ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΙΣΤΙΑ ΤΟΥ ΘΩΜΑ
ΟΜΙΛΙΑ ΠΖ’ – Ιω. 20, 24-21
«Ο Θωμάς όμως, ένας από τους δώδεκα μαθητάς, ο ονομαζόμενος Δίδυμος, δεν ήτο μαζί των όταν ήλθεν ο Ιησούς. Έλεγον λοιπόν εις αυτόν οι άλλοι μαθηταί, «Είδομεν τον Κύριον. Εκείνος δε είπεν, Εάν δεν ιδώ, δεν θα πιστεύσω», και το εξής.
Όπως ακριβώς το να πιστεύη κανείς απλώς και ως έτυχεν είναι γνώρισμα επιπολαιότητας, έτσι και το να εξετάζη κανείς και να ερευνά πέραν του μέτρου είναι γνώρισμα χονδροειδούς διανοίας. Δια τούτο και ο Θωμάς κατηγορείται διότι δεν επίστευσεν εις τους Αποστόλους, όταν του είπαν ότι «είδομεν τον Κύριον», όχι τόσον μη πιστεύων εις εκείνους, όσον επειδή εθεωρούσεν αδύνατον το πράγμα, δηλαδή την εκ νεκρών ανάστασιν, διότι δεν είπε δεν σας πιστεύω, αλλά «εάν δεν βάλω το χέρι μου εις το σημάδι των καρφιών, δεν θα πιστεύσω».
Πως λοιπόν, ενώ όλοι ήσαν συγκεντρωμένοι, αυτός μόνος απουσίαζεν; Φυσικόν ήτο να μη είχε ακόμη επιστρέψει από την διασποράν που είχε ήδη γίνει. Συ όμως όταν ιδής τον μαθητήν να μη πιστεύη, σκέψου την φιλανθρωπίαν του Κυρίου, πως και χάριν μιας ψυχής δείχνει τον αυτόν του να έχη τραύματα, και έρχεται δια να σώση και τον ένα, αν και ήτο πνευματικά πιο ατελής από τους άλλους.
Δια τούτο εζήτει να πιστεύση δια της πιο χονδροειδούς αισθήσεως και ούτε με τους οφθαλμούς επίστευε, διότι δεν είπεν, ’εάν δεν ιδώ’, αλλ’ εάν δεν ψηλαφήσω, λέγει, μη τυχόν και είναι φάντασμα αυτό που βλέπω. Και όμως οι μαθηταί, που ανήγγελλον αυτά, ήσαν αξιόπιστοι και ο ίδιος ο Κύριος που υπέσχετο αυτά, άλλ’ όμως, επειδή εζήτησε κάτι περισσότερον, ούτε αυτό του απεστέρησεν ο Χριστός.
Και δια ποίον λόγον δεν εμφανίζεται εις αυτόν αμέσως, αλλά μετά από οκτώ ημέρας; Δια να κυριευθή από πιο μεγαλυτέραν επιθυμίαν και να γίνη μελλοντικά πιστότερος κατηχούμενος υπό των μαθητών κατά το διάστημα που θα εμεσολαβούσε και ακούων τα ίδια λόγια από αυτούς. Από που δε το εγνώριζεν ότι και η πλευρά του ηνοίχθη. Το ήκουσεν από τους μαθητάς. Πως λοιπόν το μεν ένα επίστευσε, το δε άλλο δεν το επίστευσε; Διότι αυτό ήτο πολύ παράδοξον και θαυμαστόν.
Πρόσεχε δε σε παρακαλώ την φιλαλήθειαν των Αποστόλων, πως δεν κρύπτουν τα ελαττώματα, ούτε τα ιδικά των, ούτε των άλλων, αλλά τα περιγράφουν με όλην την αλήθειαν. Εμφανίζεται δε πάλιν ο Ιησούς και δεν περιμένει να ζητηθή αυτό από εκείνον, ούτε να ακούση κάτι παρόμοιον, αλλά χωρίς να ειπή τίποτε, ο ίδιος τον προλαβαίνει και εκπληρώνει εκείνο που επιθυμούσε, δεικνύων, ότι και όταν έλεγε αυτά προς τους μαθητάς, εκείνος ήτο παρών, καθ’ όσον εχρησιμοποίησε τα ίδια τα λόγια και κατά τρόπον πάρα πολύ επιτιμητικόν και εις την συνέχειαν με τρόπον διδακτικόν, διότι αφού είπε «Φέρε τον δάκτυλόν σου και ίδε τα χέρια μου και βάλε το χέρι σου εις την πλευράν μου», επρόσθεσε, «Και μη γίνεσαι άπιστος, αλλά πιστός».
