ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΦΩΤΙΑΔΗ
Η ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΚΕΡΑΤΣΙΝΙ
2-5 ΜΑΡΤΙΟΥ 1827
Ο Καραϊσκάκης αφού αναπαύθηκε λιγάκι τόσο όσο να συνεφέρει το άρρωστο κορμί του, βρέθηκε, μόλις θαμποχάραζε, πάλι καβάλα στ’ άλογό του. Πήρε μαζί του έναν μονάχα πολεμιστή, τον ήρωα στην έξοδο του Μεσολογγιού, τον Κύρ – Μπαμπά, και τράβηξαν κατά τον κάμπο. Πέρασαν πίσω από τα τούρκικα πόστα. Παρατηρούσε προσεχτικά όλα τα μέρη να τα ξέρει αν η περίσταση το καλούσε. Όταν πια ρόδιζε η αυγούλα πάνω από τον Υμηττό φτάσανε στο Νέο Φάληρο.
Σιμώνουν ένα τούρκικο ταμπούρι και βλέπουν μέσα σ’ αυτό τους Τούρκους να κοιμούνται. Τραβάει τότες ο Καραϊσκάκης από τη σέλα του τη μπιστόλα και τους βαράει μια φωνάζοντάς τους:
— Τι κοιμόσαστε, κερατάδες;
Μα ώσπου να ξυπνήσουν οι Τούρκοι, να τρίψουν τα μάτια τους και να καταλάβουν τι έτρεξε, δεν πρόλαβαν να δουν τίποτις άλλο από δυο καβαλάρηδες να χάνουνται στο βάθος. Πιο πέρα ο Καραϊσκάκης κι ο Κυρ – Μπαμπάς συναντάνε δυο άλογα του οχτρού να βόσκουν. Τα λιμπίστηκαν.
Κατεβαίνουν, τα δένουν πίσω από τις σέλες τους και τα παίρνουν μαζί τους.
Πολλά έχει διαβάσει ο καθένας μας για κατορθώματα που κάνουν στρατηγοί. Ποτές όμως, εγώ τουλάχιστο, δεν έχω ακουστά κάτι τέτοιο· ο αρχιστράτηγος μ’ έναν πολεμιστή να τριγυρνάει ολοφάνερα μέσα στο στρατόπεδο του οχτρού!
Καθώς γύριζαν τηράνε από μακριά να κατεβαίνουν οι ντελήδες από την Αθήνα και να τραβάνε για το Κερατσίνι. Κεντρίζουν τ’ άλογά τους και φτάνοντας στ’ ορδί μπήγει τη φωνή ο Καραϊσκάκης :
—Ετοιμαστήτε, ωρέ Ελληνες, κ’ έρχουνται οι Τούρκοι.
Είταν ο Κιουταχής που έφτανε με τρακόστους καβαλαραίους κ’ ίσαμε οχτακόσιους πεζούς, Αρβανίτες και Χαλδούπηδες, να δει ποιοι και πόσοι είταν αυτοί που πιάσανε τη νύχτα εκείνο το πόστο. Τα δυο άσκέρια κατέχονταν από την ίδια επιθυμία, να δοκιμάσει τόνα τ’ άλλο. Ο Καραϊσκάκης προστάζει όσους δεν είταν χρειαζούμενοι στα ταμπούρια, να βγούν μπροστά και ν’ ανοίξουν ντουφέκι με τους Τούρκους. Να ετοιμαστεί κ’ η καβαλαρία κι όσοι από τους αξιωματικούς είχαν άλογα να σμίξουν μ’ αυτή και να πολεμήσουν σαν καβαλάρηδες.
Πιάνουν μετερίζια οι δικοί μας στα ριζά, πιάνουνε κ’ οι Τούρκοι κι ανοίγουνε για καλά φωτιά κι από τα δυο μέρη. Τρέχουνε οι οχτροί να πάρουν μια ραχούλα, που είταν πιο ψηλή από τις άλλες, τρέχουν κ’ οι Έλληνες. Μπροστά πιλαλά με γυμνωμένο το γιαταγάνι ο αθάνατος Μήτρος Σκυλοδημάκης και πίσω του ο Γαρδικιώτης γκαρδιώνοντας τους άλλους.
Βγαίνουν πρώτοι στην κορφή οι Έλληνες και χτυπάνε τους Τούρκους που ανέβαιναν. Τσακίζουν οι Χαλδούπηδες και κατρακυλάνε κακήν κακώς κι αυτοί και τα καφτάνια τους από το τσογκρί. Βλέποντας από τ’ άλλα μέρη τους Τούρκους να λακάνε, πετιούνται όρθιο οι Έλληνες από παντού.
—Απάνω τους, παιδιά, φωνάζουν, και τους φάγαμε τους μουρντάρηδες.
Χυμάνε σά σίφουνας με γυμνωμένα τα σπαθιά και τις πάλες. Δειλιάζουν οι ντελήδες. Παίρνουν στο κοντό οι δικοί μας τους οχτρούς και τους ξεμπροστιάζουν. Θαυμάστηκε για την ανδρεία του κείνη τη μέρα ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος. Πολέμαγε καβάλα. Αδειάζει πάνω σ’ έναν Τούρκο τη μπιστόλα του, μα καθώς γυρνάει τ’ άλογό του να την ξαναγεμισεί, του ρίχνεται ο Πεσκίραγας του Κιουταχή. Ο Έλληνας μπροστά κι ο Τούρκος πίσω του καλπάζουνε στον κάμπο και λέγανε οι δικοί μας, πως πάει χάθηκε ο Χατζηπέτρος. Άξιος όμως πολεμιστής καθώς είταν, καταφέρνει, σε τούτο το κυνηγητό του θανάτου, να ξαναγεμίσει τη μπιστόλα του, ν’ αναγυρίσει πάνω στη σέλα του και να βαρέσει κατάστηθα τον τρομερό Πεσκίραγα.
