Κωνσταντίνος Τσοπάνης
Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των θρησκειών
ΔΑΡΒΙΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Γ’ ΡΑΙΧ
ΟΙ ΒΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΦΥΛΕΤΙΣΜΟΥ
Ο κοινωνικός Δαρβινισμός και η δαρβινική βιολογία αποτέλεσαν κατ’ ουσίαν τις βάσεις της ιδεολογίας του Εθνοφυλετισμού, της θεωρίας της φυλετικής καθαρότητος, καθώς και της επιστήμης της Ευγονικής, η οποία κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα θεωρείτο από πολλούς ως η καλύτερη ελπίδα της ανθρωπότητας για το μέλλον, διαδραματίζοντας παράλληλα τον ρόλο τον οποίο έχει σήμερα η Εφαρμοσμένη Γενετική. Στην ουσία η Ευγονική δεν είναι τίποτε άλλα από ένας «εφαρμοσμένος δαρβινισμός». |
Σήμερα πολλοί έχουν ταυτίσει τους όρους «εθνοφυλετισμός», «φυλετική καθαρότητα» και «ευγονική» με το Γ’ Ράιχ, πιστεύοντας ότι προέρχονται από τη ναζιστική ιδεολογία. Κατά ένα μέρος δεν έχουν απόλυτο άδικο, αφού το συγκεκριμένο καθεστώς ήταν εκείνο που εφάρμοσε αυτές τις αντιλήψεις και μεθόδους, θεσπίζοντάς τις ως μέρος της βασικής ιδεολογίας του Γερμανικού κράτους κατά την περίοδο του Β’ Π.Π. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ματιά στην ιστορία αυτών των ιδεολογικών δογμάτων θα μας οδηγήσει πολύ πιο πίσω. Σχεδόν κανείς δεν θυμάται σήμερα ότι ένας από εκείνους που πρωτοδιατύπωσαν τις θεωρίες περί ευγονικής και φυλετικής καθαρότητας ήταν ο Βρετανός εξελικτιστής Κάρολος Δαρβίνος. Κι όμως, αναδιφώντας την Ιστορία βρίσκουμε το «βιοϊατρικό όραμα» του Αδόλφου Χίτλερ και κατ’ επέκταση του κόμματός του να εδράζεται στέρεα στη δαρβινική βιολογία και στις θεωρίες περί της εξέλιξης των ειδών του Βρετανού φυσιοδίφη. Κι αυτό είναι σημαντικό, αν αναλογισθούμε ότι ακόμα και σήμερα η «ορθόδοξη θεωρία» της βιολογίας και της εξέλιξης παραμένει ο «νεοδαρβινισμός», μια θεωρία η οποία συνδυάζει αυτό που καλείται «κλασικός δαρβινισμός» με τη σύγχρονη γενετική και στην οποία κατά το παρελθόν στηρίχθηκαν τόσο ιδεολογικά όσο και επιστημονικά πρακτικές εθνοκάθαρσης. Πριν έρθουμε στο σήμερα, όμως, ας εξετάσουμε τα πράγματα με τη χρονική τους σειρά.
Ο κλασικός λεγόμενος δαρβινισμός χρονολογείται από το 1859, έτος κατά το οποίο ο Βρετανός φυσιοδίφης δημοσίευσε το πολύ γνωστό πλέον έργο του «On the origin of the Species by means of Natural Selection», με υπότιτλο «The Preservation of the favoured Races in the Struggle for Life», γνωστό στα ελληνικά με τον τίτλο «Η καταγωγή των ειδών». Η θεωρία την οποία διατυπώνει σε αυτό του το έργο ο Δαρβίνος, παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με πολλούς, δεν μπορεί να στηριχθεί επιστημονικά (δεν εννοούμε εδώ, φυσικά, τους Χριστιανούς απολογητές επιστήμονες, οι οποίοι πολύ συχνά απορρίπτουν εκ των προτέρων οτιδήποτε δεν συνάδει με τη Βίβλο και όσα αυτή διδάσκει), υιοθετήθηκε από πολλούς επιστήμονες και διανοουμένους, οι οποίοι την αποδέχθηκαν από την πρώτη στιγμή σαν να ήταν ευαγγέλιο – το «ευαγγέλιο της επιστήμης». Καθώς για αρκετούς αιώνες, από τον Μεσαίωνα και εξής, η επιστήμη στην Ευρώπη διατελούσε σε σχέση δουλείας με την Εκκλησία, έχοντας υπάρξει η «θεραπαινίδα της θρησκείας», τον 19ο αιώνα, όταν μετά τον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση το εκκρεμές της Ιστορίας είχε διαγράψει τη φυσιολογική του κίνηση προς την αντίθετη πλευρά και οι επιστήμονες είχαν χειραφετηθεί από την κυριαρχία των θρησκευτικών δογμάτων, η υιοθέτηση των θεωριών που διατυπώνονταν στο έργο του Δαρβίνου φάνηκε να είναι η «εκδίκηση» της επιστήμης απέναντι στη μακροχρόνια δουλεία στην οποία την είχαν υποβάλει η θρησκεία και το ιερατείο. Σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα το βιβλίο του Δαρβίνου αντικατέστησε στον Δυτικό πολιτισμό τη Βίβλο, καθιστάμενο το πλέον προτιμώμενο κείμενο όσον αφορά την εξέταση και την ερμηνεία του αντικειμένου της φύσης της ζωής πάνω στον πλανήτη Γη.
