ΤΟΥ ΛΕΥΤΕΡΗ ΚΑΝΤΖΙΝΟΥ
ΕΘΝΟΦΥΛΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ
Στη δίνη του πανσλαβισμού
Στα μέσα του 19ου αιώνα, οπότε και εντάθηκε ο σλαβικός εθνικισμός, η τσαρική διπλωματία εντατικοποίησε τις προσπάθειές της για την πολυπόθητη απόκτηση διεξόδου στη Μεσόγειο. Ο σπουδαιότερος σύμμαχός της ήταν η Σόφια, η οποία αρχικώς κατέστη υποχείριό της, αλλά αργότερα υπερκέρασε τη ρωσική πολιτική, ενόψει της υλοποίησης του οράματος της Μεγάλης Βουλγαρίας. Η ανθελληνική δράση των Σλάβων εντάθηκε με την ενδυνάμωση του θρησκευτικού εθνοφυλετισμού. Οι τοπικές Εκκλησίες απέκτησαν εθνικό προσδιορισμό, και ιδίως η Βουλγαρική Εξαρχία διαδραμάτισε πολιτικό ρόλο με πρόσχημα την εκκλησιαστική ανεξαρτησία, επικουρώντας στην υλοποίηση κρατικών σχεδίων. Η παραπάνω λειτουργική διαφοροποίηση δημιούργησε ένα ντόμινο αναγωγής του εκκλησιαστικού ζητήματος σε εθνικό πρόβλημα, αφού η θρησκευτική ομοιογένεια των χριστιανών ορθοδόξων των Βαλκανίων διασπάστηκε βάσει των εκάστοτε κρατικών επιδιώξεων. Η ιδανική αφορμή για την πραγματοποίηση του σλαβικού οράματος ήταν το «πολυεθνικό» Άγιο Όρος. Η ατυχής συγκυρία της εποχής ήταν ότι στον θρόνο του Οικουμενικού Πατριαρχείου ανήλθαν ιεράρχες κατώτεροι των περιστάσεων, η Αγιορείτικη Πολιτεία μαστιζόταν από ηθική και οικονομική κρίση και το κλίμα ανάμεσα στην Αθήνα και το Φανάρι ήταν τεταμένο.

Απεικόνιση σε λιθογραφία του ηγουμενοσυμβουλίου του Αγίου Όρους στα μέσα του 19ου αι.
ΠΑΡΑΚΑΤΩ, λοιπόν, γίνεται μια συνοπτική αναφορά στο σύνολο των ρωσικών και των βουλγαρικών προσπαθειών για τη μετατροπή του Αγίου Όρους σε προτεκτοράτο τους από τα μέσα του 19ου αιώνα έως την Οκτωβριανή Επανάσταση, καθώς περιγράφεται η στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και η σχέση του με την ελληνική κυβέρνηση. Τέλος, ειδική μνεία γίνεται στο Κελιώτικο και το Γεωργιανό Ζήτημα, όπως και στις βουλγαρικές προκλητικές ενέργειες κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο Μέγας Δούκας Αλέξιος, δευτερότοκος γιος του τσάρου Νικόλαου Α’ και μελλοντικός πατέρας της βασίλισσας Όλγας των Ελλήνων (καθιστάς στη μέση) στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα ανήμερα της θεμελίωσης του καθολικού της σκήτης του Αγίου Ανδρέα (16/06/1867).
Η απαρχή των προσπαθειών διεθνοποίησης του Άθω
Η μοναστική πολιτεία του Αγίου Όρους κατέστη ερήμην της αντικείμενο διεθνούς διαπραγμάτευσης και διπλωματικών συγκρούσεων μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων με αφορμή τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου το 1878. Σε αυτό γινόταν ειδική μνεία για την προστασία των ρωσικών μοναστηριών και των Ρώσων μοναχών (Άρθρο 22), που διαβιούσαν στα «τρία» αθωνικά μοναστήρια και τα εξαρτήματά τους (δηλαδή τις σκήτες, τα κελιά κ.λπ.).
Ο όρος αυτής της διεθνούς συμφωνίας προκάλεσε σειρά ερωτημάτων και ενστάσεων από την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, διότι ούτε το ιδιοκτησιακό καθεστώς των αθωνικών μονών διέτρεχε κάποιον κίνδυνο ούτε ποτέ υπήρξε πρόβλημα κακομεταχείρισης ή άνισης αντιμετώπισης των μη ελληνικής καταγωγής μοναχών από την αθωνική διοίκηση. Σημειωτέον δε ότι στο Άγιο Όρος ουδέποτε υπήρξαν τρεις ρωσικές μονές αλλά μόνο μία, αυτή του Αγίου Παντελεήμονα, καθώς και δύο σκήτες (του Αγίου Ανδρέα της Μονής Βατοπεδίου και του Προφήτη Ηλία της Μονής Παντοκράτορα).
Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου δεν υλοποιήθηκε ποτέ, γιατί εντός ολίγων μηνών ακυρώθηκε από τις αποφάσεις του Συνεδρίου του Βερολίνου (Ιούλιος 1878). Σύμφωνα με αυτό, προβλέφθηκε η διευρυμένη προστασία των αγιορείτικων μονών και των μοναχών ανεξαρτήτως της φυλετικής τους καταγωγής (Άρθρο 62).
