είχαν μεταβή άλλοι. Επέστρεψα εις το στρατηγείο και εκείθεν αμέσως εις την «Πατρίδα» ένθα έβλεπα ότι οδηγούνται οι συλληφθέντες αιχμάλωτοι.
Ανέβηκα εις την γέφυραν του μεγάλου ατμοπλοίου. Εκείθεν εθεώμην τα διατρέχοντα και ήκουον τους παρατεινομένους μακρινούς πυροβολισμούς. Εν τω μεταξύ είχε πιάση μια τρομερή κατακλυσμιαία βροχή.
Όταν ήμουν στο Μακεδονικό μέτωπο, ήκουα τους αξιωματικούς να λέγουν ότι η βροχή έχει την δύναμιν να διαλύη τα στρατεύματα ευκολώτερον από ένα ραγδαίο βομβαρδισμό. Όταν λοιπόν, αφ’ ενός μεν ήκουα τους αραιούς και μακρινούς πυροβολισμούς, οι οποίοι σήμαιναν ότι αι συμπλοκαί εξακολουθούν, και αφ’ ετέρου έβλεπα την διαλύουσαν τα στρατεύματα βροχήν, η ψυχή μου έτρεμε σαν φύλλο του δένδρου. Εφοβούμην μήπως τα στρατεύματα μας διαλυθούν από την βροχήν. Ευτυχώς οι φόβοι μου απεδείχθησαν μάταιοι. Οι αιχμάλωτοι εξηκολούθουν να οδηγούνται επί της «Πατρίδος» κατά εκατοντάδας και μεταξύ αυτών ήσαν ο στρατηγός διοικητής του Σώματος Στρατού, ο επιτελάρχης του και ο νομάρχης Σμύρνης Ιζέτ Πασάς.
Είμαι υποχρεωμένος να ομολογήσω τούτο.
Όλοι οι αιχμάλωτοι που μας έφερναν ήσαν σε μια κατάστασι αξιοθρήνητη. Στα μάτια των ήταν ζωγραφισμένος βέβαια ο φόβος διότι δεν ήξευραν τι τους ανέμενε, αλλά ταυτοχρόνως έβλεπε κανείς ότι μαζί με τον φόβο επλανάτο στη φυσιογνωμία των και το αίσθημα της υπερηφανείας. Ήσαν σιωπηλοί όλοι και αξιοπρεπείς. Ένας μονάχα μεταξύ αυτών, όταν επλησίασε τη σκάλα του βαποριού ήρχισε να κραυγάζη θρηνωδώς :
— Ζήτω το Βενιζέλο. Ήτο ένας πτωχός μικροπωλητής Ισραηλίτης…. Αφέθη αμέσως ελεύθερος.
Σημειώνω και ένα άλλο ακόμη.
Όταν από του ύψους της γεφύρας της «Πατρίδος» έβλεπα με ένα ισχυρό τηλεσκόπιο του πλοίου, τας σκηνάς που διεδραματίζοντο στην απέραντη προκυμαία όταν έβλεπα τους δυστυχείς αιχμαλώτους μεταξύ των οποίων πολλοί ήσαν αιμόφυρτοι όταν ανελογιζόμην ότι πολλοί στρατιώται μας την στιγμήν εκείνην ήσαν νεκροί, με κατελάμβανε ένα αίσθημα αποτροπιασμού εναντίον του πολέμου.
Αλλ’ όταν πάλιν ανέτρεχα εις το παρελθόν και αναπαριστούσα με την φαντασίαν μου τους διωγμούς, τας ταπεινώσεις και την σκληράν δουλείαν που ο Ελληνισμός της Μ. Ασίας υφίστατο μέχρι χθες από τους Τούρκους κατακτητάς και έβλεπα σήμερα τους κατακτητάς αυτούς νικημένους, συντετριμένους και ταπεινωμένους, όταν έβλεπα ότι παντού υπεστέλλετο η ημισέληνος δια να αντικατασταθεί υπό της Κυανολεύκου, τότε ένα άλλο αίσθημα εγεννάτο εις εμέ και εκυριάρχει παντός άλλου : Το αίσθημα της εθνικής υπερηφανείας.
Το απόγευμα επεκράτει πλήρης ησυχία εις την πόλιν.
Οι νεκροί πολλοί. Οι περισσότεροι ήσαν πολίται Σμυρναίοι, οι οποίοι είχαν την αφροσύνην να προπορεύωνται των Στρατευμάτων.