Το 1871 ο Κάρολος Δαρβίνος δημοσίευσε ένα ακόμα πιο αμφισβητούμενο έργο, το «The Descent of Man» («Η καταγωγή του ανθρώπου».). Οι θεωρίες τις οποίες ανέπτυξε σε αυτό το έργο συνοψίζονται ουσιαστικά σε τρία βασικά σημεία:
I) Όλα τα είδη της ζωής πάνω στον πλανήτη Γη βρίσκονται σε μια διαρκή εξελικτική προσαρμογή. Αυτή η διαπίστωση δεν ήταν μια πρωτότυπη θεωρία του Δαρβίνου, αλλά βασιζόταν στη θεωρία του «τρανσφορμισμού», της διαρκούς αλλαγής των ειδών δηλαδή, μια ιδέα την οποία είχε διατυπώσει πρώτος ο Ζαν Μπατίστ Λαμάρκ στο βιβλίο του «Ζωική Φιλοσοφία», που κυκλοφόρησε στο Παρίσι 20 χρόνια μετά τη Γαλλική Επανάσταση, το 1809. Ο σύγχρονος του Δαρβίνου εξελικτιστής φιλόσοφος και βιολόγος Ερνστ Χέκελ γράφει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του «Ιστορία της Δημιουργίας», που κυκλοφόρησε το 1873, ότι «στον Λαμάρκ θα ανήκει η αιώνια δόξα να είναι ο πρώτος που διατύπωσε τη θεωρία της καταγωγής, ως μια πρωτότυπη και ανεξάρτητη επιστημονική θεωρία η οποία θα αποτελούσε τη βάση για ολόκληρη την επιστήμη της Βιολογίας». Για να είμαστε απολύτως δίκαιοι, πρέπει να προσθέσουμε σε αυτό το σημείο ότι ακόμα και ο ίδιος ο όρος «Βιολογία» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά με την τρέχουσα επιστημονική του έννοια από τον Λαμάρκ. Ωστόσο, η δόξα τελικά αποδόθηκε στον Δαρβίνο, ο οποίος είχε την τύχη να έλθει σε επαφή με την εργασία και κατ’ επέκταση με τις θεωρίες του Λαμάρκ μέσω του φίλου του και μέντορα του, διαπρεπούς γεωλόγου της εποχής Τσαρλς Λάιλ, ο οποίος το 1832, πρώτο έτος από τα πέντε κατά τα οποία ο Βρετανός φυσιοδίφης διέπλεε τις θάλασσες του Νότου με το πλοίο Μπιγκλ, του απέστειλε τον τόμο του έργου του με τίτλο «Αρχές της Γεωλογίας», στο οποίο έκανε εκτεταμένες αναφορές στις, ελάχιστα γνωστές, την εποχή εκείνη θεωρίες του Λαμάρκ. Σε αυτή λοιπόν τη λαμαρκιανή προϋπόθεση της εξελικτικής μετατροπής του ενός είδους σε άλλο βασίσθηκε ουσιαστικά ο δαρβινισμός.
Ελλείψει ικανοποιητικών στοιχείων, όμως, ο Λαμάρκ είχε δει την εξελικτική γραμμή ως αυστηρά γραμμική. Δηλαδή, το είδος Α παράγει το είδος Β, το Β παράγει το Γ, το Γ παράγει το Δ και ούτω καθ’ εξής. Το 1855, όμως, ο Βρετανός φυσιοκράτης Αλφρεντ Ράσσελ Γουάλλας αναδιαμόρφωσε αυτό το πλαίσιο, υποστηρίζοντας ότι η εξελικτική γραμμή μπορεί να διακλαδωθεί και για παράδειγμα το είδος Α να παράξει το είδος Γ, όπως και το είδος Β και με τη σειρά του το είδος Β να παράξει τα είδη Δ, Ε και ΣΤ και ούτω καθ’ εξής. Επιπλέον, ο Γουάλλας υποστήριξε ότι τα εξελικτικά αυτά βήματα δεν είναι κατ’ ανάγκη «προοδευτικά», δηλαδή δεν οδηγούν το κάθε είδος προς την τελειότητα, όπως είχε ισχυρισθεί παλαιότερα ο Λαμάρκ. Αυτή η «αναδιάρθρωση» την οποία επιχείρησε ο Γουάλλας έγινε γνωστή ως «ο νόμος του Σάραγουοκ». Παρόλα αυτά, όταν η θεωρία των Λαμάρκ-Γουάλλας κατέληξε στον Δαρβίνο, είχε μια καλά επεξεργασμένη επιστημονική μορφή και αποτελούσε ένα έγκυρο πλαίσιο, το οποίο υποστηριζόταν με, τουλάχιστον φαινομενικά, εμπεριστατωμένα στοιχεία.
2) Το δεύτερο σημείο του «δαρβινικού δόγματος» είναι η θεωρία της λεγόμενης «φυσικής επιλογής», η οποία όμως και πάλι δεν είναι μια πρωτοτυπία του Δαρβίνου, αφού την είχε διατυπώσει πολύ νωρίτερα ο γνωστός Γάλλος φιλόσοφος και παιδαγωγός Ζαν Ζακ Ρουσσώ. Συγκεκριμένα, η πρώτη δημοσιευμένη αναφορά της Φύσης ως επιλογέα στην εξέλιξη των ειδών της ζωής βρίσκεται στο έργο του Ρουσσώ «Discourse on the origin and foundations of inequality among men» (1775), στο οποίο ο Γάλλος φιλόσοφος, αναφερόμενος στις συνθήκες ζωής στην αρχαία Σπάρτη γράφει χαρακτηριστικά: «Η Φύση χρησιμοποιεί αυτόν ακριβώς τον νόμο που χρησιμοποιούσε εκείνους οι οποίοι είναι υγιείς ώστε να ζήσουν και με μια αποτελεσματική μέθοδο καταστρέφει τους υπολοίπους».
Ωστόσο, ο Δαρβίνος, εκτός από τις θεωρίες του Ρουσσώ στις οποίες αναφερθήκαμε, στηρίχθηκε και πάλι σε μια άλλη, πιο άμεση σε αυτόν πηγή, τον Άλφρεντ Γουάλλας, ο οποίος για άλλη μια φορά προηγήθηκε του Δαρβίνου και παρουσίασε μια ακόμα πιο επαναστατική θεωρία σχετικά με την εξέλιξη και τη φυσική επιλογή. Τον Ιούνιο του 1858 ο Γουάλλας παρουσίασε στον Δαρβίνο μια αδημοσίευτη τότε εργασία του με τον τίτλο «Οn the tendency of varieties to depart indefinitely from the original type». Λίγο καιρό αργότερα ο Δαρβίνος έγραφε στον φίλο του Λάιελ ότι οι θεωρίες του Γουάλλας συνέπιπταν απολύτως με τα δικά του πιστεύω και πως, αν εκείνος είχε υπόψιν του τα γραπτά του Δαρβίνου το 1842, δεν θα μπορούσε να είχε κάνει μια καλύτερη περίληψη των ιδεών του. «Ακόμα και τώρα η ορολογία του Γουάλλας φαίνεται να έχει βγει μέσα από τα κεφάλαιά μου», έγραφε ο Δαρβίνος. Δεν είναι απίθανο η προτεραιότητα σχετικά με τη σύλληψη της ιδέας της φυσικής επιλογής να ανήκε στον Δαρβίνο, ωστόσο ο Γουάλλας δημοσιεύοντας νωρίτερα την εργασία του απέκτησε την προτεραιότητα στη διατύπωση της αντίληψης του νόμου της «φυσικής επιλογής» στην εξέλιξη.