Η ρωσική «εισβολή»
Στα μέσα του 19ου αιώνα, το Άγιο Όρος δέχτηκε την αθρόα έλευση Ρώσων μοναχών. Πυρήνας τους έγινε η Μονή του Αγίου Παντελεήμονα, η οποία σταδιακά επεκτάθηκε με την ανέγερση πολυτελών ενδιαιτημάτων, παρεκκλησίων, λιμένα κ.λπ. Την ίδια χρονική περίοδο, το σύνολο τον αθωνικών μονών περνούσε μεγάλη οικονομική και πληθυσμιακή κρίση. Οι οφειλές της Ιεράς Κοινότητας σε πιστωτές, προμηθευτές και κρατικούς φορείς αυξάνονταν με ταχείς ρυθμούς και οι δωρεές των πιστών ήταν σχεδόν ανύπαρκτες.
Το 1860 στον θρόνο του Οικουμενικού Πατριαρχείου ανήλθε ο Ιωακείμ Β’, ο οποίος επιδίωξε τη διοικητική υπαγωγή του Όρους στο Πατριαρχείο, τη μείωση του αριθμού των αθωνικών μονών και την καταβολή άπαξ του χρηματικού ποσού των 4.000 φλουριών από την Ιερά Κοινότητα. Συνάμα, η οθωμανική κυβέρνηση συνέταξε έναν νέο Καταστατικό Χάρτη, σύμφωνα με τον οποίο ένας καϊμακάμης (τοποτηρητής) θα διοριζόταν διοικητής του Όρους, έχοντας την αρμοδιότητα να εκδικάζει οικονομικές και ποινικές υποθέσεις. Και σαν να μην έφταναν όλα τούτα, η κυβέρνηση του νεοσύστατου Πριγκιπάτου της Ρουμανίας δήμευσε την περιουσία όλων των μετοχίων του Αγίου Όρους στη Μολδαβία και τη Βλαχία (25 μονές, 10 σκήτες και πολλά κτήματα).

Η Χιλανδαρινή Αδελφότητα το 1910.
Η υλοποίηση του ρωσικού σχεδίου για τη δημιουργία ενός εθνικού θύλακα στο Άγιο Όρος είχε ξεκινήσει λίγες δεκαετίες νωρίτερα. Το 1849, μόλις 5 Ρώσοι καλόγεροι έγιναν δεκτοί στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα, υπό την προϋπόθεση ότι ο μελλοντικός τους αριθμός δεν θα υπερβεί τους 30. Το 1856 οι Ρώσοι μοναχοί ξεπέρασαν τους 100 και απαίτησαν κατά τη διάρκεια του γεύματος ή του δείπνου το διάβασμα στην Τράπεζα (εστιατόριο) να γίνεται στη ρωσική γλώσσα. Την ίδια χρονική περίοδο, ομοεθνείς τους καλόγεροι αγόρασαν διάφορα εξαρτήματα της Μονής Φιλοθέου, όπου ανήγειραν ευμεγέθη οικήματα και κατασκεύασαν νέους δρόμους. Συνάμα, η ίδια η Ιερά Κοινότητα καθόρισε με κανονισμό της ότι οι δύο εθνότητες μοναχών (Έλληνες και Σλάβοι) θα έπρεπε να είναι αριθμητικά ισοδύναμες και τα διακονήματα να κατανέμονται ισότιμα μεταξύ τους (1869). Σταδιακά, οι Ρώσοι μοναχοί δημιούργησαν τις συνθήκες ώστε οι διαφορετικής καταγωγής καλόγεροι να εγκαταλείψουν τη Μονή Αγίου Παντελεήμονα και να αναζητήσουν καταφύγιο σε γειτονικά καθιδρύματα. Ακολουθώντας την τακτική του «φωνάζει ο κλέφτης», τον Ιούλιο του 1874 ο Ρώσος πρόξενος στη Κωνσταντινούπολη κόμης Νικολάι Ιγνάτιεφ συναντήθηκε με τον Επίτροπο της Αγιορείτικης Πολιτείας, εκφράζοντάς του τη δυσαρέσκεια της Αγίας Πετρούπολης για τον «διωγμό» που υφίστανται οι Ρώσοι μοναχοί από τους Έλληνες. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι ο αριθμός των Ρώσων καλογέρων στον Άγιο Παντελεήμονα ξεπερνούσε τους 600.
Με «ορμητήριο» την παραπάνω μονή, Ρώσοι μοναχοί (κυρίως απόστρατοι αξιωματικοί του τσαρικού ναυτικού) και πράκτορες «ξεχύθηκαν» στο Όρος, αγοράζοντας γη, οικήματα και συνειδήσεις. Στόχος τους ήταν η πληθυσμιακή τους υπεροχή, ώστε όσο το δυνατόν περισσότερα μοναστήρια και σκήτες να περιέλθουν στον έλεγχό τους. Συνάμα, πολυάριθμες ομάδες προσκυνητών υπόπτου προέλευσης και σκοπού διαδέχονταν η μία την άλλη, ώστε ένας μεγάλος αριθμός Ρώσων να βρίσκεται πάντοτε επί του Αγίου Όρους.