Απόμειναν νικητές οι Έλληνες. Ο Καραϊσκάκης ευχαριστήθηκε, γιατί τούτος ο πρώτος πόλεμος γκάρδιωσε τ’ ασκέρι του, ήξερε όμως πως ο Κιουταχής αυτά τα λογάριαζε για παιχνίδια και πως την άλλη μέρα θάκανε το πραγματικό του κίνημα.
Η μάντρα τον Σαρδελά
Αφού ο Καραϊσκάκης κυνήγησε τους οχτρούς ως τον κάμπο, γύρισε στ’ ορδί και πρόσταξε:
— Οι Παλαμηδιώτες που διόρισα εψές να πάνε να πιάσουνε τη μάντρα κ’ έπειτα στέλνω κι άλλους.
Ξεκίνησαν με μιας ο Κασομούλης, ο Γεροθανάσης, ο Βαλτινός κι ο Βούτυρος. Μόλις έφτασαν άρχισαν να τρυπάνε τον τοίχο της μάντρας του Σαρδελά (Βρισκόταν οπού σήμερα το λατομείο του Καραβά. Η μάντρα αυτή εμεινε γνωστή στην ιστορία σά «μετόχι») και ν’ ανοίγουνε μασγάλια. Σε λίγο φτάνουν ο Θανάσης Τούσια Μπότσαρης, θεριακωμένος άντρας, ο Γιωργάκης Βάγιας, ο Γιουρούκος, ο Κοντογιάννης κι ο Λογοθέτης. Όσο που όλοι ανασκουμπωμένοι τρυπάγανε τα ντουβάρια, ο Γιαννάκης Λογοθέτης άρχισε να περπατάει νευρικά μέσα στη μάντρα κι αγάλι – αγάλι να σιμώνει προς την πόρτα και να βγαίνει. Τον παίρνει είδηση ο Θανάσης Τούσιας και μην υπομένοντας το κακό παράδειγμά του, τον αρχίζει στις βρισιές:
— Ωρέ κιοτή, ωρέ γυναίκα με μουστάκια, ωρέ λαγόψυχε για που τραβάς;
Εκείνος όμως παριστάνοντας τον κουφό και μη δίνοντας καμιάν απόκριση το σκάζει. Μα σε λίγο φτάνουν σταλμένοι από τον Καραϊσκάκη ο Ρούκης κι ο Πέτρος Φαρμάκης, «ο αστειότατος του στρατοπέδου όλου».
Σε μια στιγμή ο Γεροθανάσης ξομολογιέται στον Κασομούλη:
— Ωρέ καπιτάν Νικόλα, οι άνθρωποί μου δε μ’ ακολούθησαν βρήκαν την ώρα να μου γυρεύουν τους μιστούς!
Ο Κασομούλης το παραγγέλνει αυτό στον Καραϊσκάκη, γυρεύοντάς του να διορίσει άλλους στη θέση του νταϊφά του Γεροθανάση. Όταν πια άρχισε να σκοτειδιάζει, φτάνει ο Γαρδικιώτης μ’ ως σαράντα νοματαίους.
Φωνάζει όξω από τη μάντρα τον Κασομούλη και του λέει:
— Ο αρχηγός μου είπε να μείνω εγώ με τους άλλους κ’ εσύ να βγεις όξω, να μας έρθεις έπειτα βοήθεια.
— Εγώ, του αποκρίνεται ο Κασομούλης, γύρεψα πολεμιστές κι όχι αρχηγό. Κ’ επειδής το ίδιο είναι είτε εσύ είτε εγώ νάμαστε εδώ, άφησε τους συντρόφους σου και πάγαινε να μας έρθεις εσύ βοήθεια. Γιατί εμείς θα κλειστούμε—και πρέπει νάναι κανείς πουτάνα να δεχτεί αυτά που λες !
—Ας μείνουμε τότες κ’ οι δυο μας, δεν πειράζει.
— Μπορείς να μείνεις αν προστάχθηκες.
Κείνη την ώρα φτάνουν και τα παληκάρια του Γεροθανάση. Μετανοιώνει τότες ο Κασομούλης που ζήτησε βοήθεια κ’ ήρθε ο Γαρδικιώτης, «όστις έμελλεν να συμμεριστεί και από αυτήν την δόξαν». Ίσαμε 250 νοματαίοι είταν όλοι όσοι κλείστηκαν σε τούτο το πόστο, που θα κράταγε το μεγαλύτερο βάρος στον πόλεμο που θ’ ακολούθαγε. Επειδής όμως η μάντρα είταν στενή και δε μπορούσαν ν’ ανοίξουν από τη μεριά που θάκαναν το γιουρούσι οι Τουρκαλάδες όσες πολεμίστρες χρειάζονταν, αποφασίζουν να δουλέψουν όλη τη νύχτα και να φτιάσουν στις γωνιές δυο μικρές στρογγυλές ντόπιες, υψώνοντας το χώμα και στηρίζοντάς το με παλούκια. Μόχθησαν ακούραστα και την αυγή είταν έτοιμες. Γέμισαν και τ’ ασκιά τους με νερό, το μόνο που θα τους δρόσιζε την ώρα της μάχης.