Το βράδυ, έμαθα από σοβαρά πηγή ότι κατά την διάρκειαν της συμπλοκής, ο διοικητής του Ιταλικού στόλου εζήτησε να αποβιβάση αγήμοτα προς φρούρησιν των Ιταλών υπηκόων και προς τούτο εζήτησε την έγκρισιν του Άγγλου Ναυάρχου κ. Κάλθορπ.
Ο Βρεττανός ναύτης κατάλαβε τα σχέδια του Ιταλού συναδέλφου του. Εάν απεβιβάζοντο εις την Σμύρνην ιταλικά αγήματα δύσκολα πλέον θα επέστρεφαν εις τα πλοία των εφ’ ω και η απάντησίς του ήτο λακωνική, απερίφραστος, ωμή.
—Εάν τολμήσης, απάντησε, να αποβιβάσης έστω και έναν πεζοναύτην θα κάμω χρήσιν των πυροβόλων των πλοίων μου..
Ούτω τα σχέδια των Ιταλών εματαιώθησαν οριστικώς.
Το σύνθημα !
Ολίγον προτού δύση ο ήλιος της ημέρας εκείνης, εβγήκα μόνος μου εφοδιασμένος πάντοτε με μίαν ταυτότητα σφραγισμένην από το στρατηγείο μας και με το… Σύνθημα και αφήκα τον εαυτόν μου να πλανηθή μέσα στα στενά σοκκάκια της Ιωνικής πρωτευούσης. Μία τρομερή και φρικιαστική σιγή επεκράτει από άκρου εις άκρον. Το κράτος του τρόμου επλανάτο υπεράνω της αιματοβαφείσης πόλεως. Ο κρότος των βημάτων μου αντηχούσε πένθιμα επάνω στα πλακόστρωτα και καλτερίμια και που και πού μου ανέκοπταν τον δρόμον μου περιπολίαι ευζώνων.
Ο διάλογος μεταξύ εμού και των περιπόλων ήτο στερεότυπος.
—Αλτ! Τις εί; Το σύνθημα…
Και το σύνθημα ήτο: «Κωνσταντινούπολη — Παλαιολόγος».
Την επομένη της κατοχής, λαμπρός ανέτειλε ο Ιωνικός ήλιος δια να φωτίση το ελληνικόν θαύμα.
Η 1η Μεραρχία του Ελληνικού στρατού υπό τον συνταγματάρχην Ζαφειριού είχε καταλάβει την Σμύρνην. Η πατρίς του Ομήρου δεν ήτο πλέον δούλη. Το όνειρον που εθέρμαινε την ψυχήν των Ελλήνων της Μ. Ασίας επί αιώνας ολοκλήρους, επραγματοποιήθη. Έλαβε σάρκα και οστά.
Όταν το πρωί της ημέρας εκείνης ξύπνησα και ανεπόλουν τα γεγονότα της προηγουμένης, έτριβα τα μάτια μου νομίζοντας πως όλα όσα είδα δεν ήσαν πραγματικότης. Ότι ήμην θύμα ενός απατηλού ονείρου. Αλλ’ όταν εσκέφθηκα κάποια υποχρέωση που είχα αναλάβει απέναντι του στρατηγείου, αμέσως η πλάνη μου διελύθη και πήδησα από την κλίνην μου.
Και όταν βγήκα έξω στους δρόμους το κάθε τι που συναντούσα μπροστά μου με βεβαίωνε ότι η Σμύρνη είναι πια Ελληνική.
Και είνε σήμερα τόσον ωραία και τόσον ήσυχη η Σμύρνη!
Αργά και ράθυμα κυλάει πάλι σήμερα τα νερά του ο αγαθός Μέλης, οι Μουεζϊνοι από του ύψους των Μιναρέδων επαναλαμβάνουν την προς τον Αλλάχ διακοπείσα χθες προσευχήν των, τα καραβάνια των καμήλων διασχίζουν τους δρόμους των Τουρκικών αγορών με την ίδια αμεριμνησία και μακαριότητα και εν γένει η κανονική της πόλεως ζωή επανελήφθη σα να μη συνέβηκε τίποτε.
Μόνο, για να μη ξεχασθή έτσι γρήγορα η αιματοχυσία της 2ας Μαΐου, οι βαρκάρηδες του λιμένος επί αρκετές ημέρες ψάρευαν από τον βυθόν της θαλάσσης ανθρώπινα κορμιά.