Επόμενος στόχος ήταν οι Καρυές. Οι Ρώσοι δημιούργησαν ένα πυκνό δίκτυο μοναστικών εξαρτημάτων, που κυριολεκτικά περικύκλωσε την αθωνική πρωτεύουσα. Έτσι, ενώ στις αρχές του 19ου αιώνα ο συνολικός αριθμός των Αγιορειτών μοναχών δεν ξεπερνούσε τις 3.000, στα τέλη του ίδιου αιώνα οι Ρώσοι μόνον ρασοφόροι υπερέβαιναν τις 3.500.
Τον Οκτώβριο του 1874, εκπρόσωποι της ρωσικής σκήτης του Αγίου Ανδρέα ήλθαν σε διαπραγματεύσεις με τους επικεφαλής της Μονής Σταυρονικήτα για την αγορά της παραθαλάσσιας ζώνης του μοναστηριού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ρωσική σκήτη θα αποκτούσε ιδιωτικό λιμάνι στο μέσο της ανατολικής ακτής του Άθω και επειδή η Μονή Παντελεήμονα βρισκόταν ακριβώς στο ίδιο ύψος της χερσονήσου αλλά στη δυτική πλευρά, θα δημιουργούνταν μια

Ο αρχιμανδρίτης Καλλίστρατος, ηγούμενος της βουλγαρικής Μονής Ζωγράφου (1909).
ρωσική ζώνη που ουσιαστικά θα διχοτομούσε το Άγιο Όρος. Το αντίτιμο γι’ αυτή την αγοραπωλησία θα ήταν η πλήρης εξόφληση των χρεών της Μονής Σταυρονικήτα (περίπου 600.000 γρόσια). Αρχικώς, η ρωσική πρόταση έγινε δεκτή αλλά καθυστερούσε η υπογραφή της εξαγοράς. Ο ηγούμενος του μοναστηριού Αβέρκιος και η λοιπή διοίκηση συνέχιζαν τον σπάταλο βίο τους, διπλασιάζοντας σχεδόν τις οφειλές της μονής. Τότε, οι Ρώσοι επανήλθαν και υποσχέθηκαν εκ νέου την πλήρη εξόφληση των χρεών. Εν τω μεταξύ, η Ιερά Κοινότητα πληροφορήθηκε τα καθέκαστα και έπαυσε τον Αβέρκιο από τα καθήκοντά του αλλά ο τελευταίος διαμαρτυρήθηκε στον Οικουμενικό Πατριάρχη, ο οποίος τον επανέφερε στα καθήκοντά του. Τελικώς, οι διαπραγματεύσεις με τους Ρώσους δεν τελεσφόρησαν, λόγω του θανάτου των αρμοδίων μοναχών.
Παρόμοια αγοραστική δραστηριότητα έλαβε χώρα και στην ευρύτερη περιοχή της Χαλκιδικής. Τον Νοέμβριο του 1874 Ρώσοι καλόγεροι από τη σκήτη του Αγίου Ανδρέα αγόρασαν τον όρμο της Βουρβουρού στη Σιθωνία (απέναντι από την Ουρανούπολη) και ξεκίνησαν εργασίες για την ανοικοδόμηση κοινοβίου και λιμένα. Όμως, οι κάτοικοι αντέδρασαν και κατέστρεψαν το εργοτάξιο. Παρομοίως, την επόμενη χρονιά Ρωσίδες καλόγριες εξαρτώμενες από τη Μονή Παντελεήμονα εγκαταστάθηκαν στη Μεγάλη Παναγία Χαλκιδικής και δελέασαν τους ντόπιους με την προσφορά τεράστιων χρηματικών ποσών για την αγορά των κτημάτων τους, ενώ το 1876 ένας Ρώσος μοναχός ονόματι Αγαθάγγελος διέθεσε 1.000 χρυσές λίρες για την αγορά ενός κατεστραμμένου εκ θεμελίων ναού στην ίδια περιοχή.
Άκρως αποκαλυπτική για τις προθέσεις της Αγίας Πετρούπολης είναι μία απόρρητη επιστολή του Κεντρικού Ρωσικού Κομιτάτου προς τον Γενικό Πρόξενο της Ρωσίας στη Θεσσαλονίκη (14 Νοεμβρίου 1872). Σύμφωνα με αυτήν αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι το Άγιο Όρος έπρεπε να μετατραπεί σε Οργανωτικό Κομιτάτο, που θα είχε ως αποστολή να καταστήσει τη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα σε αποθήκη όπλων και πολεμοφοδίων, να στρατολογήσει οπαδούς της Σλαβικής Υποθέσεως για την υλοποίηση του πανσλαβικού οράματος και να ιδρύσει στη χερσόνησο του Άθω ρωσικές και βουλγαρικές αποικίες με σκοπό την ουσιαστική μεταβολή του μέρους τούτου σε σλαβική χώρα. Για την επίτευξη δε του σκοπού αυτού, δινόταν η εντολή να χρησιμοποιηθεί αφειδώς κάθε μέσο, ώστε σε εύλογο χρονικό διάστημα να αφαιρεθούν από τους Έλληνες όλα τα κτήματά τους. Η παραπάνω επιστολή τελείωνε με την απόφαση ότι η Μονή του Αγίου Παντελεήμονα θα είχε στη διάθεσή της 50.000 ρούβλια ετησίως. Από την πλευρά των υπολοίπων Μεγάλων Δυνάμεων, «φρένο» σε αυτή την προσπάθεια της ρωσικής διείσδυσης στο Άγιο Όρος προσπάθησαν να βάλουν μόνο η Αγγλία και η Αυστροουγγαρία, λόγω της ύπαρξης αρκετών υπηκόων τους επί του Άθω (κυρίως Κύπριοι μοναχοί με βρετανική υπηκοότητα στη Μονή Βατοπεδίου και διάσπαρτοι καλόγεροι από τη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη με αυστροουγγρική υπηκοότητα).