Για τον Δαρβίνο ο νόμος της «φυσικής επιλογής» ίσχυε στην αναπαραγωγή των φυτών και των ζώων που συνέβαινε στην άγρια φύση. Αντιθέτως, στην αναπαραγωγή που γινόταν στο πλαίσιο της κτηνοτροφίας και της γεωργίας, εκεί δηλαδή όπου παρενέβαινε ο ανθρώπινος παράγοντας, ίσχυε η «τεχνητή επιλογή». Από πολύ νωρίς, στο βιβλίο του «Η καταγωγή των ειδών», ο Δαρβίνος καθορίζει αυτό που ονομάζει «φυσική επιλογή» ως εξής: «Η φυσική επιλογή διευρύνεται μέσα στη Φύση κάθε μέρα και κάθε ώρα και αγγίζει ακόμα και τις μικρότερες μορφές ζωής. Απορρίπτοντας όλα όσα είναι ασθενικά και άχρηστα προφυλάσσει και προάγει οτιδήποτε είναι καλό. Σιωπηλά και ανεπαίσθητα εργάζεται για τη βελτίωση κάθε οργανικής ύπαρξης». Όπως προκύπτει από όλα αυτά, ο δαρβινισμός με τη θεωρία του περί του νόμου της «φυσικής επιλογής» αντικατέστησε τη μέχρι τότε παραδοσιακή πίστη των Ευρωπαίων ότι η φυσική τάξη είναι το αποτέλεσμα της θεϊκής παρουσίας στον κόσμο (Θεός) με την ιδέα ότι η φυσική τάξη είναι το αποτέλεσμα της φυσικής παρουσίας (φυσική επιλογή). Μολονότι η λεγόμενη «φυσική επιλογή» κατηγορήθηκε από πολλούς ότι δεν είναι τίποτε άλλο από μια κενή γενίκευση, ωστόσο πολλοί επιστήμονες αποδέχθηκαν αυτή την θεωρία χωρίς καμιά απολύτως κριτική. Επιπλέον, η συγκεκριμένη θεωρία ήταν τόσο συνδεδεμένη με τον ταλαντούχο νεαρό εξελικτιστή Άλφρεντ Γουάλλας, ώστε, όταν παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά από τον Δαρβίνο, ονομάσθηκε «θεωρία Δαρβίνου-Γουάλλας». Για πολλούς πιο σωστή είναι η φράση «επιλογή του καταλληλότερου», την οποία προτιμά τελικά αντί της «φυσικής επιλογής» και την αναφέρει ο Δαρβίνος στην έκτη έκδοση του βιβλίου του «Η καταγωγή των ειδών». Αλλά δεν είναι όμως ούτε αυτή δική του επινόηση. Τον όρο αυτό είχε χρησιμοποιήσει επτά η οκτώ χρόνια πριν τον Δαρβίνο ο φιλόσοφος Χέρμπερτ Σπένσερ.
3) Το τρίτο σημείο της δαρβινικής θεωρίας είναι ότι η Φύση οδηγεί μέσα από τον νόμο της εξέλιξης στο γενετήσιο ένστικτο, δηλαδή στην αναπαραγωγή των ειδών και στον αγώνα για διαιώνιση κάθε μορφής ζωής. Αποδίδοντας μια τρομερή επιρροή σε αυτό το ένστικτο σε κάθε μορφή ζωής, η ζωή επάνω στον πλανήτη Γη φαίνεται να είναι ένας ακατάπαυστος αγώνας για επιβίωση και διαιώνιση. Σύμφωνα με τον Δαρβίνο, αυτός ο διαρκής αγώνας για διαιώνιση των ειδών ωθεί όλα τα οργανικά όντα να αναπαραχθούν στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Κατά συνέπεια τα νεογέννητα κάθε είδους πρέπει να καταστρέφονται σε κάποιο ποσοστό, μικρότερο ή μεγαλύτερο αναλόγως των περιστάσεων, διαφορετικά, σύμφωνα με την αρχή της γεωμετρικής ανόδου, ο αριθμός των ειδών θα γίνει σύντομα τόσο μεγάλος, ώστε κανένας τόπος δεν θα μπορέσει να τα συντηρήσει. Κι αυτό επειδή παράγονται πολύ περισσότερα πλάσματα από κάθε είδος από όσα θα μπορούσαν υπό φυσικές συνθήκες να επιβιώσουν. Έτσι σε κάθε περίπτωση πρέπει να δοθεί ένας σκληρός αγώνας για την ύπαρξη και κάθε πλάσμα πρέπει να αγωνισθεί πρώτα εναντίον ατόμων του ίδιου είδους και κατόπιν εναντίον ατόμων από άλλα είδη και να μπορέσει να υπερπηδήσει τις αντιξοότητες της ζωής για να επιβιώσει.
Προκειμένου να διατυπώσει το δόγμα ότι «ο αγώνας για την ύπαρξη δίνεται από όλα τα όντα σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό», καθώς και την αρχή της «γεωμετρικής αύξησης» των όντων, ο Δαρβίνος στηρίχθηκε στο «δόγμα του Μάλθους», το οποίο υποστήριξε ότι εφαρμόζεται με μεγάλη δύναμη σε ολόκληρο το ζωικό και φυτικό βασίλειο. Τι ήταν, όμως, αυτό το «δόγμα του Μάλθους»; Ο Τόμας Ρόμπερτ Μάλθους (1766-1834) ήταν ιερέας, διάσημος απαισιόδοξος και συγγραφέας ενός από τα δοκίμια που επέδρασαν κατά μεγάλο βαθμό στην εξέλιξη και τη διαμόρφωση της ανθρώπινης σκέψης κατά τη σύγχρονη εποχή. Το έργο αυτό ήταν το «Αρχές του πληθυσμού» (1798). Σε αυτό το δοκίμιο ο ιερέας Μάλθους υποστηρίζει ότι, «επειδή η ζωή στο σύνολό της τείνει να αυξηθεί τόσο ώστε να μη επαρκούν τα διαθέσιμα αγαθά του πλανήτη για να την διαθρέψουν, σίγουρα δεν μπορεί να υπάρξει ευοίωνη προοπτική για αυτή και άρα ούτε πραγματική πρόοδος και ευτυχία για την ανθρωπότητα η οποία αποτελεί μέρος της. Δώστε στον άνθρωπο λίγο περισσότερο ψωμί από αυτό που χρειάζεται και αμέσως θα αναπαραχθεί περισσότερο, ακυρώνοντας έτσι οποιαδήποτε προοπτική για καλύτερη διαβίωση». Ο Μάλθους στο έργο του υποστηρίζει ότι τα έμβια όντα αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο, ενώ όλα τα άλλα είδη της ύπαρξης αυξάνονται με μαθηματική πρόοδο. Κατά συνέπεια το άτομο είναι καταδικασμένο να προκαλεί την ένδειά του. Ο Μάλθους είναι ένας από τους θεμελιωτές της «απαισιόδοξης επιστήμης» των οικονομικών και αυτός που σχεδίασε οράματα από ένα αναπόφευκτο αποτρόπαιο μέλλον με λιμοκτονούντα και ασθενούντα πλήθη.
Σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστήμη, το λεγόμενο «δόγμα του Μάλθους» δεν έχει καμιά επιστημονική αξία. Σύμφωνα με πολλούς, πρόκειται απλώς για ένα παράδειγμα «μειωτικού ή απλουστευτικού σεξουαλικού ντετερμινισμού». Η ιδέα ότι κάθε μορφή ζωής κυριαρχείται αποκλειστικά από τη σεξουαλική αναπαραγωγική δραστηριότητα ώθησε τον Μάλθους να αναφερθεί στις αρχές του 18ου αιώνα στις αίγες, οι οποίες είχαν απελευθερωθεί σε κάποιο από τα νησιά Γκαλαπάγκος περί το 1670. Οι αναφορές έλεγαν ότι οι αίγες είχαν πολλαπλασιασθεί σε τέτοιον βαθμό, ώστε εξαφάνισαν κάθε είδος βλάστησης. Διαβάζοντας ο Μάλθους τις αναφορές, συμπέρανε ότι τα ανθρώπινα όντα, εάν αφεθούν να καθοδηγηθούν από τις ορμές τους, θα κάνουν το ίδιο ακριβώς πράγμα. Θα αναπαράγονται σε τέτοιον βαθμό, ώστε ολόκληρος ο πληθυσμός δεν θα διαθέτει ούτε φασόλια για να τραφεί. Αυτό το συμπέρασμα είναι η επιστημονική βάση του «μαλθουσιανού δόγματος», το οποίο ο Δαρβίνος τόσο ένθερμα υιοθέτησε και ενίσχυσε με τη διακήρυξή του ότι «εφαρμόζεται σε ολόκληρο το ζωικό και φυτικό βασίλειο».
Βαδίζοντας στα ίχνη του, ο Δαρβίνος έγραψε με απόλυτη βεβαιότητα ότι «δεν υπάρχει εξαίρεση στον κανόνα, ότι κάθε οργανικό ον φυσικά αυξάνεται όλο και με μεγαλύτερους ρυθμούς και, αν δεν καταστραφεί, τότε η Γη σύντομα θα καλυφθεί από τους απογόνους ενός μόνο ζεύγους… Ακόμα και ο αργά αναπαραγόμενος άνθρωπος θα έχει διπλασιασθεί σε 25 χρόνια», συνέχισε ο Δαρβίνος, «και με αυτούς τους ρυθμούς σε μερικές εκατοντάδες χρόνια κυριολεκτικά δεν θα υπάρχουν δωμάτια για τους απογόνους του».
Αυτή η θεωρία των Μάλθους-Δαρβίνου μας επιτρέπει να καταλάβουμε ποια ήταν η βάση της μεγάλης υστερίας η οποία κατέλαβε τις μάζες τον περασμένο αιώνα. Το δόγμα των Μάλθους-Δαρβίνου διατυπώνει με σαφήνεια την άποψη ότι ο ανθρώπινος πληθυσμός του πλανήτη σε κάποια χρόνια θα αποτελεί προβλημα. «Εάν δεν καταστραφεί», για να χρησιμοποιήσουμε τη φράση του Δαρβίνου, αυτός ο πληθυσμός πολύ σύντομα θα εξαπλωθεί στον πλανήτη σαν μόλυνση, όπως οι αίγες των νήσων Γκαλαπάγκος. Το δόγμα τους γνώρισε μεγάλη απήχηση στους ηγετικούς κύκλους της Ευρώπης του περασμένου αιώνα. Ήταν μια ισχυρή ενθάρρυνση – εγκεκριμένη από την επιστήμη – ώστε να κυριαρχήσουν οι Ευρωπαίοι στον πλανήτη πριν το κάνουν κάποιοι άλλοι.
Πριν την εμφάνιση του Μάλθους και τη διατύπωση των εφιαλτικών του οραμάτων, οι Βασιλείς και οι Ηγεμόνες της Γηραιάς ηπείρου θεωρούσαν τους μεγάλους πληθυσμούς στους οποίους βασίλευαν ως προτέρημα και πλεονέκτημα της εξουσίας τους. Μετά τη δημοσίευση του έργου του Μάλθους «Principle of Population», άρχισαν να θεωρούν κάποιους πληθυσμούς, ή μάλλον κάποιο «πλεόνασμα πληθυσμού» ως δυνάμει «καταστροφικό παθητικό». Η Μεγάλη Αμερικανική Επανάσταση της Ανεξαρτησίας, καθώς και η πολύ βίαια Γαλλική Επανάσταση είχαν αποδείξει πλέον σαφώς ότι οι μεγάλες μάζες υπό κάποιες συγκεκριμένες συνθήκες μπορεί να είναι θανατηφόρα επικίνδυνες για τους Ηγεμόνες. Ο Μάλθους δεν έκανε τίποτε άλλο από το να αποδείξει και να τεκμηριώσει αυτή την άποψη που είχε αρχίσει να αποτελεί δόγμα για τους Ευρωπαίους ηγεμόνες. Σύμφωνα με τον Μάλθους, οι μάζες είναι ολοκληρωτικά ανήθικες και η αύξηση του πληθυσμού πρέπει να ελέγχεται αυστηρά. Το 1789, έτος κατά το οποίο εξερράγη η Γαλλική Επανάσταση ως αποτέλεσμα μιας ανομβρίας και της σιτοδείας που αυτή προκάλεσε, η Γαλλία ήταν η ευρωπαϊκή χώρα με τον μεγαλύτερο πληθυσμό. Οι Ευρωπαίοι Ηγεμόνες με τη βοήθεια των θεωριών του Μάλθους δεν άργησαν να λάβουν το μήνυμα περί του «κινδύνου που ελλόχευε». Έτσι, κατά το πρώτο τέταρτο του αιώνα που ακολούθησε το νεοανακαλυφθέν «πληθυσμιακό πρόβλημα» είχε καταστεί το κύριο αντικείμενο συζητήσεων στις ευρωπαϊκές Αυλές και οι Ηγεμόνες της Γηραιάς ηπείρου αναζητούσαν τρόπους εφαρμογής του «δόγματος Μάλθους», δηλαδή του αυστηρού ελέγχου της αύξησης του πληθυσμού. Ως καλύτερος τρόπος προτάθηκε η αύξηση του δείκτη θνησιμότητας των πτωχών. Ο ιερέας Μάλθους και πάλι είχε δώσει τη λύση. «Αντί να εκκαθαρίσουμε τους πτωχούς, κάτι που θα ηχούσε άσχημα, μπορούμε και πρέπει να ευνοήσουμε τις αντίξοες συνθήκες διαβίωσής τους και αυτές θα κάνουν το έργο τους. Οι δρόμοι των πόλεων πρέπει να είναι στενοί κι ανήλιαγοι και όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι να ζουν μέσα σε κάθε σπίτι, έτσι ώστε, λόγω έλλειψης συνθηκών υγιεινής, να επανεμφανισθεί η πανούκλα. Στην επαρχία τα χωριά πρέπει να κτίζονται κοντά σε ελώδεις περιοχές και γενικότερα να ενθαρρύνεται η οικοδόμηση οικισμών σε ελώδεις και ανθυγιεινούς τόπους και ούτω καθ’ εξής».