Στ’ αναμεταξύ ο Καραϊσκάκης γύριζε όλη τη νύχτα από πόστο σε πόστο, συμβούλευε, γκάρδιωνε κ’ έβριζε όσους δεν ακολούθησαν από την Ελευσίνα, γιατί τόσο λίγοι που είταν δε μπορούσε να πιάσει όλες τις αναγκαίες θέσεις.
Άμα χάραξε φάνηκε νάρχεται ο Κιουταχής, σέρνοντας μαζί του ίσαμε τέσσερις χιλιάδες πεζούς κι ως οχτακόσιους καβαλαραίους. «Αφού εν τω μέσω ιστάμενος του ιππικού εκύτταξε τα Ελληνικά οχυρώματα με όμμα περίεργον» τάζει αντίκρυ στο δεξιό των Ελλήνων σε τρεις γραμμές την καβαλαρία του. Τους πεζούς τους χωρίζει σε τρεις κολώνες· η μια, μ’ αρχηγό τον Χασάν μπέη Μακεδόνα, να χτυπήσει τη μάντρα, η άλλη το χωριό κ’ η τρίτη να πατήσει το στρατόπεδό μας. Στήνει φάτσα στη μάντρα δυο κανόνια, τόνα να τη βαράει από μπροστά και τ’ άλλο από τα πλάγια.
Είταν θέαμα παράξενο να βλέπεις ν’ αντιβγεί στο μπούγιο των ντελήδων, ο άτρομος Χατζημιχάλης με τη λιγοστή δικιά μας καβαλαρία. «Εστάθησαν αρκετήν ώραν τα δυο ιππικά σώματα, το εν αντίκρυ του άλλου, χωρίς να κινώνται» γράφει στην αναφορά του για τη μάχη ο Καραϊσκάκης. «Το δε άξιον θαυμασμού είναι ότι ο γενναίος στρατηγός του Ιππικού Χατζημιχάλης είχε μόνον εξήκοντα ιππείς και εκράτει εις αμφιβολίαν του πρακτέου οκτακοσίους εχθρούς». Όπως η μάντρα είχε διπλά ντουβάρια, οι κλεισμένοι θάρεψαν πως θα βαστούσε στη χοντρή φωτιά του οχτρού. Μα όταν άρχισαν να βαράνε τα κανόνια, είδανε τις μπάλες να τα περνάνε πέρα για πέρα.
— Εδώ θα πεθάνουμε όλοι! φωνάζουν και μένουν ατάραχοι στη θέση τους.
Μαζί τους είταν κ’ ένας τρουμπετιέρης. Βαράει τη σάλπιγγά του.
Και δεν άκουγες τίποτις άλλο ν’ αντιλαλάει μέσα στη μάντρα παρά η στριγγιά φωνή της, γιατί κανένας τους δε ντουφέκαγε. Κράταγαν γεμάτα τα καριοφίλια τους με τις μπούκες στα μασγάλια, τότες μονάχα ν’ ανοίξουνε κι αυτοί φωτιά άμα θα κάνανε ρεσάλτο οι Τούρκοι.
Πέφτουν και σαρώνουνται τα παλιοντούβαρα. Γεμίζει σκόνη η μάντρα, που δεν ξεχώριζε πια ο ένας τον άλλον. Ανασκουμπώνουνται και μερεμετίζουν τις ζημιές. Επειδής δεν έβλεπαν, όπως είχανε ανοίξει χαμηλά τα μασγάλια, πότες οι Τούρκοι βάζανε φωτιά στα κανόνια, να ξαπλώσουν κάτω και να προφυλαχτούν, φωνάζουν:
— Ποιανού, ωρέ, βαστάει η καρδιά να βγει πάνω στο ταρατσάκι να μας δίνει σινιάλο ;
— Εγώ παγαίνω! Γυρνάνε και κοιτάνε όλοι. Είτανε ένα αμούστακο παιδί, ψυχογιός κάποιου αγωνιστή.
— Τράβα, λεβεντόπαιδο !
Πετιέται όξω από τη μάντρα, σκαρφαλώνει στο ταρατσάκι κ’ εκεί, απροστάτευτο στα βόλια του οχτρού, τήραγε πότες οι Τούρκοι κανονιέρηδες άναβαν τα φυτίλια. «Φωτιά» φώναζε και ξάπλωναν οι δικοί μας μέσα στη μάντρα. «Όλην την προφύλαξίν μας» γράφει ο Κασομούλης «την χρεωστούμεν εις ετούτον τον νέον».
Αφού οι Τούρκοι γκρέμισαν το ντουβάρι σ’ όλο το δεξί μέρος, σέρνουν τόνα κανόνι κοντά στ’ άλλο να χτυπάνε και τα δυο από μπροστά. Τότες ένας από τους κλεισμένους, Νικόλα τον έλεγαν, θυμώνει, παρακούει την απόφασή τους να μην τραβήξει κανείς, σημαδεύει, ντουφεκά και σκοτώνει τον αρχικανονιέρη. Τόσο κοντά είχανε φέρει οι Τούρκοι τα κανόνια !