Μέλη της αδελφότητας των Ρώσων κελιωτών μοναχών (1913).
Ο βουλγαρικός «δούρειος ίππος»
Στο πλαίσιο του ρωσικού πανσλαβισμού εντάσσεται και το Σχίσμα της Βουλγαρικής Εξαρχίας, που επιτεύχθηκε με τον πλέον δόλιο τρόπο. Ο επικεφαλής της ρωσικής διπλωματίας στην Κωνσταντινούπολη Ιγνάτιεφ προσέφερε «καλές» υπηρεσίες στον σουλτάνο, οργανώνοντας ένα τμήμα ενόπλων Βουλγάρων για την καταστολή της Κρητικής Επανάστασης (1866-1869). Μετά την αίσια για τους Οθωμανούς έκβαση της κρίσης, ο Ιγνάτιεφ απαίτησε ως αντάλλαγμα την αναγνώριση της αυτόνομης Βουλγαρικής Εξαρχίας. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο σουλτάνος ενέδωσε και η Βουλγαρική Εκκλησία κατέστη τυπικώς αυτοκέφαλη αλλά ουσιαστικώς τέθηκε υπό την προστασία της Ρωσίας (1870). Οι συνέπειες αυτής της εξέλιξης είχαν διπλό αντίκτυπο, τόσο σε εκκλησιαστικά ζητήματα όσο και σε πολιτικό επίπεδο (Μακεδονικό Ζήτημα). Ο Βούλγαρος Έξαρχος διεκδίκησε την επέκταση της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας του, περιλαμβάνοντας περιοχές της Θράκης, της Μακεδονίας, της Μικράς Ασίας και της Ρωμυλίας, αποδυναμώνοντας την εξουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη.
Σχετικά με το Άγιο Όρος, απόρροια αυτής της εξέλιξης ήταν το ξέσπασμα έντονων διενέξεων μεταξύ των Σέρβων και των Βουλγάρων μοναχών. Οι τελευταίοι διεκδίκησαν με επιθετικό τρόπο την ηγεσία της σερβικής μονής Χιλανδαρίου με αφορμή το υψηλό ποσό των χρεών της. Τελικώς, με παρέμβαση του Σέρβου βασιλιά Αλέξανδρου A’ Ομπρέντοβιτς, οι οφειλές αποπληρώθηκαν από το κρατικό ταμείο και η κρίση εκτονώθηκε (1896).
Στη Μονή Ζωγράφου, όμως, το βουλγαρικό στοιχείο ήταν πιο δυναμικό. Εκεί, ήδη από το 1845 οι ιερές ακολουθίες τελούνταν και στην ελληνική και τη σλαβονική διάλεκτο (η παλαιό σλαβική γλώσσα). Μετά το 1870, λοιπόν, οπότε το μοναστήρι θεωρήθηκε προέκταση του βουλγαρικού κράτους, ενισχύθηκε σε τέτοιο βαθμό (οικονομικά και πληθυσμιακά), που κατέστη δεύτερη σε ισχύ αθωνική μονή μετά από αυτήν του Αγίου Παντελεήμονα.
Ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου
Στα κρίσιμα χρόνια της δεκαετίας του 1860, στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης ανήλθαν ιεράρχες, οι οποίοι ήταν μάλλον κατώτεροι των περιστάσεων. Ο Ιωακείμ Β’ (α’ περίοδος ποιμαντορίας 1860-1863) χαρακτηρίστηκε από άκρατο συγκεντρωτισμό και έπραξε ουδέν για τον περιορισμό της ρωσικής διείσδυσης στον Άθω. Επί των ημερών της ποιμαντορίας του διαδόχου του Σωφρόνιου Γ (1863-1866), η Εκκλησία της Ρουμανίας αποσχίστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ενώ ο επόμενος Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ΣΤ’ (1866- 1871) ασχολήθηκε κυρίως με θεολογικά και λειτουργικά ζητήματα της Εκκλησίας. Στο ξεκίνημα της επόμενης δεκαετίας, νέος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εκλέχθηκε για τρίτη φορά ο Άνθιμος ΣΤ’ (1871-1873), ο οποίος όχι μόνο δεν κατάφερε να εξομαλύνει τις σχέσεις του Φαναριού με τις σλαβικές Εκκλησίες αλλά δημιούργησε νέα προβλήματα με τα υπόλοιπα πατριαρχεία (π.χ. με το Αλεξανδρείας). Ωστόσο, συγκάλεσε Πανορθόδοξη Σύνοδο, η οποία καταδίκασε την εθνικιστική πολιτική της Βουλγαρικής Εξαρχίας και την κήρυξε σχισματική. Ακολούθως, στα πλέον δύσκολα χρόνια που εδραιώθηκε η ρωσική παρουσία στον Άθω, επανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο ο Ιωακείμ Β’ (1873-1878). Αυτός κατηγορήθηκε για τις στενές σχέσεις φιλίας που είχε με τον Ρώσο διπλωμάτη Ιγνάτιεφ και ήλθε σε ρήξη με τις αγιορείτικες μονές.