Βλέπεις ότι η αμφιβολία ήτο αποτέλεσμα απιστίας; αλλά αυτό συνέβαινε πριν λάβουν το Πνεύμα, μετά από αυτά όμως δεν συνέβαινε πλέον αυτό, αλλ’ εις το εξής ήσαν ολοκληρωμένοι. Και δεν τον επετίμησε με αυτά μόνον τα λόγια, αλλά και με τα όσα λέγει εις την συνέχειαν. Διότι, όταν εκείνος τα επληροφορήθη και ανέπνευσε και ανεφώνησεν, «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου», λέγει, «Επειδή με είδες, Θωμά, επίστευσες, μακάριοι είναι εκείνοι που δεν με είδον και επίστευσαν», διότι αυτό είναι το γνώρισμα της πίστεως, το να αποδέχεται κανείς εκείνα που δεν βλέπονται, διότι «η πίστις κάμνει πραγματικά εκείνα που ελπίζομεν και βέβαια εκείνα που δεν βλέπομεν».
Εδώ δε δεν μακαρίζει μόνον τους μαθητάς, αλλά και εκείνους που θα πιστεύσουν μετά από εκείνους. Και όμως, λέγει, οι μαθηταί είδον και επίστευσαν, αλλ’ όμως δεν εζήτησαν καν εν αποδεικτικόν σημείον, αλλά από τα σοδάρια αμέσως εδέχθησαν την είδησιν περί της αναστάσεως, και πριν ιδούν το σώμα, έδειξαν όλην την πίστιν των. Όταν λοιπόν κανείς λέγη τώρα, ήθελον να εζούσα κατά τους χρόνους εκείνους και να έβλεπον τον Χριστόν να θαυματουργή, ας σκεφθή ότι «μακάριοι είναι εκείνοι που δεν με είδον και επίστευσαν».
Είναι δε άξιον απορίας, πως σώμα άφθαρτον εδείκνυε τα αποτυπώματα των καρφιών και ημπορούσε να το εγγίση χέρι. Αλλά μη θορυβηθής, καθ’ όσον αυτό συνέβη κατά συγκατάβασιν, διότι το τόσον λεπτόν και ελαφρόν σώμα, που εισήλθεν ενώ αι θύραι ήσαν κλειστοί, ήτο απηλλαγμένον από κάθε υλικήν σύστασιν, αλλά δεικνύεται αυτό δια να γίνη πιστευτή η ανάστασις και δια να μάθουν ότι αυτός ήτο ο σταυρωθείς, και δεν ανεστήθη άλλος άντ’ αυτού. Δια τούτο ανεστήθη, έχων τα σημάδια του σταυρού, και δια τούτο τρώγει.
Πράγματι οι Απόστολοι αυτό επρόβαλλον συνεχώς ως απόδειξιν της αναστάσεως, λέγοντες, «Ημείς οι οποίοι εφάγομεν μαζί του και επίομεν». Όπως ακριβώς λοιπόν βλέποντές τον προ τού σταυρού να περιπατή επάνω εις τα κύματα, δεν λέγομεν ότι το σώμα εκείνο ήτο άλλης φύσεως, αλλά της ιδικής μας, έτσι, βλέποντες αυτόν μετά την ανάστασιν να έχη τα αποτυπώματα του σταυρού, δεν θα ειπούμεν πλέον ότι αυτός είναι φθαρτός, διότι αυτά τα έδειχνε δια τον μαθητήν.
