ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΣΑΚΑΛΗ, Φιλολόγου και ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΣΙΚΗ, Φιλολόγου
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΡΗΤΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ Ι.ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΠΟΥ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΕΞΕΦΩΝΗΣΕ ΤΙΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η ζωή και το έργον, η όλη δράσις του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, (345 – 407), αποτελεί ζωντανόν παράδειγμα του τι είναι δυνατόν να πραγματοποιήσω ένας άνθρωπος, όταν καίεται από την δίδυμον φλόγα της πίστεως και της αγάπης.
Μικρόσωμος και ασθενικός ο υιός της υποδειγματικής Ανθούσης εγέμισε την εποχήν του και εφώτισε τας μεταγενεστέρας εποχάς με την δράσιν και τους αγώνες του, κατέκτησε πλήθη αμέτρητα ψυχών, εγαλούχησε πνευματικώς γενεάς, συνεκλόνισε την καρδίαν μιας απεράντου αυτοκρατορίας, έλαβε πρωτεύουσαν θέσιν εις τον χορόν των πατέρων του Χριστιανισμού και άφησε δια μέσου των αιώνων την ισχυρόν εντύπωσιν ενός λαμπρού μετεώρου, το οποίων εδαπανήθη χάριν του Χριστού. Ήτο ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ψυχή γενναία και «διεγηγερμένη», όπως λέγει ο ίδιος δια τον άγιον Ιωάννη τον Πρόδρομο, ψυχή γενναία και άγρυπνος. Και η ψυχή αυτή «πανταχού προπηδά και τα κείμενα υπερβαίνει σκάμματα», ρίπτεται ευτόλμως εις δύσκολους αγώνας και πραγματοποιεί κατακτήσεις που καταπλήσσουν.
Τους κλονισμούς της γενναίας αυτής ψυχής παρακολουθούμεν με θαυμασμόν και κατάπληξιν ακόμη και σήμερον εις το τεράστιον συγγραφικόν έργον του, το οποίων ανέρχεται εις 1500 περίπου λόγους και 250 επιστολάς και καταλαμβάνει 18 ογκώδεις τόμους εις την Ελληνικήν σειράν της Πατρολογίας του Migne. Και είναι βεβαίως καταπληκτικόν, άλλ’ όχι—ως εκ της πράξεως απεδείχθη—και ακατόρθωτον να εκφωνηθούν τόσοι λόγοι εις το διάστημα της διακονίας ενός ανθρώπου. Αξιοθαύμαστο όμως είναι που ευρέθη ο χρόνος να αποκτηθή δια της μελέτης, της αφθόνου και ενδελεχούς, τόσον απίστευτον ποσόν γνώσεων από τας Γραφάς και την θύραθεν φιλολογίαν και να χρησιμοποιηθή με τόσην άνεσιν εις το τιτάνιον αυτό κηρυκτικόν έργον, του οποίου η αξία και η βαθεία επίδρασις όχι μόνον επί των συγχρόνων του Ιωάννου, αλλά και επί των μεταγενεστέρων και της διαμορφώσεως της καθόλου Ορθοδόξου πίστεως είναι ανυπολόγιστος. Και σήμερον το έργον τούτο μελετάται και θαυμάζεται και θεωρείται και είναι απαραίτητος σύμβουλος παντός, ο οποίος επιθυμεί να εισδύση εις το βάθος και να κατανόηση πλήρως και ορθώς την αγίαν Γραφήν, να αντλήση επιχειρήματα δια την καταπολέμησιν πλανών και αιρέσεων, δια την σταθεροποίησή και ενίσχυσιν της πίστεως της δικής του και των άλλων.
Του συγγραφικού και ρητορικού σταδίου του Χρυσοστόμου διακρίνονται τρεις φάσεις:
α) Των ασκητικών και άλλων πραγματειών, αι οποίαι εγράφησαν κατά την μέχρι της χειροτονίας του εις πρεσβύτερον περίοδον, ήτοι μέχρι του 386 μ.Χ.
β) Των ομιλιών εν Αντιόχεια κυρίως και εν Κωνσταντινουπόλει, εις της οποίας τον αρχιερατικόν θρόνον ανήλθε την 5ην Δεκεμβρίου του 397.