Μετά από μια σειρά μετριοπαθών ή και κακών ιεραρχών, νέος Οικουμενικός Πατριάρχης εκλέχθηκε ο Ιωακείμ Γ’ (1878- 1884), ο οποίος θεωρείται από τους πιο άξιους της γενιάς του. Σχετικώς με το Άγιο Όρος, προσπάθησε να εξομαλύνει τις σχέσεις του Φαναριού με τις Καρυές, αλλά συνάμα στράφηκε εναντίον μεμονωμένων Αγιορειτών, που με τις πράξεις τους έθεταν σε κίνδυνο εκκλησιαστικά και ελληνικά συμφέροντα (π.χ. ανεξέλεγκτη χειροτονία μοναχών, παράνομοι έρανοι κ.ά.). Μάλιστα, ο Ιωακείμ κάλεσε τους αντιπροσώπους των μοναχών στην Κωνσταντινούπολη και να συζητήσουν όλα τα παραπάνω θέματα αλλά εκείνοι αρνήθηκαν.

Μοναχοί της αδελφότητας των Ελλήνων κελιωτών (1910).
Η παραπάνω εξέλιξη έφερε στο φως μια υποβόσκουσα ένταση μεταξύ της Αθήνας και του Φαναριού. Η κυβέρνηση του X. Τρικούπη κατηγορούσε τον Ιωακείμ ως ρωσόφιλο και πως η πολιτική του στρεφόταν εναντίον των ελληνικών συμφερόντων. Όμως, η θέση του Πατριάρχη ήταν ότι η ρωσική διείσδυση στο Άγιο Όρος δεν είχε πολιτικό αλλά εκκλησιαστικό πρόσημο. Γι’ αυτό τον λόγο, ο Ιωακείμ θεωρούσε ότι η Αθωνική Πολιτεία και το Πατριαρχείο έπρεπε να ακολουθήσουν μια διορθόδοξη πολιτική, μακριά από τα τοπικιστικά και τα εθνικιστικά συμφέροντα. Κατ’ αυτό τον τρόπο ο πατριάρχης προσπαθούσε να τηρήσει τον όρο της Συνθήκης του Βερολίνου (1878), σύμφωνα με τον οποίο η μονομερής υποστήριξη μιας ομάδας Αγιορειτών μοναχών βάσει φυλετικών κριτηρίων θα έδινε στις Μεγάλες Δυνάμεις το δικαίωμα επέμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων των υπόλοιπων μοναχών. Τούτο στην πράξη σήμαινε ότι, εάν το Φανάρι ή η Αθήνα ενεργούσε υπέρ των Ελλήνων μοναχών του Άθω, αυτομάτως θα νομιμοποιούνταν οι ρωσικές αξιώσεις επί του Όρους. Στον αντίποδα, η ελληνική κοινή γνώμη και η κυβέρνηση Τρικούπη θεωρούσαν ότι ιστορικά, γεωγραφικά, εθνογραφικά και θρησκευτικά ο Άθως ήταν αποκλειστικά ελληνικός, αγνοώντας όλες τις δεδομένες για την εποχή εκείνη διπλωματικές παραμέτρους. Επομένως, το Πατριαρχείο θα έπρεπε να συνταχθεί με την ελληνική πολιτική για την ευόδωση των εθνικών στόχων περί εδαφικής επέκτασης της χώρας.
Η κρίση ανάμεσα στην κυβέρνηση και το πατριαρχείο βάθαινε ολοένα και περισσότερο, ώσπου ο Ιωακείμ κατηγορήθηκε για διασπάθιση των επιχορηγήσεων που λάμβανε το Φανάρι από το Υπουργείο Εξωτερικών. Μετά όμως από σχετικό έλεγχο, που ζήτησε ο ίδιος ο πατριάρχης, αποδείχτηκε ότι «ο θησαυρός ήταν άνθρακες». Εν τω μεταξύ, αμφότερες οι πλευρές πρότειναν μια σειρά μέτρων για την ανάσχεση του ρωσικού εθνοφυλετισμού, αλλά ο καθένας έριχνε τις ευθύνες στον άλλο για την υλοποίηση αυτών των σχεδίων. Τελικώς, το 1884, ο Ιωακείμ παραιτήθηκε υπό τον κίνδυνο κατάργησης των προνομίων της Αγιορείτικης Πολιτείας από τον σουλτάνο.

Η ρώσικη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα σε γκραβούρα του 1864.