Οι άλλοι όμως όχι μονάχα δεν τον παίνεσαν, μα και τον μάλωσαν γιατί μπορούσε να γινόταν αιτία ν’ άδειαζαν όλοι παράκαιρα τα ντουφέκια τους. Καπεταναίοι κι αγωνιστές κράταγαν ξεγυμνωμένα τα μαχαίρια τους και τάδειχναν, πάνω από τα γκρέμια, στον οχτρό δίχως να βγάζουνε μιλιά. Τούτη η άκρα σιωπή έκανε τον Κιουταχή να λυσσομανά και να θαυμάζει και τον Καραϊσκάκη να πέφτει σ’ έγνοια πως είταν μεγάλη η φθορά τους.
— Ποιος, ωρέ, παίρνει πάνω του να πάει ένα μήνυμα στη μάντρα ; ρωτά.
— Το πάω εγώ, καπετάνιε μου ! αποκρίνεται ο ήρωας Πάσχος Μποσνάκος, μπαϊραχτάρης της καβαλαρίας μας.
Κεντρίζει τ’ άλογό του, περνάει ανάμεσα από τα βόλια του οχτρού, φτάνει στη μάντρα και ξεπεζεύει.
— Αντριωμένοι, ο Καραϊσκάκης σας μηνά, να κρατήσετε όσο χρειάζεται κ’ εκείνος, άμα θαρθεί η ώρα, θα τρέξει να σας βοηθήσει!
— Γύρνα και πες στον αρχηγό, του απαντάνε οι κλεισμένοι, να μην έχει παραμικρή υποψία για μας. Πήραμε την απόφαση να πεθάνουμε δώ. Μόνο να προσέχουν εκείνοι να μην τσακιστούν!
Αριστερά στη μάντρα, σ’ ένα μισογκρεμισμένο παλιόσπιτο, είταν ταμπουρωμένοι κάμποσοι δικοί μας. Λιγοψυχάνε μπροστά στο τόσο μπούγιο του οχτρού.
— Τρέχα, ωρέ Χριστόδουλε, προστάζει ο Καραϊσκάκης τον Χατζηπέτρο, να ξαναπιάσεις το σπίτι, γιατί αλλιώς χάθηκαν εκείνοι που είναι μέσα στη μάντρα ! Παίρνει κάμποσους γκαρδιωμένους ο Χατζηπέτρος, χύνουνται μ’ όλη την ορμή και ξαναπιάνουν το πόστο. Οι κλεισμένοι στη μάντρα, που είχαν ταραχτεί όταν είδαν τους άλλους να φεύγουν, ξαναπαίρνουνε θάρρος.
Τέσσερις ώρες περάσανε που βάραγε με τα κανόνια του ο Κιουταχής. Ίσαμε τρακόσιες μπάλες ρίξανε. Η μάντρα είχε ανοίξει σα φανάρι.
Τότες βλέπουν οι κλεισμένοι έναν επίσημο Τούρκο καβαλάρη, τον Χασάν μπέη, να παγαίνει από μπουλούκι σε μπουλούκι και να δίνει προσταγές.
Με μιας έπειτα τραβάνε πίσω τα κανόνια. Ε, καταλαβαίνουν οι δικοί μας πως ετοιμάζονταν οι Τούρκοι για το ρεσάλτο.
— Στα πόστα σας, παιδιά ! φωνάζουν οι καπεταναίοι.
Μπαίνουν στα γκρέμια και πιάνουνε θέσεις τρεις-τρεις, ο ένας να ντουφεκά, ο άλλος να περνά το ντουφέκι κι ο τρίτος να το γεμίζει. Βαράνε από τη μια τα ταβλαμπάζια του Κιουταχή, βαράει από την άλλη η σάλπιγγα μέσα στη μάντρα να ετοιμαστούνε. Αρχίζουν τους ντουάδες οι ντερβισάδες και φανατίζουν τους Χαλδούπηδες να μην αφήσουν, για τη δόξα του Αλλάχ, μήτε ρουθούνι γκιαούρικο. Μπαίνουν έπειτα μπροστά οι μπαϊραχτάρηδες. Πιάνουνται οι Τούρκοι χέρι με χέρι, σαν αλυσίδα, για να μη μπορέσει κανείς κιοτής να μείνει παραπίσω. Με τα ντουφέκια κρεμασμένα στον ώμο και τα μαχαίρια και τα γιαταγάνια στα χέρια, προχωράνε ένα σώμα. Οι γκαρδιωτικές κραυγές τους αντηχάνε πάνω από τη βουή της μάχης; — Άλλα ! Άλλα!…
Οι κλεισμένοι, δίχως κανείς να ταραχτεί κι άκαιρα να ντουφεκίσει τους αφήνουν να σιμώσουν ίσαμε είκοσι μονάχα δρασκελιές. Βαράει η σάλπιγγα δίνοντας το σύνθημα ν’ ανοίξουνε φωτιά. Πέφτει η πρώτη μπαταριά θερίζοντας τους Τούρκους. Ξαπλώνουν ελπίζοντας να λιγοστέψει ο ντουφεκισμός των δικών μας, να πάρουν καιρό να σηκωθούν και να χυμίσουν. Μα τόσο γρήγορα περνάνε από χέρι σε χέρι γεμάτα τα καριοφίλια, που μήτε στιγμή δεν παύει η μάντρα να ξερνάει το θάνατο στους Τούρκους.