«Πολλά δε άλλα θαύματα έκαμεν ο Ιησούς». Επειδή δηλαδή αυτός ο ευαγγελιστής ανέφερεν ολιγώτερα από εκείνα που ανέφεραν οι άλλοι, λέγει άτι ούτε όλοι οι άλλοι τα ανέφερον όλα, άλλ’ όσα ήσαν ικανά να προσελκύσουν τους ακροατάς εις την πίστιν, «Εάν όλα», λέγει, «είχον γραφή, νομίζω άτι δεν θα εχωρούσε στα βιβλία ούτε όλος ο κόσμος». Άρα είναι φανερόν ότι δεν τα είπαν από φιλοδοξίαν εκείνα που έγραψαν, αλλά μόνον εξ αιτίας της χρησιμότητος αυτών, διότι εκείνοι που παρέλειψαν τα περισσότερα, πως θα ήτο δυνατόν να το έγραφον αυτό από φιλοδοξίαν ;
Διά ποιον λόγον λοιπόν δεν τα ανέφεραν όλα; Κυρίως μεν εξ αιτίας του πλήθους αυτών, έπειτα δε εσκέπτοντο και εκείνο, εκείνος που δεν θα πιστεύση εις το όσα ελέχθησαν, ούτε θα προσέξη το περισσότερα, ενώ εκείνος που θα δεχθή αυτά, τίποτε άλλο δεν θα χρειασθή δια να πιστεύση. Εγώ νομίζω εδώ ότι εννοεί το θαύματα που έκαμε μετά την ανάστασιν, δια τούτο λέγει, «Ενώπιον των μαθητών του», διότι, όπως ακριβώς προ της αναστάσεως έπρεπε να γίνουν πολλά, δια να πιστεύσουν ότι είναι Υιός του Θεού, έτσι και μετά την ανάστασιν, δια να παραδεχθούν ότι ανεστήθη. Δια τούτο και επρόσθεσεν, «Ενώπιον των μαθητών του», επειδή μόνον αυτούς συνανεστρέφετο μετά την ανάστασιν.
Δια τούτο και έλεγεν, «Ο κόσμος δεν με βλέπει πλέον». Έπειτα, δια να μάθης ότι, το όσα εγίνοντο, εγίνοντο μόνον εξ αιτίας των μαθητών, επρόσθεσεν, «Ώστε πιστεύσαντες να έχετε ζωήν αιώνιον εις το όνομα αυτού», ομιλών γενικώς προς την ιδικήν μας φύσιν και δια να δείξη ότι το ανέφερεν όχι χάριν του πιστευομένου, αλλά χάριν ημών των ιδίων.
«Εν τω ονόματι αυτού», δηλαδή δι’ αυτού, διότι αυτός είναι η ζωή. «Μετά από αυτά εφανερώθη εις τους μαθητάς του εις την λίμνην της Τιβεριάδος». Βλέπεις ότι δεν συναναστρέφεται συνεχώς αυτούς, ούτε όπως ακριβώς προηγουμένως; Εφανερώθη λοιπόν την εσπέραν και έφυγεν, έπειτα μετά από οκτώ ημέρας εφανερώθη πάλιν άλλην μίαν φοράν και πάλιν έφυγεν, έπειτα μετά από αυτά εφανερώθη εις την λίμνην, και πάλιν εφοβήθησαν πολύ οι μαθηταί.
Τι σημαίνει δε το «εφανέρωσεν»; Από αυτό είναι φανερόν ότι δεν ήτο ορατός, εάν δεν έκαμνε παραχώρησιν, εξ αιτίας της ανθρωπίνης αδυναμίας, επειδή πλέον το σώμα του ήτο άφθαρτον και δεν επεδέχετο βλάβην. Διατί δε ενεθυμήθη τον τόπον; Δια να δείξη ότι αφήρησεν από τους μαθητάς το μεγαλύτερον μέρος του φόβου, ώστε πλέον και από την οικίαν να βγαίνουν και να πηγαίνουν παντού, διότι δεν ήσαν πλέον κλεισμένοι εις την οικίαν, αλλά μετέβησαν εις την Γαλιλαίον, αποφεύγοντες τον κίνδυνον εκ μέρους των Ιουδαίων.
Έρχεται λοιπόν ο Σίμων να αλιεύση. Επειδή λοιπόν ούτε ο ίδιος ο Κύριος συνανεστρέφετο συνεχώς αυτούς, ούτε το Πνεύμα είχε δοθή, ούτε ακόμη τότε ανέλαβον επισήμως το έργον των, μη έχοντες να κάμουν τίποτε, ασκούσαν την τέχνην των. «Και ήσαν μαζί ο Σίμων, ο Θωμάς και ο Ναθαναήλ, που εκλήθη από τον Φίλιππον, και οι υιοί του Ζεβεδαίου και άλλοι δύο». Μη έχοντες λοιπόν τίποτε να κάμουν ησχολούντο με την αλιείαν και αυτό το έκαμνον κατά την νύκτα επειδή ακόμη ήσαν κυριευμένοι από τον φόβον. Αυτό το αναφέρει και ο Λουκάς, άλλ’ εκείνο που αναφέρει εκείνος δεν είναι αυτό, αλλά κάποιο άλλο. Οι δε άλλοι μαθηταί ακολουθούσαν επειδή είχαν πλέον συνδεθή μεταξύ των και συγχρόνως δια να παρακολουθήσουν την αλιείαν και να διαθέσουν καλώς τον ελεύθερον χρόνον των.