Το «Κελιώτικο» και το «Γεωργιανό» Ζήτημα
Το Κελιώτικο Ζήτημα απασχόλησε την αγιορείτικη πολιτεία κυρίως από τα τέλη του 19ου αιώνα έως την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Επιγραμματικά, το πρόβλημα αυτό θα μπορούσε να εστιαστεί στον ασφυκτικό έλεγχο των κυρίαρχων μοναστηριών προς τα κελιά και στην προσπάθεια των κελιωτών μοναχών να υπερβούν τα δικαιώματά τους έναντι των μονών. Και σ’ αυτή τη περίπτωση, οι βασικοί λόγοι διένεξης ήταν οικονομικής φύσης, οι οποίοι αρχικώς δεν είχαν σχέση με την εθνική καταγωγή των μοναχών αλλά αργότερα έδωσαν την ευκαιρία στις εύρωστες οικονομικά ομάδες των καλογέρων να επεκτείνουν τη δράση τους.
Η αφορμή για το ξέσπασμα αυτής της κρίσης ήταν το υπερβολικά υψηλό αντίτιμο για την αγορά ενός κελιού. Σύμφωνα με τον κανονισμό, ο κάθε νέος ιδιοκτήτης (Γέροντας) όφειλε να πληρώσει στο κυρίαρχο μοναστήρι το ένα τρίτο της τρέχουσας αξίας του κελιού (τριμερίδιον), που συνήθως αυτή ανερχόταν στο πενταπλάσιο του αρχικού ποσού που είχε διαθέσει ο προηγούμενος ιδιοκτήτης. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, όμως, οι Έλληνες κελιώτες δεν διέθεταν αυτά τα χρήματα, οπότε εκδιώκονταν από τα κελιά τους. Αυτήν ακριβώς την ευκαιρία άδραξαν οι Ρώσοι μοναχοί και δελέασαν τα ελληνικά μοναστήρια, προσφέροντας υπερδιπλάσια ποσά από την καθορισμένη αξία των κελιών. Οι Έλληνες μοναχοί αντέδρασαν και συγκρότησαν την Αγαθοεργό Αδελφότητα των Κελιωτών, η οποία αγόραζε τα διαθέσιμα κελιά και αργότερα τα μεταπωλούσε μόνο σε Έλληνες μοναχούς, δανείζοντάς τους χρήματα με τόκο 3%. Οι δε Ρώσοι μιμήθηκαν τους Έλληνες μοναχούς και ίδρυσαν την αντίστοιχη Ρωσική Κελιώτικη Αδελφότητα (1898).
Σχετικό με το Κελιώτικο Ζήτημα ήταν και το Γεωργιανό, το οποίο αφορούσε τη μακρόχρονη διένεξη μεταξύ των μοναχών της Μονής Ιβήρων με τους Γεωργιανούς καλόγερους του κελιού του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Η αφορμή γι’ αυτή τη διαμάχη δόθηκε όταν η διοίκηση της μονής απέρριψε το αίτημα αγοράς του κελιού από τον ιερομόναχο Βενέδικτο (κατά κόσμο Βάχτα Μπαρκολάι). Τότε, οι Γεωργιανοί μοναχοί επιτέθηκαν στο μοναστήρι, έχοντας στο πλευρό τους τον Ρώσο ιερομόναχο Ιερώνυμο από τη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα. Τελικώς, ο Βενέδικτος αγόρασε το κελί (1868), το οποίο αργότερα ανακήρυξε αυθαίρετα Νεο-Ιβηρική Μονή, έχοντας φυσικά δανειστεί ρωσικά κεφάλαια. Το 1882, η επιστασία της Μονής Ιβήρων έγειρε θέμα υπερπληθυσμού των διαμενόντων καλογέρων στο σχετικό κελί, ώσπου το 1909 και μετά από πολλές αυθαιρεσίες των Ρώσων και των Γεωργιανών καλογέρων, συμφωνήθηκε οι τελευταίοι να λάβουν το κελί του Τίμιου Προδρόμου και να εγκαταλείψουν αυτό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Ωστόσο, οι Γεωργιανοί δεν τήρησαν τη συμφωνία. Η υπόθεση έληξε τον Απρίλιο του 1918, οπότε η Ιερά Κοινότητα εκδίωξε όλους τους παράνομους καλογέρους από το κελί, πλην τριών όπως οριζόταν από τον κανονισμό, οι οποίοι όταν απεβίωσαν δεν αντικαταστάθηκαν από ομοεθνείς τους μοναχούς.
Οι καλόγεροι στα όπλα
Η αριθμητική υπεροχή μιας φυλετικής ομάδας δεν σχετιζόταν με τη διοίκηση της Ιεράς Κοινότητας, ενώ η ίδρυση νέων μονών στον Άθω απαγορευόταν. Έτσι, λοιπόν, όσα εξαρτήματα και εάν αγόραζαν οι Ρώσοι, αυτοί ποτέ δεν θα μπορούσαν να τα προβιβάσουν σε μονές. Επιπλέον, η μετατροπή των υπαρχόντων μονών σε «ρωσικά» διαφαινόταν μάλλον αδύνατη. Οι Αγιορείτες μοναχοί, έχοντας συναίσθηση του κινδύνου που διέτρεχαν από τον σλαβικό εθνικισμό, προέβησαν σε δυναμικές ενέργειες για την αποτροπή του. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση της Μονής Ιβήρων, όπου οι μοναχοί κατεδάφισαν όλα τα παρανόμως ανεγερθέντα οικήματα σε διάφορες σκήτες της από Γεωργιανούς καλογέρους. Ακόμη πιο έντονη ήταν η αντίδραση προς τους υπεράριθμους Ρώσους καλογέρους του κελιού του Σταυρού της Μονής Καρακάλλου. Όταν η Ιερά Κοινότητα αποφάσισε την απομάκρυνσή τους, αυτοί δεν υπάκουσαν, οπότε μέλη της Επιστασίας των Καρυών μαζί με πλήθος Αγιορειτών κραδαίνοντας πελέκεις ανά χείρας, εκδίωξαν διά της βίας τους Ρώσους κελιώτες. Από τη συμπλοκή τραυματίστηκαν 11 Έλληνες και 4 Ρώσοι μοναχοί.