γ) Των επιστολών, τας οποίας έγραψε κατά την περίοδον των μεγάλων ταλαιπωριών και της εξορίας του από του 404 μέχρι του θανάτου του (407) πλησίον των Κομάνων της Αρμενίας, όπου «ως ήλιος έδυ» κατά Θεοδώρητον (Βλ. Φωτίου: Μυριόβιβλος 273).
Εις το ευρύτατον κηρυκτικόν έργον του Ιωάννου έχουν την λαμπράν θέσιν των αι ερμηνευτικοί ομιλίαι αυτού, αι οποίαι αναφέρονται:
α) Εις την Παλαιάν Διαθήκην. Εις αυτάς ανήκουν π.χ. αι ομιλίαι εις την Γένεσην, το πρώτον βιβλίον της Παλαιάς Διαθήκης, αι οποίαι ανέρχονται εις 76 συνολικώς.
β) Εις την Καινήν Διαθήκην, Εις αυτάς ανήκουν, εκτός άλλων, η ερμηνεία εις το τέταρτον, το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, (ομιλίαι 88, εκφωνηθείσαι περί το 391), και η ερμηνεία εις το πρώτον, το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, η οποία συγκροτείται εξ ενενήκοντα ομιλιών, εκ των οποίων αι δέκα εξ πρώται με απόδοσιν εις την νέαν ελληνικήν και με τας απαραιτήτους σημειώσεις εκδίδονται εις τον ανά χείρας τόμον.
Από τα δύο προβλήματα, που δηλαδή και πότε εξεφωνήθησαν αι ομιλίαι αυταί, δυσκολώτερον είναι το αναφερόμενον εις τον χρόνον. Ο Montfaucon εις τον 57ον τόμον της Ελληνικής σειράς της Πατρολογίας του Migne (σελίς 3 της εκδόσεως του 1862) δέχεται δια τους λόγους, τους οποίους εκεί αναφέρει, ότι αι ομιλίαι συνετάχθησαν και εξεφωνήθησαν όχι προ του 390 και όχι μετά το 398. Πιθανώτατον είναι ότι εξεφωνήθησαν περί το 390. Τον ε’ αιώνα μετεφράσθησαν εις την Συριακήν και Αρμενικήν και από του γ’ αιώνος εις την Αραβικήν και άλλας γλώσσας.
Η εκφώνησις 90 ομιλιών και μάλιστα σπουδαίων εις χρονικόν διάστημα ενός περίπου έτους φαίνεται κάτι το σχεδόν αδύνατον, αν μάλιστα ληφθή ύπ’ όψιν ότι ό Ιωάννης δεν αυτοσχεδιάζει ούτε ομιλεί ανευθύνως. Μελετά, σταθμίζει, κρίνει ό,τι θα εξέλθη από τα χείλη του, ανατρέχει συνεχώς εις τας Γραφάς, επιστρατεύει επιχειρήματα εκ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, αναφέρεται ενίοτε εις την αρχαίαν Ελληνικήν Γραμματείαν χωρίς βεβαίως να αποφεύγη να ομιλή και περί της καθημερινής ζωής, να εξαίρη και να επαινή ό,τι καλόν, να επικρίνη και καυτηριάζει ό,τι κακόν συναντά εις αυτήν. Αν λάβωμεν όμως υπ’ όψιν την ασφαλή πληροφορίαν ότι ο Ιωάννης ωμίλει δύο φοράς την εβδομάδα, εκάστην Κυριακήν και εκάστην Παρασκευήν, κατά δε τας Τεσσαρακοστάς και τας Διακαινησίμους καθημερινώς, ο αριθμός των ενενήκοντα ομιλιών κατά το χρονικόν διάστημα ενός έτους υπερκαλύπτεται και οδηγούμεθα εις το συμπέρασμα ότι εκτός των 90 ομιλιών, αι οποίαι αποτελούν το εις το κατά Ματθαίον υπόμνημα, ο Ιωάννης θα εξεφώνησε κατά τον αυτόν χρόνον και άλλας ευκαιριακάς ομιλίας, άσχετους προς την ενιαίον σύνολον αποτελούσαν σειράν ταύτην.