Υπόφεραν οι οχτροί ίσαμε μισή ώρα. Βλέποντας όμως πως όχι μονάχα δε λιγόστευε η φωτιά, μα κι αύξαινε, τους κόβεται ολότελα το θάρρος.
—Όξω, Έλληνες! φωνάζουν οι δικοί μας, πηδάνε τα γκρέμια με γυμνωμένες τις πάλες κι ορμάνε καταπάνω τους.
Αρπάνε οι Τούρκοι τα μπαϊράκια τους, παρατάνε τους σκοτωμένους και τους λαβωμένους και φεύγουν να σωθούν.
Στ’ αναμεταξύ ο Καραϊσκάκης κρύβει ένα μέρος από τους πεζούς πίσω από κάτι υψωματάκια και προστάζει την καβαλαρία να χτυπηθεί με την τούρκικια κ’ έπειτα να παραστήσει πως φεύγει, παρασέρνοντας τους οχτρούς στην παγάνα που τους έστησε.
Ο αντρόκαρδος Χατζημιχάλης με μιας κεντρίζει τ’ άλογό του και ρίχνεται μπροστά, φωνάζοντας στα εξηντατέσσερα παληκάρια του:
—Ακολουθάτε με, Έλληνες, ακολουθάτε με, να σώσουμε τ’ αδέρφια μαςΙ
Χύνουνται σίφουνας και σπάζουν’ την πρώτη γραμμή των ντελήδων.
Βλέποντας τούτο το κακό ο Κιουταχής, ρίχνεται ο ίδιος μ’ όλη την αποδέλοιπη καβαλαρία του πάνω σε τούτους τους παλαβούς. Τους κλείνει το δρόμο του γυρισμού και τους μπλοκάρει από παντού. Δεν ξεχώριζες πια ποιος είταν ο φίλος και ποιος ο οχτρός, όπως ένα μπουλούκι γίνηκαν άλογα κι άνθρωποι. Αφού αδειάσανε τις μπιστόλες τους, αδράξαν τα σπαθιά, χτύπαγαν και χτυπιόνταν. Καταλαβαίνει ο Χατζημιχάλης τον κίνδυνο που έπεσε και βρίσκει, πως μονάχα με την επίθεση είχαν κάποια ελπίδα να σωθούν κι όχι με την οπισθοχώρηση.
Οι Έλληνες από τ’ άλλα πόστα, καθώς δε βλέπανε πια τους δικούς μας, λένε πως πάει, χάθηκε η μικρή μα τόσο πολύτιμη καβαλαρία μας. «Αλλά τις δύναται να πιστεύση» γράφει ο Περραιβός που πήρε μέρος σ’ αυτή τη μάχη «ότι μετά μισής ώρας τοιαύτην δυσδιάλυτον και ριψοκινδυνώδη συμπλοκήν, έμελλε πάλιν να ίδη τον ίππαρχον Χατζή Μιχάλην συσσωματωμένον με τους εξήκοντα τέσσαρας συναγωνιστάς του, και με μόνους τρεις εξ αυτών ακινδύνως τραυματισθέντας, και ίππους επτά, διασχίσαντας με τα ξίφη εις τας χείρας τόσον πλήθος ιππικού». Σαν είδαν τούτο το θαύμα οι άλλοι από τα ταμπούρια, βγάλανε τους σκούφους τους και σταυροκοπήθηκαν.
Μα οι ντελήδες, που λύσσαξαν βλέποντας να τους ξεφεύγουν οι λιγοστοί καβαλαραίοι μας, τους παίρνουν από πίσω, τους κυνηγούνε και… πέφτουν στην παγάνα που τους είχε στήσει ο Καραϊσκάκης. Χτυπιούνται απ’ όλες τις μεριές, κόβεται με μιας η ορμή τους και τσακίζουν. Και τότες τι να ιδείς ; «Μεγαλυτέραν ευχαρίστηοιν είναι αδύνατον να αισθανθή ο άνθρωπος έφευγον οι ιππείς πατώ σε – και – πατάς με, χωρίς να γυρίση κανένας οπίσω».
Σαν είδαν οι άλλοι από τον Φαληρέα τούτη τη γενική τροπή των Τούρκων, πετιούνται ως πεντακόσιοι, όλοι διαλεγμένοι, μ’ αρχηγούς τρεις ήρωες· τον Μακρυγιάννη, τον Σωτηρόπουλο και τον Χελιώτη. Διαβαίνουν κάτω από τα κανόνια του οχτρού και παίρνουν τις πλάτες των Τούρκων που φεύγανε. Μα κ’ οι μπλοκαρισμένοι πάνω στην Ακρόπολη, άμα κατάλαβαν πως νικήθηκαν οι Χαλδούπηδες, βγαίνουν κι αυτοί και τους χτυπάνε.
Κ’ έτσι «κι από τρία μέρη οι Τούρκοι ψώνισαν καβάλα». Ο Καραϊσκάκης, αφού κυνήγησε ο ίδιος τους Τούρκους από τα δεξιά, τρέχει έπειτα στη μάντρα του Σαρδελά να δώσει τα συχαρήκια του σ’ αυτούς που αρίστεψαν εκείνη τη μέρα. Δεν ήξερε με ποιόν τρόπο να ευχαριστήσει καπεταναίους κι αγωνιστές κι άρχισε, όπως συνήθιζε, τ’ αστεία του ενθουσιάζοντας όλους. Τους πείραζε όπως τους βρήκε αγνώριστους, κατασκονισμένους από τα ντουβάρια που πέφτανε και πασαλειμμένους από μπαρούτι. Βλέποντας σ’ αυτά τα χάλια τον Κασομούλη, του λέει:
— Τέλειωσαν πια οι αμαρτίες σου, Νικολάκη. Για κοίτα τα μουστάκια σου πως σού τάκανε ο Κιουτάγιας; Σκάνε όλοι στα γέλια και ξεχνάνε με μιας τις δύσκολες ώρες που πέρασαν.