Ο Μάλθους γνώριζε ότι εξέφραζε ριζοσπαστικές και καθόλου Χριστιανικές απόψεις περί του ελέγχου της αύξησης του πληθυσμού, γι’ αυτό και έλαβε όλες τις ευνόητες προφυλάξεις για τον εαυτό του, δημοσιεύοντας το 1798 το δοκίμιο του «Principle of Population» ανώνυμα. Αυτό ακριβώς το δοκίμιο αποτέλεσε το πρότυπο των εθνικοσοσιαλιστικών κοινωνικών αντιλήψεων. Ο «μαλθουσιανισμός», όπως αποκλήθηκε η θεωρία του, βρήκε εξ αρχής υποστηρικτές σε ολόκληρη την Ευρώπη, ωστόσο στην αρχή λίγοι ήταν αυτοί οι οποίοι τόλμησαν να εκφράσουν την υποστήριξή τους σε αυτές τις θέσεις εκτός από τους στενούς κύκλους των οπαδών του Μάλθους. Στο τέλος του 19ου αιώνα, όμως, οι Μαλθουσιανοί ήλθαν επίσημα στο προσκήνιο. Τότε τα ευρωπαϊκά έθνη ανακάλυψαν ξαφνικά ότι είχαν «πλεόνασμα πληθυσμού».
Η μια λύση ήταν, λοιπόν, ακολουθώντας τις συμβουλές του Μάλθους, να προσπαθήσουν με πλάγια μέσα να τον περιορίσουν δραστικά. Ακόμα όμως δεν είχε έλθει αυτή η στιγμή. Στον ορίζοντα διαφαινόταν μια άλλη λύση, ήδη εφαρμοσμένη από την αρχαία Ελλάδα και αποτελεσματική. Η αποικιακή επέκταση και η κατάληψη νέων εδαφών στα οποία θα διαβιούσε το «πλεόνασμα του πληθυσμού» χωρίς να προκαλεί προβλήματα στη μητροπολιτική χώρα.
Ο «αιώνας του ιμπεριαλισμού» είχε γεννηθεί, το ένα έθνος μετά το άλλο άρχισε να επιδιώκει να κυριαρχήσει σε ξένες γαίες και ξένες χώρες, όχι λόγω πλεονεξίας, αλλά για λόγους εθνικής επιβίωσης. Τα Έθνη που θα επιζούσαν στο μέλλον θα ήταν εκείνα τα οποία θα κατείχαν απέραντες εκτάσεις γης για να θρέψουν το πλεόνασμα του πληθυσμού τους. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα όλη η Αφρική είχε καταληφθεί από τα ευρωπαϊκά έθνη. Οι ιθαγενείς πληθυσμοί αυτής της ηπείρου είτε εξανδραποδίσθηκαν, είτε εξοντώθηκαν. Πολλές μεγάλες φυλές, φυλές οι οποίες για χιλιάδες χρόνια είχαν συνυπάρξει σε αρμονία με το περιβάλλον τους, εξαφανίσθηκαν στο «αφρικανικό ολοκαύτωμα». Η αλήθεια βέβαια είναι ότι η αυτοκρατορική Γερμανία των Κάιζερ ήλθε τελευταία στον αγώνα για κατάκτηση αποικιών. Ωστόσο, δεν έμεινε έξω από το παιχνίδι.
Ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός για «αυτοκρατορίες» (για παράδειγμα, ίδρυση αποικιών σε όλο τον κόσμο) ήταν προφανώς ο κύριος λόγος της έκρηξης του Α’ΠΠ. Το 1901 ο Άρθουρ Ντιξ, ο εκδότης δύο εφημερίδων του Βερολίνου, έγραφε: «Ένας δειλός άνθρωπος, ο οποίος δεν γνωρίζει πως να χρησιμοποιήσει τους αγκώνες του, μπορεί φυσικά να θέσει ένα τέρμα στην αύξηση του πληθυσμού, όταν βρει τα πράγματα πολύ στενόχωρα στο σπίτι του. Ο πλεονασμός του πληθυσμού, όμως, μπορεί να βρει οικονομική στήριξη. Ένας μελλοντικά ευτυχισμένος λαός, οπωσδήποτε, δεν γνωρίζει τίποτε σχετικά με τον τεχνητό περιορισμό. Φροντίζει μόνο να βρει μέρη στη γήινη σφαίρα για να εγκατασταθούν και να ζήσουν τα άλλα μέλη της φυλής του».