Ενώ λοιπόν επέστρεφον κατάκοποι και ταλαιπωρημένοι, παρουσιάζεται ο Ιησούς και δεν φανερώνει αμέσως τον εαυτόν του, ώστε να συνομιλήση μαζί των. Λέγει λοιπόν εις αυτούς, «Μήπως έχετε κανένα προσφάγιον». Κατ’ αρχήν συνομιλεί μαζί των με πιο ανθρώπινον τρόπον, ωσάν να επρόκειτο να αγοράση κάτι από αυτούς. Μόλις δε είπαν ότι δεν έχουν τίποτε, τους είπε να ρίψουν τα δίκτυα εις τα δεξιά του πλοίου· και αφού τα έρριψαν επέτυχον να πιάσουν πολλά ψάρια. Μόλις δε τον εγνώρισαν, πάλιν οι μαθηταί Πέτρος και Ιωάννης δείχνουν τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του χαρακτήρος των· διότι ο μεν Πέτρος ήτο θερμότερος, ενώ ο Ιωάννης πνευματικά ανώτερος· και ο μεν πρώτος ήτο πιο ορμητικός, ενώ ο άλλος πιο διορατικός.
Δια τούτο ο μεν Ιωάννης πρώτος εγνώρισε τον Ιησούν, ενώ ο Πέτρος πρώτος ήλθε προς αυτόν· καθ’ όσον δεν ήσαν τυχαία τα θαύματα που έγιναν. Ποια δε ήσαν τα όσα συνέβησαν; Πρώτον μεν το ότι επιάσθησαν πολλά ψάρια· έπειτα το ότι δεν εσχίσθη τα δίκτυαν· ύστερα το ότι ευρέθησαν τα αναμμένα κάρβουνα πριν αποβιβασθούν· από το πλοίον και το ψάρι επάνω εις τα κάρβουνα και άρτος. Διότι δεν τα εδημιούργει πλέον από προϋπάρχουσαν ύλην, όπως ακριβώς το έκαμνεν αυτό προ του σταυρού.
Μόλις λοιπόν τον εγνώρισε, τα έρριψεν ο Πέτρος όλα, και τα ψάρια και τα δίκτυα, και εφόρεσε τον χιτώνα του. Βλέπεις και την εντροπήν και τον πόθον του; Αν και ευρίσκοντο μακρυά από την όχθην διακοσίους πήχεις, άλλ’ ούτε έτσι επερίμενε να έλθη προς αυτόν με το πλοίον, άλλ’ έφθασε κολυμβών.
Τι λέγει λοιπόν ο Ιησούς; «Ελάτε», λέγει, «να προγευματίσετε. Και κανείς δεν ετολμούσε να τον ερωτήση, διότι δεν είχαν πλέον την ίδιαν παρρησίαν, ούτε το ίδιο θάρρος, ούτε τον επλησίαζον πλέον ομιλούντες προς αυτόν, αλλά με σιωπήν και πολύν φόβον και συνεσταλμένοι εκάθηντο και τον επρόσεχον· διότι «εγνώριζον ότι είναι ο Κύριος». Και δια τούτο δεν ερωτούσαν «Ποίος είναι;», επειδή όμως έβλεπαν την μορφήν του διαφορετικήν και να προξενή μεγάλην έκπληξιν, είχον εκπλαγή πάρα πολύ, και ήθελον να τον ερωτήσουν δι’ αυτήν, αλλά ο φόβος και το ότι εγνώριζον ότι δεν είναι κάποιος άλλος, αλλά ο ίδιος, τους έκαμνε ν’ αποφύγουν την ερώτησιν, και μόνον έτρωγαν τα όσα τους εδημιούργησε με πολύ μεγάλην εξουσίαν.