Πως συνθέτει τας ομιλίας του αυτάς ο Χρυσόστομος; Εις εκάστην ομιλίαν ερμηνεύει ωρισμένον αριθμόν στίχων, οι οποίοι αποτελούν την συνέχειαν των κατά την προηγουμένην ομιλίαν ερμηνευθέντων. Τους στίχους αυτούς υποδιαιρεί εις μικρότερα τμήματα, έκαστον των οποίων εξετάζει κατά δύο τρόπους: Αφ’ ενός αίρει τας αντιφάσεις, τας οποίας είτε η καλοπροαίρετος μεν αλλά όχι και βαθέως εις το νόημα εισχωρούσα σκέψις μερικών νομίζει ότι ανευρίσκει, είτε η κακόβουλος και διαστρεβλωτική μανία των αιρέσεων δημιουργεί. Αφ’ ετέρου προβάλλει πρακτικά διδάγματα, απορρέοντα από την έκθεσιν του Ευαγγελιστού, προς ηθικόν καταρτισμόν των πιστών. Τελειώνει συνήθως με την έξαρσιν μεγάλης ηθικής αληθείας, όπως είναι λ.χ. η αδιαφορία έναντι του πλούτου, η ευεργετική επίδρασις της θλίψεως επί των παντοίων ενεργειών μας κ.α.
Κατά τον απλούν αυτόν και στιβαρόν τρόπον δομούνται όλαι αι ομιλίαι.
Από τας άλλας διαφέρει η πρώτη, η οποία δεν αναφέρεται εις συγκεριμένον τμήμα της αφηγήσεως του Ευαγγελιστού, αλλά, αποτελούσα την εισαγωγήν της όλης σειράς, διανοίγει τας προσβάσεις εις το επιβλητικόν πνευματικόν σύνολον του Υπομνήματος εις τον Ματθαίον.
Εις αυτήν ερμηνεύονται μερικαί βασικαί ιδέαι. Ποία λ.χ. είναι η σημασία της μελέτης της Γραφής δια την κατάρτισιν του πιστού, ποία η θέσις της Κ.Δ. έναντι της Παλαιάς και έναντι της Ελληνικής Φιλοσοφίας, διατί ο Ματθαίος ωνόμασε την διήγησίν του Ευαγγέλιον. Αναφέρονται τα προβλήματα, τα οποία θα αντιμετώπιση ο ομιλητής εις όλην την σειράν, καυτηριάζεται η αδιαφορία προς τον λόγον του Θεού υπερβαίνοντα εις αξίαν το κατάφλεκτον όρος και προετοιμάζονται οι ακροαταί να δεχθούν τους λόγους που θα ακολουθήσουν με ιεράν προσδοκίαν και «ορθίας ψυχάς».
Ο τόπος, εις τον οποίων εξεφωνήθησαν αι αποτελέσασαι το εις Ματθαίον υπόμνημα ομιλίαι, είναι ευκολώτερον να καθορισθή εξ εσωτερικών κυρίως μαρτυριών, εκ των οποίων προχείρως αναφέρομεν ολίγας.
α) Εις την Ζ’ ομιλίαν υπάρχει σαφής αναφορά της πόλεως, εις την οποίαν το πρώτον οι πιστεύσαντες εις τον Χριστόν ωνομάσθησαν Χριστιανοί.
β) Αναφέρεται το γεγονός της εγκαταστάσεως πληθύος μοναχών εις το πλησίον της πόλεως όρος.
γ) Ασκείται πολλαχού πολεμική κατά της ελληνικής σκέψεως. Τούτο σημαίνει ότι ό ιερός ομιλητής ζη εις περιβάλλον, όπου ακμάζει το ελληνικόν πνεύμα, έχει δε και πολύ πρόσφατον ακόμη την προσωπικήν αναστροφήν με την ελληνικήν πνευματικήν δημιουργίαν.
Όλα αυτά και άλλα πολλά, εσωτερικά και εξωτερικά στοιχεία, οδηγούν εις το ασφαλές συμπέρασμα ότι αι ομιλίαι εξεφωνήθησαν εις την Αντιόχειαν της Συρίας. Ίσως δεν είναι επομένως περιττόν να λεχθούν ολίγα περί αυτής.
Η Αντιόχεια ήτο κατά την εποχήν εκείνην (τον δ’ αι. μ.Χ.) πόλις μεγάλη και πολυάνθρωπος, με 200.000 περίπου ελευθέρους κατοίκους, εκτός των δούλων, οι οποίοι ανήρχοντο κατά τινάς εις 500.000.