Ο διοικητής της ευτυχούς μεραρχίας κ. Ζαφειριού άφησε το πλωτόν στρατηγείο του και εγκατεστάθη εις το μεγαλοπρεπές επί της προκυμαίας μέγαρον της Λέσχης των Κυνηγών επί του εξώστου του οποίου ανεπετάσθη η Κυανόλευκος.
Και για να μη το ξεχάσω, αναφέρω την εξής συγκινηκωτάτην σκηνήν.
Όταν το βράδυ κατά την δύσιν του ήλιου κατεβιβάζετο με όλας τας γνωστάς στρατιωτικάς τιμάς η σημαία του στρατηγείου, ο κόσμος ο άπειρος πού από το πρωί πολιορκούσε το μέγαρό του εστάθηκε ακίνητος και όταν η σημαία υπεστάλη και την παρελάμβανε ο υποστείλας στρατιώτης, όλος εκείνος ο κόσμος σαν να είχε επέλθη προσυνεννόησις, εσταυροκοπείτο σιωπηλός επί αρκετήν ώραν….
Άφωνη, βωβή, αλλ’ εύγλωττος λιτανεία των ψυχών !
Και εξακολουθούν να καταπλέουν διάφορα μικρά και μεγάλα μεταγωγικά του στόλου, μεταφέροντα τας διαφόρους υπηρεσίας της Μεραρχίας.
Η αποβάθρα τού Σιδηροδρόμου εις την Πούνταν καταλαμβάνεται και μας προσφέρει υπερόχους υπηρεσίας. Τα διάφορα πέριξ της πόλεως σημεία της καταλαμβάνονται και οχυρούνται προχείρως. Το πυροβολικόν της Μεραρχίας τελούν υπό την διοίκησιν του τότε νεαρού ταγματάρχου κ. Σπύρου Τραυλλού κατέλαβεν τον ύπερθεν της Σμύρνης ιστορικόν λόφον του Πάγου. Την επομένη, η τάξις έχει αποκατασταθεί εντελώς καί μία προκήρυξις του διοικητού των στρατευμάτων κατοχής που εδημοσιεύθη εις όλας τας εφημερίδας τας Ελληνικάς, Γαλλικάς, Τουρκικάς, Αρμενικάς και Εβραϊκάς κάμνει αρίστην εντύπωσιν και πολύ σωστά εχαρακτηρίσθη ως καθρέπτης τού Ελληνικού πολιτισμού.
Ο νομάρχης Σμύρνης Ιζέτ Πασάς αναζητηθείς μεταξύ των αιχμαλώτων αποκατεστάθη εις την θέσιν του και τού ωρίσθη μάλιστα ειδική φρουρά, διότι είναι ανάγκη να σημειωθή ότι αι Τουρκικαί αρχαί, διοικητικοί και δικαστικοί δεν κατελύθησαν. Μόνον αι στρατιωτικοί τοιαύται.
Και η Μεραρχία εξηκολούθει να εξαπλούται εις τα πέριξ της πόλεως εν αναμονή των απολειπόμενων τμημάτων της δια να αρχίση προελαύνουσα εις το εσωτερικόν.
Την επομένη ημέρα της καταλήψεως της Σμύρνης κατέπλευσεν η «Ν.Γεννεά» φέρουσα τον αντιπρόεδρο της Κυβερνήσεως αείμνηστον Εμμ. Ρέπουλην, ο οποίος ήλθε να συμμετάσχη της χαράς του απελευθερωθέντος λαού, ενώ ταυτοχρόνως κατέφθανον ο εις μετά τον άλλον διάφοροι δημοσιοσιογράφοι ως απεσταλμένοι εφημερίδων. Όλοι αυτοί επί τη θέα της Ελληνικότατος της Σμύρνης εξέστησαν. Δεν εφαντάζοντο ότι θα βρουν εκεί εις την αντικρινή όχθην τού Αιγαίου ένα ελληνισμό τόσον ρωμαλέον και τόσον δυνατόν.
Και ξέσπασαν εκ τούτου εις διθυράμβους και εις ύμνους θριαμβικούς και τα δαντελωτά ακρογιάλια της Ιωνίας ηξιώθησαν μαζί με την ελευθερίαν να εύρουν και τους εμπνευσμένους ψάλτας και υμνητάς των θείων ωραιοτήτων αυτών.
Από το βιβλίο: Δημοσιογραφικαί αναμνήσεις του κ. Π. I. ΚΑΨΗ
«Πως επήγαμε στη Σμύρνη Και πως εφύγαμε» Έκδοσις: της «Εφημερίδος των Αθηνών» Αθήναι 1934
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