Στη Γερμανία το 1912 ο Γερμανός κοινωνικός δαρβινιστής και απόστρατος στρατηγός Φ. φον Μπέρνχαρντι έγραφε: «Για το συμφέρον του ανθρώπινου πολιτισμού είναι καθήκον μας να αυξήσουμε τις γερμανικές αποικίες. Κατά συνέπεια μόνο εμείς μπορούμε πολιτικά, ή τουλάχιστον εθνικά, να ενώσουμε τους Γερμανούς σε όλο τον κόσμο. Τότε μόνο όλοι θα αναγνωρίσουν ότι ο γερμανικός πολιτισμός είναι ο πιο απαραίτητος παράγοντας για την πρόοδο των ανθρώπων. Πρέπει να προσπαθήσουμε να αποκτήσουμε περισσότερες γαίες σε όλο τον κόσμο με κάθε μέσο και με όλες μας τις δυνάμεις, διότι πρέπει να προστατεύσουμε τη Γερμανία και τα εκατομμύρια των Γερμανών που θα γεννηθούν στο μέλλον και πρέπει να εξασφαλίσουμε γι’ αυτούς τροφή κι εργασία. Αυτοί πρέπει να μπορούν να ζουν κάτω από έναν γερμανικό ουρανό και να ζήσουν μια γερμανική ζωή». Αν λάβουμε υπόψη ότι τέτοιες τοποθετήσεις κυριαρχούσαν ιδεολογικά όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη, τότε καταλαβαίνουμε γιατί ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος. Και ήταν αναπόφευκτος γιατί θεωρείτο από τον φον Μπέρνχαρντι και τους πολλούς σοσιαλδαρβινιστές συντρόφους του στην Ευρώπη «απαραίτητος ρυθμιστής» του πληθυσμού. «Εάν δεν υπήρχε ο πόλεμος», γράφει ο φον Μπέρνχαρντι, «εμείς θα έπρεπε πιθανώς να εξοντώσουμε με κάποιον άλλον τρόπο αυτές τις κατώτερες και εκφυλισμένες φυλές που έχουν καταλάβει μεγάλες περιοχές και απειλούν τις υγιείς και ζωντανές φυλές με τον πλούτο και τον αριθμό τους. Η παραγωγική σημασία του πολέμου βρίσκεται σε αυτό, ότι προκαλεί την επιλογή, και έτσι ο πόλεμος γίνεται μια βιολογική ανάγκη».
Η γερμανική λέξη για τις αποικίες σε όλο τον κόσμο οι οποίες θα μπορέσουν να συντηρήσουν τον επιπλέον πληθυσμό είναι “Lebens-raum”, δηλαδή ζωτικός χώρος. Για τους Γερμανούς η ήττα του Α’ΠΠ σήμαινε, πέραν όλων των άλλων, την απώλεια αυτού του ζωτικού χώρου των αποικιών. Οι πολεμικές αποζημιώσεις που απαιτήθηκαν από τους νικητές ήταν ένα σημαντικό ράπισμα στη γερμανική επεκτατική πολιτική. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι οι Γερμανοί είχαν απογυμνωθεί από τις αποικίες τους. Αυτή η απογύμνωση της Γερμανίας ήταν, σύμφωνα με την άποψη των δαρβινιστών, μια θανατηφόρος ένεση για αυτή τη χώρα. Με την προοπτική της οικοδόμησης της αυτοκρατορίας αποκλεισμένη, τα γερμανικά κοινωνικά σχέδια περιορίσθηκαν στην εσωτερική προοπτική για την επιβίωση της γερμανικής φυλής και άρα στην «εσωτερική εθνοκάθαρση» της Γερμανίας.
Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα στη Γερμανία οι «φυλετιστές επιστήμονες» άρχισαν να υποστηρίζουν φανερά τη θανάτωση των ανεπιθύμητων τμημάτων και των ασθενικών μελών του πληθυσμού της χώρας τους. Ένας από αυτούς τους επιστήμονες, ο Άντολφ Γιόστ δημοσίευσε μια πρόωρη έκκληση για άμεση ιατρική εξόντωση όλων των προαναφερθέντων «προβληματικών μελών» της κοινωνίας σε ένα βιβλίο του που δημοσιεύθηκε το 1895 με τον τίτλο «Το δικαίωμα στον θάνατο». Ο Γιόστ υποστήριζε σε αυτό το έργο του ότι, για να διατηρηθεί η υγεία του κοινωνικού οργανισμού, το κράτος πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της θανάτωσης κάποιων ατόμων. Ο Άντολφ Γιόστ ήταν ο μέντορας του Αδόλφου Χίτλερ, ο οποίος και συμφωνούσε μαζί του 100%. «Το κράτος πρέπει να φροντίζει μόνο για τα παιδιά που έχουν γεννηθεί υγιή», υποστήριζε ο Χίτλερ και συνέχιζε: «Το κράτος πρέπει να δράσει ως φρουρός του χιλιετούς μέλλοντος του γερμανικού έθνους και πρέπει να θέσει τις σύγχρονες ιατρικές μεθόδους στην υπηρεσία αυτού του σκοπού. Πρέπει να κηρύξει ακατάλληλους για τη διαιώνιση του γένους όλους εκείνους οι οποίοι έχουν κάποια εμφανή ασθένεια ή πάσχουν από κάποιο κληρονομικό νόσημα το οποίο μπορούν να μεταδώσουν».
Το 1923 ο Φριτς Λενζ, ένας Γερμανός φυσικογενετιστής, ο οποίος κατέστη ιδεολογικός ηγέτης του προγράμματος της εθνικοσοσιαλιστικής φυλετικής καθαρότητας, παραπονείτο ότι η Γερμανία, κάτω από το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, βρισκόταν πολύ πίσω από την Αμερική σε όλους τους τομείς της ευγονικής, της επιστήμης δηλαδή που θα διευκόλυνε τη φυλή να διακρίνει τα υγιή μέλη από τα «εκφυλισμένα άτομα και τις ομάδες που θα στειρώνονταν». Ο Λενζ διαμαρτυρόταν για τις πρόνοιες του Συντάγματος της Βαϊμάρης απέναντι στην ευγονική και τη φυλετική καθαρότητα. Κατά την άποψή του, η ηττημένη Γερμανία, εάν ήθελε να επιβιώσει, έπρεπε να εφαρμόσει τα συμπεράσματα και τις ανακαλύψεις των ερευνών ευγονικής των ιδρυμάτων που βρίσκονταν στη Βρετανία και τις ΗΠΑ (για παράδειγμα, του Κολντ Σπρινγκ Χάρμπορ στη Νέα Υόρκη, το οποίο είχε ιδρυθεί από τη Μαίρη Χάρριμαν και τελούσε υπό τη διεύθυνση του Τσαρλς Μπ. Ντάβενπορτ. Η Μαίρη Χάρριμαν ήταν η χήρα του μεγιστάνα των σιδηροδρόμων Ε.Χ. Χάρριμαν. Ο Χάρριμαν μαζί με τον Άντριου Καρνέτζι ήταν μεγάλοι θαυμαστές του Χέρμπερτ Σπένσερ, ο οποίος υπήρξε ο πνευματικός ηγέτης των οπαδών του δαρβινικού δόγματος της Αμερικής).