Οι κάτοικοι προήρχοντο εξ Αθηνών κυρίως αλλά και εκ Μακεδονίας, Κρήτης και Κύπρου, όχι ολίγοι δε ήσαν Ιουδαίοι, εκ των οποίων άλλοι είχαν προσέλθει εις τον Χριστιανισμόν και άλλοι είχαν παραμείνει πιστοί εις την πάτριον θρησκείαν και προσεπάθουν να επηρεάσουν τους πρώτους, με αποτέλεσμα να νοθεύεται η πίστις των εξ Ιουδαίων Χριστιανών εξ Ιουδαϊκών θρησκευτικών αντιλήψεων.
Η πλειονότης του όλου πληθυσμού της Αντιόχειας είχεν ασπασθή ενωρίς τον Χριστιανισμόν. Ήδη το 362, ότε ο Ιουλιανός επεσκέφθη την Αντιόχειαν, εύρεν πολύ ολίγους ειδωλολάτρας, ως ο ίδιος αναφέρει εις το έργον του «Μισοπώγων».
Τον συμπαγή χριστιανικόν πληθυσμόν της πόλεως επηρέαζαν ακόμη όχι μόνον το πρόσφατον ειδωλολατρικόν παρελθόν, αλλά και αι διάφοροι αιρέσεις, αι οποίαι ενεφανίζοντο εις τον χώρον κυρίως της Ανατολής και κατώρθωναν να παρασύρουν πολλούς εκ των πιστών και να ταράζουν την Εκκλησίαν.
Αι ιουδαΐζουσαι αιρέσεις συνέχεαν τον Χριστιανισμόν με τον Ιουδαϊσμόν. Ο Μανιχαϊσμός απέρριπτεν εντελώς την Παλαιάν Διαθήκην και ο ιδρυτής του ο Μάνης ή Μανιχαΐος, εδίδασκεν ότι είναι ο Παράκλητος. Ο Αρειανισμός, του οποίου πηγή ήτο η Αντιόχεια, αφού εκεί έδρασε και εδίδαξεν ο ομώνυμος του γνωστού από τους Νεκρικούς διαλόγους του Λουκιανός, πολύ μορφωμένος και ευφυής, τον οποίων ο Haiaiack αποκαλεί «Άρειον προ του Αρείου», εδίδασκεν ότι ο Υιός είναι κτίσμα του Θεού και επομένως δεν είναι «ομοούσιος τω Πατρί». Η αίρεσις του Νεστορίου, κατά την οποίαν η Παρθένος εγέννησε τον Χριστόν (Χριστοτόκος) άνθρωπον. Η αίρεσις του Ευτυχούς, πρεσβυτέρου εις την Κωνσταντινούπολη, ο οποίος εδίδασκεν ότι ο Χριστός έχει μόνον μίαν φύσιν, την θείαν, διότι η ανθρωπίνη απερροφήθη ύπ’ αυτής.
Προς όλα αυτά και άλλα κακά είχε να παλαίση ο Ιωάννης. Το ακροατήριόν του ήτο ευρύ και αποτελείτο κυριώτατα από άνδρας, εκ των οποίων πολλοί είχον μετάσχει εις τους πολέμους της εποχής. Άλλως δεν θα είχον νόημα αι συχναί προτροπαι του μεγάλου ρήτορος προς τους ακροατάς του να ανακοινώνουν και να συζητούν με τας συζύγους και τα τέκνα των τας ομιλίας ή η παρατήρησις ότι, ενώ τους είναι ευάρεστος πάσα περί πολέμου αφήγησις, δεν συγκινούνται επαρκώς από την αφήγησιν του πολέμου του Χριστού κατά του διαβόλου.
Το ακροατήριον τούτο και δι’ αυτού όλον τον λαόν της Αντιόχειας επεδίωκε μονίμως και σταθερώς να οδηγήση ο Ιωάννης εις την μόνην ορθήν και αληθή πίστιν, της οποίας πιστός ήτο εκείνος εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της διανοίας, αλλά και τους πιστούς να στηρίξη, να βοηθήση αυτούς να συνειδητοποιήσουν την νέαν πίστιν των, να κλονίση και εξάλειψη τας αιρέσεις, αι οποίαι και πολλαί ήσαν τότε και με φανατισμόν προεβάλλοντο και υπεστηρίζοντο υπό των εμπνευστών και των οπαδών των, προ πάντων όμως να ζωοποιήση το γράμμα και τον τύπον εις θερμήν πίστιν και αυτήν να μεταβάλη εις πράξιν.