Εδώ δε δεν στρέφει πλέον το βλέμμα του εις τον ουρανόν, ούτε κάνει εκείνα τα ανθρώπινα, δεικνύων ότι και εκείνα έγιναν από συγκατάβασιν. Επειδή δε δεν συνανεστρέφετο συνεχώς αυτούς, ούτε όμοια με πρώτα, λέγει ότι «Αυτή ήτο η τρίτη φανέρωσίς του εις αυτούς από τότε που ανεστήθη εκ νεκρών». Και τους λέγει να φέρουν από τα ψάρια που έπιασαν, δεικνύων ότι δεν ήτο φάντασμα εκείνο που έβλεπαν. Αλλ’ εδώ μεν δεν λέγει ότι έφαγε μαζί των, ενώ ο Λουκάς εις άλλην περίπτωσιν λέγει ότι «συνανεστρέφετο και συνέτρωγε μαζί των». Το πως εγίνετο αυτό όμως δεν ημπορούμεν ημείς να το ειπούμεν· διότι αυτά εγίνοντο με κάποιον παραδοξότερον τρόπον, όχι επειδή είχεν η φύσις του πλέον ανάγκην από τροφήν, αλλά το έκαμνεν από συγκατάβασιν προς απόδειξιν της αναστάσεώς του.
Ίσως, ακούοντες αυτά, να εκυριεύθητε από ευσεβή πόθον και να εμακαρίσατε εκείνους που τον συνανεστρέφοντο τότε και εκείνους που πρόκειται να τον συναναστραφούν κατά την ημέραν της κοινής αναστάσεως. Λοιπόν όλα ας τα κάμνωμεν, ώστε να ιδούμεν εκείνο το θαυμαστόν πρόσωπον· διότι, εάν τώρα ακούοντες αυτό κυριευώμεθα από τόσον πόθον και επιθυμούμεν να εζούσαμεν κατά τας ημέρας εκείνος που έζη επάνω εις την γην και να ηκούομεν την φωνήν του και να τον εβλέπομεν και να τον επλησιάζομεν και να τον εγγίζομεν και να τον υπηρετούσαμεν, σκέψου πόσον μεγάλο πράγμα είναι να τον ιδούμεν όχι με θνητόν σώμα, ούτε να κάμνη πράγματα ανθρώπινα, αλλά να περιβάλλεται από αγγέλους και να είμεθα και ημείς με άφθαρτον σώμα και να τον βλέπωμεν και ν’ απολαμβάνωμεν όλην την άλλην μακαριότητα, που δεν ημπορεί να εκφρασθή με κανένα λόγον.
Δια τούτο λοιπόν παρακαλώ όλα να τα κάμνωμεν, ώστε να μη χάσωμεν την τόσον μεγάλην εκείνην δόξαν· διότι τίποτε δεν είναι δύσκολον, εάν θέλωμεν, ούτε βαρύ, εάν προσέχωμεν· διότι, «εάν τα υπομένωμεν, θα συμβασιλεύσωμεν».
Τι σημαίνει λοιπόν «Υπομένομεν» ; Εάν υπομένωμεν τας θλίψεις, τους διωγμούς, εάν βαδίζωμεν την στενήν οδόν· διότι η στενή οδός ως προς την φύσιν της είναι κοπιαστική, αλλά με την ιδικήν μας θέλησιν γίνεται ελαφριά με την λεπίδα των μελλοντικών αγαθών· «διότι η στιγμιαία ελαφρά θλίψις μας, προετοιμάζει δια μας αιώνιον βάρος δόξης, καθ’ όσον το βλέμμα μας προσηλώνεται όχι εις εκείνα που βλέπομεν, άλλ’ εις εκείνα που δεν βλέπονται».
Ας στρέφωμεν λοιπόν τους οφθαλμούς μας εις τον ουρανόν και ας σκεπτώμεθα συνεχώς εκείνα και ας τα βλέπωμεν· διότι εάν καταγινώμεθα συνεχώς με εκείνα, δεν θα πάθωμεν κανένα κακόν από τα εδώ ευχάριστα, δεν θα υπομείνωμεν με δυσκολίαν τα δυσάρεστα, αλλά και αυτά και τα παρόμοια αυτών θα τα περιφρονήσωμεν, και τίποτε ούτε θα μας υποδουλώση, ούτε θα ημπορέση να μας οδηγήση εις έπαρσιν, αρκεί μόνον να στρέφωμεν τον πόθον μας προς το εκεί, αρκεί να έχωμεν εστραμμένον το βλέμμα μας προς την αγάπην εκείνην.
ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ – ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ – 14 – ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Γ’ – (ΟΜΙΛΙΑΙ NE – ΠΗ ) – ΚΕΙΜΕΝΟΝ – ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ – ΣΧΟΛΙΑ Υπό ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΜΕΡΕΤΑΚΗ, Θεολόγου – ΕΠΕ – ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1981 – σελ. 719-733 – ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