Η «αυγή» του 20ού αιώνα συνέπεσε με τις εντατικές προετοιμασίες των λαών της βαλκανικής για τις μεγάλες αλλαγές που θα συντελούνταν την επόμενη δεκαετία. Την 9η Αυγούστου 1900, λοιπόν, οι οθωμανικές Αρχές κατηγόρησαν τη Μονή Βατοπεδίου ότι υποθάλπει «κακοποιά στοιχεία» (Μακεδονομάχους), οπότε μια ένοπλη ομάδα του Καϊμακάμη πολιόρκησε τη Μονή για 15 ημέρες, συλλαμβάνοντας δύο μοναχούς. Τον Οκτώβριο του 1904, ένα στρατιωτικό σώμα Βουλγάρων προσποιήθηκε τους επαίτες και τους καρβουνιάρηδες και βρήκε καταφύγιο στα κελιά της Χουρμίτσας. Από εκεί εισήλθε στην περιοχή της Κασσάνδρας, τρομοκρατώντας τα μετόχια των Μονών Σταυρονικήτα και Σιμωνόπετρας με πρώτο θύμα τον μυλωνά του Αγίου Μάμαντα.
Στον Άθω, όμως, βρήκαν καταφύγιο και αρκετοί Μακεδονομάχοι με κορυφαίο τον καπετάν Γιαγλή, που ήταν ο φόβος και ο τρόμος των Βουλγάρων ληστών. Μάλιστα, αυτός δεν δίστασε να συγκρουστεί ακόμη και με τους Ρώσους κελιώτες της Μονής Χιλανδαρίου, οι οποίοι υπέθαλπαν ανθελληνικές σπείρες. Τα βίαια επεισόδια επεκτάθηκαν και στις τάξεις των μοναχών, όπου Έλληνες και Σλάβοι αλληλοκατηγορούνταν για προστασία ανταρτών και συγκέντρωση μεγάλων ποσοτήτων βομβών. Όλα τούτα έδωσαν την αφορμή στις οθωμανικές Αρχές να επέμβουν στρατιωτικά στο Άγιο Όρος και να συλλάβουν πλήθος μοναχών κυρίως από τη Μονή Ζωγράφου (καλοκαίρι του 1906). Η κατάσταση είχε βγει πλέον εκτός ελέγχου. Στην είσοδο της Μονής Βατοπεδίου δύο άγνωστοι πυροβόλησαν εναντίον ενός Βούλγαρου μοναχού (9 Αυγούστου), στον δρόμο προς τη Μονή Κασταμονίτου βρέθηκαν νεκροί τρεις Βούλγαροι εργάτες ηλικίας 20-23 ετών (10 Σεπτεμβρίου), ένας μοναχός δολοφονήθηκε με ρόπαλο επίσης στη Μονή Ζωγράφου (23 Οκτωβρίου) κ.ά. Η ίδια κατάσταση επικράτησε και το επόμενο έτος με πιο χαρακτηριστική περίπτωση τον φόνο 25 Βουλγάρων εργατών, οι οποίοι, όπως αποκάλυψε το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, ήταν μεταφορείς πυρομαχικών στη Μονή Χιλανδαρίου (25 Νοεμβρίου 1907).
Τον Ιούλιο του 1908 ξέσπασε η Επανάσταση των Νεοτούρκων, οι οποίοι διέταξαν τον αφοπλισμό όλων των παράνομων ενόπλων ομάδων στην περιοχή της Μακεδονίας. Αρχικά επικράτησε ηρεμία, αλλά λίγους μήνες αργότερα οι κάτοικοι της Χαλκιδικής έπεσαν θύματα των ληστάρχων και κυρίως των Γκέκηδων (αλβανικής καταγωγής εργάτες με χαμηλό ημερομίσθιο, που ήταν στη δούλεψη των αγιορείτικων μονών). Η αναρχία επανήλθε στο Άγιο Όρος με αποκορύφωμα τη δολοφονία του αντιπροσώπου της Μονής Μεγίστης Λαύρας μοναχού Χρυσοστόμου, ο οποίος ήταν ένας από τους πιο μορφωμένους και αξιόλογους ρασοφόρους του Άθω.