Τον αγώνα τούτον ανέλαβεν οικειοθελώς και αυτοβούλως και τον διεξήγαγεν άριστα, διότι εβοηθείτο όχι μόνον από την μεγάλην μόρφωσίν του και την αναβλύζουσαν ρητορικήν του δεινότητα, αλλά και από την βαθείαν και ακλόνητον πίστιν του, την ευρείαν γνώσιν των Γραφών, την ευγένειαν του ύφους και του χαρακτήρος του, την ικανότητά του να εισέρχεται εις την ψυχήν του ακροατηρίου του και του όλου πληρώματος της εκκλησίας ευρύτερον, την πλουσίαν και σαφή και ισχυράν επιχειρηματολογίαν του, τον αληθώς χριστιανικόν ιδιωτικόν και δημόσιον βίον του. Δι’ όλα αυτά «ο λαός σφόδρα συνεκρότει και ηγάπα αυτόν», κατά τον Σχολαστικόν Σωκράτη (Εκκλ. Ιστ. VI, 4, 8), τον ζήσαντα τον ε’ μ.Χ. αιώνα.
Και δεν είναι μόνον αυτά τα προσόντα του Ιωάννου. Διέθετε επί πλέον εξαιρετικήν ευχέρειαν να εκφράζη δια λόγων απλών και ευλήπτων υψηλά διδάγματα και ιδέας, να μη είναι ποτέ δυσπαρακολούθητος. Ο λόγος του είναι παντού και πάντοτε σαφής, η γλώσσα ρέουσα και παραστατική. Χρησιμοποιεί ζωηροτάτας εικόνας, κάμνει λεπτάς και ακριβείς διακρίσεις, ενίοτε εκσπά εις λυρικούς ύμνους, πάντοτε συναρπάζει. Γνωρίζει σαφώς την ζωήν των ακροατών του και εις αυτήν συνεχώς αναφέρεται πολλάκις με γλώσσαν δριμυτάτην, η οποία τέμνει και καίει. Αλλά και όταν ακόμη καυτηριάζη, η αγάπη διαφαίνεται δια μέσου κάθε λέξεως και οι ακροαταί του την διαισθάνονται ασφαλώς. Γνωρίζουν και εκείνοι τον διδάσκαλόν των. Ακούει αυτός την καρδίαν των και αισθάνονται εκείνοι τα κινήματα της ιδικής του. Καμμία ψυχική απόστασις δεν χωρίζει τον διδάσκαλον από τους μαθητάς, τον ποιμένα από τα πρόβατα, τον πατέρα από τα τέκνα. Ακολουθούν κατά δύναμιν τον πνευματικόν ηγέτην, ο οποίος παραμένει άκαμπτος εις τας ιδέας και τας πεποιθήσεις του, κηρύσσεται εχθρός κάθε συμβιβασμού, κάθε υποχωρήσεως, κάθε αποκλίσεως από το ορθόν και το ηθικόν χωρίς παραφοράν και μίσος, είναι επικριτής και πολέμιος πάσης πλάνης, πάσης ανηθικότητος, πάσης παραβάσεως της θείας του Χριστού διδασκαλίας και παρά τον πανύψηλον στόχον του ουδέποτε απογοητεύει, αλλ’ εμψυχώνει εξ εναντίας πάντοτε.
Και το ακροατήριον του γίγαντος της Ορθοδοξίας τον ακολουθεί. Ακολουθεί όσον ημπορεί τον οικουμενικόν διδάσκαλον, «την ερίβρομον» σάλπιγγα του θείου λόγου. Κινείται και ίσταται μαζί του, βοά και σιωπά, ορθώνεται και γονατίζει, πίπτει και ανεγείρεται και πάντοτε ζη και θα ζη και πληθύνεται και θα πληθύνεται μέχρι συντελείας των αιώνων και θα οδεύη μετ’ αυτού προς τον Αρχηγόν και Τελειωτήν της πίστεως, ζωντανή έκφρασις του απεράντου πόθου του Ιωάννου να ενωθή με τον Χριστόν.
ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ 9
ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Α’ (ΟΜΙΛΙΑΙ Α’-Κ’) – ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΕΠΕ – ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΌΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ» – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1978
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ : Ασυμβίβαστος με την έπαρση της εξουσίας
ΤΟΥΣ ΚΑΚΟΥΣ ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΤΟΥΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΑΜΑΡΤΙΑ & ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΞΗ ΣΤΟ ΜΕΣΑ ΝΑΟ