Στη Γενική Συνέλευση του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος το 1934 ο Ρούντολφ Ες, πιστός στις επιταγές του Χίτλερ, δήλωνε: «Ο εθνικοσοσιαλισμός δεν είναι τίποτε άλλο από εφηρμοσμένη βιολογία». Ο συγγραφέας του βιβλίου «The Nazi Doctors-Medical Killing and the psychology of genocide», Ρόμπερτ Τζέυ Λίφτον, ως κατακλείδα του πολύ αξιόλογου βιβλίου του γράφει μεταξύ άλλων ότι «ολόκληρο το ναζιστικό καθεστώς είχε οικοδομηθεί σε ένα βιοϊατρικό όραμα το οποίο επιζητούσε την εθνοφυλετική καθαρότητα, η οποία θα εκτεινόταν προοδευτικά από την αποστείρωση έως την εκτεταμένη δολοφονία. Πολύ νωρίς και ήδη από τη δημοσίευση του βιβλίου του «Ο Αγών μου» (1924-1926) ο Χίτλερ είχε διακηρύξει την ιερή φυλετική αποστολή του Γερμανικού λαού να συγκεντρώσει και να συντηρήσει τα πολυτιμότερα αποθέματα των βασικών φυλετικών στοιχείων, τα οποία αργά και σταθερά θα αναδείκνυε σε μια κυρίαρχη θέση».
Στην ίδια την ιστορική συνάφεια η Ευγονική μπορεί να χαρακτηρισθεί ως εφαρμοσμένος δαρβινισμός. Ο ιδρυτής της Ευγονικής είναι ο Φράνσις Γκάλτον, ήταν εξάδελφος του Δαρβίνου και συγγραφέας βιβλίων περί της κληρονομικότητας, όπως τα «Hereditary Genius» (1869), «lnquiries into Human Faculties)) (1883), και «National Inheritance)) (1889), τα οποία είχαν μεγάλη επίδραση στην επιστήμη. Όχι πολύ καιρό μετά τη δημοσίευση από τον Γκάλτον του τελευταίου βιβλίου, μια ομάδα από τους καλούμενους «φυλετιστές επιστήμονες» άρχισε να δρα στη Γερμανία. Ένας από αυτούς τους επιστήμονες ήταν ο Άντολφ Γιόστ, τον οποίο προαναφέραμε ως συγγραφέας του περίφημου βιβλίου «Το δικαίωμα στον θάνατο» (1895). Η κυριότερη θέση αυτού του βιβλίου είναι πως η τελική λύση του πληθυσμιακού προβλήματος βρίσκεται στον κρατικό έλεγχο επί της ανθρώπινης αναπαραγωγής. Το βιβλίο στηρίζεται στη ρητορική των δαρβινικών «φυσικών δικαιωμάτων»: «Το κράτος έχει ένα φυσικό δικαίωμα και μια ιερή υποχρέωση να σκοτώνει τα άτομα με την εντολή να διατηρήσει το έθνος, τον κοινωνικό οργανισμό, ζωντανό και υγιή».
Όψιμοι συνήγοροι της κρατικοϊατρικής δολοφονίας ανθρώπων, όπως ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Λειψίας Καρλ Μπίντινγκ και ο Άλφρεντ Χοτς, καθηγητής Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, επέμειναν στη «θεραπευτική αξία της καταστροφής της ζωής που δεν αξίζει να ζει». «Η καταστροφή τέτοιου είδους ζωής είναι από φυλετικής άποψης μια αμιγώς θεραπευτική εργασία», δήλωνε χαρακτηριστικά ο Άλφρεντ Χοτς. Στο διάστημα μεταξύ των δύο Παγκοσμίων πολέμων η στείρωση κατέστη ο πλέον ενδεικτικός τρόπος για να ελέγχονται οι γεννήσεις. Έτσι, είναι ευνόητη η μεγάλη σημασία που είχε το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, το οποίο δεν επέτρεπε τις στειρώσεις. Οι σοσιαλδαρβινιστές επιστήμονες όμως και οι οπαδοί τους θεώρησαν αυτή την πρόνοια του Συντάγματος τρομερή απειλή για το έθνος. «Εάν κάποιος δεν έχει τη δύναμη να αγωνισθεί για να παραμείνει υγιής σε αυτό τον κόσμο, τότε έχει απολέσει το δικαίωμα στη ζωή», έγραφε ο Χίτλερ.
Οι σοσιαλδαρβινιστές πίστευαν ότι τα άτομα που κινούνταν κάτω του μετρίου σε ικανότητες και διανοητική ανάπτυξη δεν είναι αναγκαίο να συμμετέχουν στη δημιουργία της επόμενης γενεάς. Σύμφωνα με τον νόμο της «φυσικής επιλογής», αυτό τον ρόλο του διαχωρισμού και της εύνοιας των ικανοτέρων τον διαδραματίζει η Φύση. Στον αγώνα για επιβίωση κερδίζει ο ικανότερος, ενώ ο πιο αδύναμος συνήθως χάνει. Έτσι, οι νικητές περνούν στις επόμενες γενεές μέσω των απογόνων τους, ενώ οι ηττημένοι απομονώνονται και πεθαίνουν. Όταν, όμως, ο άνθρωπος εκπολιτίζεται, τότε «το παιχνίδι αλλάζει». Ο αδύναμος δεν καταστρέφεται πλέον. Συγκεκριμένα, η ασθένεια και η αδυναμία προστατεύονται από θρησκείες οι οποίες είναι ηθικοπλαστικές και δρουν εναντίον των κανόνων της Φύσης. Σε τέτοιο περιβάλλον οι αδύναμοι και οι ασθενικοί χαίρουν προνομίων τα οποία όμως δεν κέρδισαν επάξια.