— Μπράβο σας, ωρέ παληκάρια μου, να μου ζήσετε ! λέει, αγκαλιάζοντας τους πιο κοντινούς, όπως τον είχαν όλοι περιτριγυρισμένο και τον κοιτάζανε στα μάτια. Αφού παρηγόρησε σαν πατέρας όσους χάσανε δικούς τους, φρόντισε να πάνε στη Σαλαμίνα τους λαβωμένους να τους δουν οι γιατροί και πρόσταζε ν’ ακολουθήσει κ’ ένας γερός τον κάθε πληγωμένο να τον υπηρετεί. Τη νύχτα στέλνει στη μάντρα του Σαρδελά τη μουσική του ταχτικού να τιμήσει τους ήρωες. Την άλλη μέρα, μόλις χάραξε, ξαναπήγε ο ίδιος και μοίρασε σ’ όλους, καπεταναίους κι αγωνιστές, απόνα φλουρί. Έπειτα φωνάζει τον ποιητή I. Σούτσο, που είταν τότες γραμματικός του και του υπαγορεύει την αναφορά στη Διοίκηση για τούτη τη μάχη.
Πριν όμως τη στείλει, μαζεύει στο τσαντίρι του όλους τους καπεταναίους κι αξιωματικούς και βάζει τον Σούτσο να τους τη διαβάσει να την ακούσουν, μην τυχόν κι άθελά του αδίκησε κανέναν.
Ο πόλεμος αυτός, όπου οι «απλοί Έλληνες αγωνίστηκαν με μεγάλον πατριωτισμόν και γενναιότητα», γέμισε από χαρά και θάρρος τους δικούς μας και βύθισε σε λύπη και συλλογή το τούρκικο ασκέρι. Σε τόση αθυμία έπεσε ο Κιουταχής, που πρόσταζε να χτίσουν τον τάφο του στα Πατήσια, σημάδι πως ό,τι κι αν ακολουθήσει αυτός θα μείνει εκεί να πεθάνει.
Μόλις έφτασε η φήμη στην Ελευσίνα και στ’ άλλα τριγύρω μέρη πως νίκησε ο Καραϊσκάκης, τότες όλοι όσοι δεν ακολούθησαν, τρέξανε και σμίξανε μαζί του. Έτσι, μέσα σε δυο μονάχα μέρες, η δύναμη τ’ ασκεριού του ανέβηκε πάλι σε 3500 νοματαίους.
Ο Καραϊσκάκης έβγαλε κι απόνα καράβι δυο κανόνια και πρόσταζε κάθε αυγή και κάθε βράδι να ρίχνουν από μια κανονιά, σημείο πως στο στρατόπεδο αυτό βρισκόταν ο γενικός αρχηγός. Έτσι, βεβαιώθηκαν πια ολότελα οι Τούρκοι για την παρουσία του κι αυτό τους φόβισε πιότερο από καθετί άλλο. Έβαλε και τη μουσική του ταχτικού στρατού να τριγυρνά και να βαράει εμβατήρια κάθε αυγή, μεσημέρι και βράδι ενθουσιάζοντας όλους. «Όσα δε συνέτειναν προς ευχαρίστησιν του στρατεύματος» γράφει ο Κασομούλης «όλα τα επρόβλεπεν ο Καραϊσκάκης και τα ενεργούσεν. Εις αυτόν τον στρατόν μόνον είδον οι στρατιώται εθνισμόν και φροντίδα δια την τακτικήν διοίκησιν».
Τα ελληνικά και τούρκικα πόστα στο Κερατσίνι είτανε σιμά, ίσαμε τίρο ντουφεκιού, Στήσανε κ’ οι Έλληνες έξη κανόνια του κάμπου και δώδεκα οι Τούρκοι. Πέφτανε έτσι συχνά σε πόλεμο και δεν άκουγες τότες άλλο από μια αδιάκοπη βουή από τα ντουφέκια και τα τόπια.
Το σχέδιο του Καραϊσκάκη
ΕΠΕΙΤΑ από τούτη τη μάχη Τούρκοι κ’ Έλληνες ταμπουρώθηκαν. Ανάμεσα στα δυο δικά μας στρατόπεδα, τόνα στο Κερατσίνι του Καραϊσκάκη και τ’ άλλο της Καστέλλας, βρίσκονταν οι Τούρκοι στον Πειραιά. Οι Έλληνες κοίταζαν πως να σμίξουν κ’ οι Τούρκοι πως να τους μποδίσουν. Είταν τόσο κοντά, που άνοιγαν κουβέντες, πειράζονταν, βρίζονταν και πιάνανε κάποτες ακόμα και τον πετροπόλεμο. Σ’ ένα τέτοιο ομηρικό τράκο όπου σ’ αυτό κινδύνεψε κι ο ίδιος ο Καραϊσκάκης, χτυπήθηκε από πέτρα στο κεφάλι κ’ έπειτα από οχτώ μέρες πέθανε ο ήρωας του Μεσολογγίου Παναγιώτης Σωτηρόπουλος.
ΟΙ κλεισμένοι στην Ακρόπολη, και ξέχωρα ο Φαβιέρος που δεν έβλεπε την ώρα πότε θάβγαινε από το μπλοκαρισμένο κάστρο, στέλνουν μήνυμα πως τάχα δεν έχουν τροφές παρά για έξη μέρες ακόμα και μέσα σ’ αυτές οι απόξω να κάνουν ό,τι μπορούν να τους λευτερώσουν. Ο Καραϊσκάκης όμως τάκουγε βερεσέ αυτά, γιατί ήξερε πως δεν είταν αλήθεια, μα γύρευαν να γλυτώσουν μια ώρα αρχήτερα από τα βάσανά τους. Δεν άργησε να καταλάβει, πως η Αθήνα δε λευτερωνόταν από την Καστέλλα και τον Πειραιά και πως θάταν τρέλα να τα παίξουν όλα κορώνα – γράμματα, κάνοντας γιουρούσι στον κάμπο, όπου κινδύνευαν από την τούρκικη καβαλαρία. Ο Κιουταχής δεν είχε ποτέ βρεθεί σε τόσο δύσκολη θέση.
Τίποτα το πιο εύκολο, από πολιορκητής να γίνει πολιορκημένος. Η Ρούμελη είχε χαθεί γι αυτόν κ’ οι Έλληνες κράταγαν τη θάλασσα. Αν έκλειναν, λοιπόν, στα καΐκια του Κιουταχή τον Ευβοϊκό κόλπο και πιάνανε τις Θερμοπύλες και τον Ωρωπό, θ’ αναγκαζόταν, μέσα σε λίγες μονάχα μέρες, να τα παρατήσει όλα και να φύγει για τη Θεσσαλία, αν δεν ήθελε να χαθεί τ’ ασκέρι του από την πείνα. Όλοι οι ιστορικοί, χωρίς καμιά εξαίρεση, παραδέχουνται πως αυτό είταν το σωστό σχέδιο. Το γιατί δε μπήκε σε πράξη κι αντικαταστάθηκε άπονα άλλο, που οδήγησε στη μεγαλύτερη καταστροφή που πάθαμε στο Εικοσιένα, θα το δούμε παρακάτω.
Πριν κλείσουμε τούτο το κεφάλαιο αξίζει να δημοσιέψουμε, σε παλιά μετάφραση, ένα γράμμα του Ελβετού γιατρού Andre Louis Gosse προς τον φιλέλληνα συμπατριώτη του μπανκιέρη Εϋνάρδο, όπου σ’ αυτό περιγράφει τον Καραϊσκάκη στο στρατόπεδο του Κερατσινιού:
«Τον συνήντησα κατά πρώτον εν τω όρμω Αμπελακίου επί της Ελληνικής φρεγάτας την 11 Μαρτίου (1827), ένθα έσχον την τιμήν να τω παρουσιάσω τας επιστολάς σας. Η υποδοχή μου υπήρξε φιλικωτάτη. Μοι απέδειξε πόσον συνησθάνετο την προς αυτόν ευγένειά σας και μοι εφάνη εμπνεόμενος υπό μεγάλου πατριωτισμού. Ο Καραϊσκάκης είναι ανήρ περίπου τεσσαρακοντούτης ισχνός, ηλιοκαής, αναστήματος μετρίου και ευσταλούς, τα χαρακτηριστικά του κανονικά άνευ τελείας αναλογίας, το μέτωπόν του ρυτιδωμένον, οι οφθαλμοί του ζωηροί άνευ αγιότητος και η βαθύχρους κόμη του ατημέλητος. Η ολίγον ανορθωμένη ρις του δεν έχει τον χαρακτήρα της πελασγικής φυλής, η φυσιογνωμία του είναι πονηρά άνευ ανειλικρινείας, οι τρόποι του ευγενείς και καλοκάγαθοι. Έχει το αίσθημα της υπεροχής, αλλά δεν αμελεί τους περικυκλούντες αυτόν έστω και υποδεεστέρους, προσλαμβάνουν δ’ ενίοτε οι τρόποι του αφέλειαν ελκυστικήν. Η αντίληψίς του είναι εύκολος, καίτοι δ’ αμαθής μέχρις αγνοίας αναγνώσεως και γραφής, δεν προσποιείται απέχθειαν κατά της ανατροφής και αναπτύξεως των συμπατριωτών του, και ιδίως κατά της στρατιωτικής πειθαρχίας. Τέλος δεν είναι ξένος προς τα αισθήματα της δικαιοσύνης και φιλανθρωπίας και συνεπώς απολαύει γενικής αγάπης και υπολήψεως παρά του λαού.