Ο Αμερικανός ηγέτης των δαρβινιστών, Έρνστ Μάιρ, έγραφε χαρακτηριστικά ότι «όλα αυτά τα εκφυλισμένα άτομα δεν έχουν τίποτε άλλο να κάνουν στον πλανήτη παρά να αναπαράγουν ξανά και ξανά το ασθενικό είδος τους. Όταν, λοιπόν, τόσοι πολλοί ωφελούνται από το δικαίωμα στη ζωή, οι γενετικά ανώτεροι περιορίζονται όλο και περισσότερο και γίνονται όλο και λιγότερο προνομιούχοι στον αγώνα για την εξέλιξη. Αυτή η κατάσταση δημιουργεί ένα σοβαρό πρόβλημα για το μέλλον του ανθρώπου». Αυτή η σκοτεινή πρόβλεψη του Μάιρ είναι ουσιαστικά μια σύγχρονη επανατοποθέτηση της από παλαιότερα γνωστής προπαγάνδας της ευγονικής. Για τους σοσιαλδαρβινιστές, στο πολιτισμένο πλαίσιο ενός κοινωνικού συνόλου όπου οι πρόνοιες της Φύσης σχεδόν εξουδετερώνονται, η πολιτεία πρέπει να αναλάβει τον ρόλο της επιλογής και να ευνοήσει τα δυναμικότερα και ικανότερα στοιχεία να αναπαραχθούν. Όταν ο Χίτλερ και οι εθνικοσοσιαλιστές άρχισαν να εφαρμόζουν το πρόγραμμα στείρωσης και θανάτωσης, εργάζονταν βασισμένοι στην πεποίθηση ότι κινδύνευε το Γερμανικό έθνος και μαζί με αυτό και το μέλλον της ανθρωπότητας. Ο εθνικοσοσιαλισμός υιοθέτησε πλήρως τον δαρβινισμό και διακήρυξε ότι η φυσική επιλογή είναι η μόνη αρχή της Φύσης. Εάν η αρχή της φυσικής επιλογής ανατραπεί από τον άνθρωπο, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα θα είναι η επικράτηση της αταξίας, του εκφυλισμού και της καταστροφής της ανθρωπότητας. Όλες αυτές οι θεωρίες περί αυστηρού ελέγχου του πληθυσμού οι οποίες ήλθαν στο φως κυρίως από την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα και εξής, στηρίχθηκαν κατά κύριο λόγο στον δαρβινισμό. Συγκεκριμένα, ο Δαρβίνος υιοθέτησε τη θεωρία του Μάλθους και σε αυτήν στήριξε το τρίτο σημείο της δικής του θεωρίας. Σε αυτό ακριβώς το τρίτο σημείο, όπως το ονομάσαμε, της δαρβινικής θεωρίας στηρίχθηκε εν πολλοίς και το Γ’ Ράιχ. Τόσο ο δαρβινισμός όσο και ο προγενέστερος του μαλθουσιανισμός εμφανίσθηκαν με το προσωπείο της αληθινής επιστήμης.
Υπό το έμβλημα του δαρβινισμού, «Η μόνη αληθινή και ιερά βιολογία και εξέλιξη», οι μαλθουσιανιστές και οι μέντορές τους ήταν σε θέση να ενσπείρουν τον όλεθρο στην ανθρώπινη κοινωνία. Μεταξύ όσων αυτοί κληροδότησαν στην ανθρωπότητα συμπεριλαμβάνονται οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι για την κατάκτηση αποικιών, γαιών και αγαθών, ο θανατηφόρος σοσιαλισμός, που με τη μορφή του κομμουνισμού έπληξε βάναυσα τον προηγούμενο αιώνα και δημιούργησε ένα «κόκκινο ολοκαύτωμα» στη μισή Ευρώπη, οι δύο Παγκόσμιοι πόλεμοι, το ένα ολοκαύτωμα μετά το άλλο, καθώς και πολλά άλλα δεινά που πλήττουν ακόμα και σήμερα τον πλανήτη. Οι γενοκτονίες και τα ολοκαυτώματα, βέβαια, δεν ήταν κάτι καινούργιο. Εμφανίσθηκαν πριν το ολοκαύτωμα των Εβραίων (βλέπε γενοκτονία Αρμένιων και Ελλήνων της Μικράς Ασίας και του Πόντου κά.) και συνεχίζουν να υφίστανται μέχρι σήμερα. Αυτό όμως που διέκρινε το «πρόγραμμα εθνοκάθαρσης» των εθνικοσοσιαλιστών από όλα τα υπόλοιπα που διενεργήθηκαν κατά καιρούς ήταν ο επιστημονικός χαρακτήρας και η μεθοδολογία του. Και, φυσικά, το γεγονός ότι στηριζόταν στη δαρβινική θεωρία, η οποία θεωρείται έως σήμερα συνώνυμη με την επιστήμη.
Αντίθετα από οποιαδήποτε άλλη επιστημονική θεωρία η οποία εξαφανίσθηκε μετά τη διάψευσή της, ο δαρβινισμός έχει επιβιώσει μετά από πολλαπλές διαψεύσεις. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε μόνο το έργο του Νόρμαν Μάκμπεθ, απόφοιτου του Χάρβαρντ, ο οποίος ασχολήθηκε επισταμένα για πολλά χρόνια με τον δαρβινισμό και δημοσίευσε το 1971 μια αρκετά καλή μελέτη με τον τίτλο «Ο Δαρβινισμός επανεκδικάζεται». Ένα από τα κυριότερα συμπεράσματα του Μάκμπεθ στο συγκεκριμένο έργο είναι ότι πολλοί δαρβινιστές έχουν πεισθεί ελάχιστα για τη θεωρία τους. Αυτή την άποψη ο συγγραφέας την τεκμηριώνει πάρα πολύ καλά. Ο διαπρεπής Καρλ Πόππερ αποκάλεσε το έργο του Μάκμπεθ «μια εξαιρετική και σωστή, αν και μη συμπαθή, επανεκδίκαση της υπόθεσης του Δαρβίνου». Άλλο ένα παράδειγμα είναι ότι το 1986 ο Αυστραλός βιολόγος Μάικλ Ντέντον, στο βιβλίο του «Εξέλιξη: μια θεωρία σε κρίση», πραγματοποιεί μια αυστηρώς επιστημονική κριτική του δαρβινισμού και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η πιο διάσημη θεωρία, αυτή του Δαρβίνου δηλαδή, αποτελεί «τον μεγαλύτερο κοσμογονικό μύθο του 20ου αιώνα». «Θα περίμενε κάποιος», συνεχίζει ο Ντέντον, «ότι μια θεωρία τόσο βαρύνουσας σημασίας, μια θεωρία η οποία υποθετικά άλλαξε τον κόσμο, θα ήταν κάτι περισσότερο από μεταφυσική, κάτι περισσότερο από έναν μύθο. Κι όμως, επιστημονικά δεν στηρίζεται περισσότερο από ό,τι η ύπαρξη του Δία στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Πρακτικά ο δαρβινισμός παραμένει η μόνη πραγματικά επιστημονική θεωρία σε εξέλιξη». Κι όμως, ο δαρβινισμός παραμένει η «ορθόδοξη βιολογία». Πράγματι, είναι δύσκολο να πιστέψει κάποιος ότι μια θεωρία που αξίζει τόσο λίγο θα έχει περιχαρακωθεί τόσο βαθιά από τη σύγχρονη επιστήμη. Και αυτό γιατί υποτίθεται ότι η επιστήμη απελευθερώνει τον άνθρωπο από τον μύθο.
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ testament Μαϊος 2010
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