«Ομιλεί ολίγα αλλά μετ’ ευχερείας και τόλμης, εξάπτεται δ’ ενίοτε και εκθέτει την γνώμην του μετ’ ειλικρινείας. Την ημέραν καθ’ ην παρουσιάσθην, η περιβολή του ήτο αρκετά απλή και η εκ βάμβακος και μετάξης ραβδωτή ενδυμασία του πλήρης εμβαλωμάτων, αλλά του επαρουσίασαν μίαν καινουργή ολόχρυσον και μετ’ ευχαριστήσεως την παρετήρησεν. Όταν έδωσα εις αυτόν να ενοήση ότι ο Καραϊσκάκης με το ερρακωμένον του ένδυμα ήτο εξ ίσου το αντικείμενόν της υπολήψεώς μας, όπως ο Καραϊσκάκης με τα χρυσά γαλόνια, με ενηγκαλίσθη εις στιγμήν διαχύσεως και μοι είπεν γελών «σχισμένο ρούχο δεν κρατάει ζέστη».» Εξασκεί αξιοσημείωτον επιρροήν επί των καπετανέων και στρατιωτών του. ΟΙ πρώτοι αναγνωρίζουν την υπεροχήν των στρατιωτικών του προσόντων και την επίμονον γενναιότητά του. Κατόρθωσε να ενσπείρη εις τους δευτέρους φιλοτιμίαν συνασπισμού πολύτιμον εις άτακτον πόλεμον, ήτις έσχεν ως αποτέλεσμα να υπομένωσιν αγογγύστως υπερβολικόν κόπον και παρατεταμένας στερήσεις.». Παρά την συνήθειαν των συναδέλφων του δεν ακολουθείται συνήθως εκ πολυαρίθμου συνοδείας, μόνον εις μικρός καπετάνιος, χωλός, ισχνός, δύσμορφος τον ακολουθεί πάντοτε, ως και μία Οθωμανίς ανδρικήν φέρουσαν ενδυμασίαν κοί οπλισμένη μέχρις οδόντων, ήτις, ως μοι είπον, είναι αληθής αμαζών. Τολμηρός, δραστήριος, καταρτίζει ταχέως σχέδιον εκστρατείας και εκτελών αυτό μετ’ ίσης ταχύτητος, τοιούτος είναι ο πολεμιστής επί του οποίου βασίζονται σήμερον αι λαμπρότεραι ελπίδες προς απελευθέρωσιν των Αθηνών και της Αττικής».
Οι λαμπρότερες ελπίδες … Κι όμως δεν τ’ απόμεναν παρά σαραντατέσσερις μέρες ζωής. Οι κακοί δαίμονες της ταλαίπωρης πατρίδας μας, οι ξένοι κ’ οι ντόπιοι πράκτορές τους, σκάβανε κιόλας το λάκκο όπου σ’ αυτόν πρώτος θάπεφτε ο ήρωάς μας κ’ έπειτα η πατρίδα μας. Ο Ν. Δραγούμης στις «Ιστορικές αναμνήσεις» του γράφει : «Ούτω και ημείς περικυκλούντες τον κράββατον της αποκαμούσης πατρίδος ητενίζομεν προς τον Καραϊσκάκην, ως προς την ιεράν αυτής άγκυραν».
Από το βιβλίο ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ
ΕΤΑΙΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ – Β’ ΕΚΔΟΣΗ ΑΘΗΝΑ 1957
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ- ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
![]() Είναι δειλοί οι τεμπέληδες |
Την ίδια εποχή στην κοντινή Σαλαμίνα είχε δημιουργηθεί μια κατάσταση που δεν ήταν αρεστή στον Καραϊσκάκη. Η Σαλαμίνα θεωρείτο από τους Έλληνες ένα πραγματικό άσυλο ηρεμίας. Βρίσκονταν πολλοί άνδρες όπου στο όνομα της ανάπαυσης, τριγύριζαν άσκοπα και δεν τους έκανε καρδιά να φύγουν. Ο Καραϊσκάκης δεν ήθελε να ακούει και να βλέπει μάχιμους άνδρες να περιφέρονται ασκόπως ή να είναι οκνηροί (αργοί) ενώ θα έπρεπε να πολεμούν. Την απέχθειά του στους οκνηρούς άνδρες δείχνει και το εξής περιστατικό. Στο στρατόπεδό του στην Ελευσίνα είχε στήσει μια μεγάλη σκηνή φερμένη από το Δίστομο που ανήκε προγενέστερα στον Ομέρ Πασά. Σε αυτήν φώναζε κάθε πρωί τους Αξιωματικούς του όπου τους κερνούσε ένα φλιτζάνι καφέ και μιλούσαν μεταξύ τους. Εκεί είδε έξω από τη σκηνή έναν αξιωματικό του (οπλαρχηγό) τον Λοβέρδο που περιφερόταν χωρίς άρματα μέσα στο στρατόπεδο. Τον φώναξε και τον ρώτησε – «Τι είσαι εσύ;», – «Άνθρωπος» απάντησε μάλλον ειρωνικά εκείνος. – «Και τι θες εδώ» τον ρώτησε ο Καραϊσκάκης. – «Ήρθα να σεργιανίσω» απάντησε ο «ξένοιαστος περιπατητής». – «Και τι είναι ρε το στρατόπεδο για να σεργιανίσεις;» του είπε θυμωμένα. Έκανε ο Λοβέρδος κάτι να απαντήσει και ο Καραϊσκάκης διέταξε να τον σύρουν έξω από το στρατόπεδο. – «Αργούς και θεατές στον στρατό δεν δέχομαι» είπε ο Ρουμελιώτης αρχηγός απευθυνόμενος στους άνδρες του – «Είναι δειλοί (οι τεμπέληδες) και έρχονται στους στρατούς προσθέτοντας σε αυτούς δειλία παρά θάρρος. Τέτοιους ανθρώπους να μην τους πλησιάζετε διότι έχουν ψώρα» είπε δείχνοντας ξεκάθαρα ότι απαιτούσε άνδρες να δρουν και όχι να είναι οκνηροί. Η Μάχη του Κερατσινίου (1827) | Pireorama |