Η βία και οι απειλές μεταξύ των μοναχών ήταν πλέον καθημερινό φαινόμενο. Μία από τις πιο «δραστήριες» προσωπικότητες που υποκινούσαν τις εντάσεις ήταν ο κελιώτης Χρυσόστομος Λαυριώτης, ο οποίος δολοφονήθηκε τις παραμονές των Χριστουγέννων του 1908. Στο αντίπαλο «στρατόπεδο» ξεχώριζε ο καπετάν Γιαγλής, ο οποίος απειλούσε ότι θα ανατινάξει τους πάντες με τις βόμβες του (επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Παμμακεδονικού Κομιτάτου Αγγελή προς τον Διάδοχο Κωνσταντίνο, 4 Νοεμβρίου 1908). Με την έλευση του νέου έτους, βουλγαρικές αντάρτικες ομάδες εισήλθαν στον Άθω, βρίσκοντας καταφύγιο κυρίως σε εξαρτήματα της Μονής Ζωγράφου. Λίγους μήνες αργότερα, μία ακόμη δολοφονία συντάραξε την αγιορείτικη πολιτεία. Ήταν αυτή του καπετάν Στεφανή, του οποίου το πτώμα ανακαλύφθηκε στο πηγάδι της Μονής Βατοπεδίου (23 Απριλίου 1909). Οι υποψίες έπεσαν στον Αρχιγραμματέα της Μονής και τους Βατοπεδινούς καλογέρους αλλά δεν αποδείχτηκαν.
Ο οικουμενικός πατριάρχης Ιωακείμ Γ’ (β’ περίοδος ποιμαντορίας, 1901-1912) συνειδητοποίησε πλέον ότι η ηρεμία έπρεπε να επανέλθει στο Άγιο Όρος. Έτσι, σε συνεργασία με τον Μητροπολίτη Κασσάνδρας Ειρηναίο και την Ιερά Κοινότητα συνέταξε έναν νέο Γενικό Κανονισμό, σύμφωνα με τον οποίο θα γινόταν σεβαστός ο εθνικός χαρακτήρας των μονών και θα ρυθμίζονταν άπαξ οι σχέσεις μεταξύ των μοναστηριών και των εξαρτημάτων τους. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Ιωακείμ προσπάθησε να διευθετήσει τα ζητήματα του Αγίου Όρους. Προ ετών και σε συνεργασία με τον Έλληνα πράκτορα και εντεταλμένο του Υπουργείου Εξωτερικών Εμμανουήλ Φωκά εισηγήθηκε την αποδοχή εγκαταβίωσης στο Όρος μόνον όσων Ρώσων μοναχών είχαν στην κατοχή τους συστατική επιστολή από ομοεθνή τους επίσκοπο, επικυρωμένης από το Φανάρι. Ωστόσο, η Ιερά Κοινότητα τίποτα απ’ όλα τα παραπάνω δεν εφήρμοσε. Τουναντίον, υποστήριξε τον ρωσικό συνασπισμό για την απόκτηση της βουλγαρικής Μονής Ζωγράφου. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με αναφορά του Φωκά προς το Υπουργείο Εξωτερικών, επισημαινόταν ο κίνδυνος κατάργησης της ελληνικής ως επίσημης γλώσσας του Αγίου Όρους και η αντικατάστασή της με τη σλαβική, καθώς συνάμα ετίθετο θέμα κατάλυσης του αυτοδιοίκητου με την υπέρμετρη αύξηση της τουρκικής Χωροφυλακής στον Άθω λόγω της αδιαφορίας της ντόπιας πολιτοφυλακής να τελέσει τα καθήκοντά της. Τέλος, ο Φωκάς στηλίτευε την πολιτική αισχροκέρδειας που ακολουθούσε η Ιερά Κοινότητα, ωθώντας τους Αθωνίτες στους κόλπους του τουρκικού κρατισμού (π.χ. υπερκοστολόγηση για την έκδοση διαφόρων Βεβαιώσεων, πιστοποιητικών ιδιοκτησίας κ.λπ.).
Η δεκαετία του 1910
Τον Αύγουστο του 1912 αυξήθηκαν κατακόρυφα οι αναφορές για δολοφονίες, απόπειρες δολοφονιών και απαγωγές καλογέρων, ιδίως από το κελί Μυλοποτάμου της Μονής Μεγίστης Λαύρας και τα εξαρτήματα της Μονής Βατοπεδίου. Δύο μήνες αργότερα ξέσπασε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος και όταν διαφάνηκε η ταχεία νίκη των συμμαχικών δυνάμεων (Βουλγαρίας, Ελλάδας, Μαυροβούνιου και Σερβίας) επί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Ρωσία αποφάσισε να προσεταιριστεί για μία ακόμη φορά το Άγιο Όρος. Αρχικώς, ρωσική αντιπροσωπεία απαίτησε από τον ηγούμενο της Μονής Φιλοθέου την παραχώρηση της παράκτιας ζώνης του μοναστηριού για την κατασκευή ναύσταθμου, αλλά έλαβε αρνητική απάντηση αφού κάτι τέτοιο έπρεπε να γίνει κατόπιν σχετικής άδειας από την Ιερά Κοινότητα. Εν συνεχεία, η επίσημη τσαρική διπλωματία γνωστοποίησε ότι δεν θα δεχόταν τη ρύθμιση του πολιτειακού καθεστώτος του Αγίου Όρους δίχως την ενεργό συμμετοχή και της ίδιας, προτείνοντας ο Άθως να καταστεί ουδέτερο έδαφος υπό τη συγκυριαρχία όλων των ορθοδόξων λαών των Βαλκανίων. Το Μαυροβούνιο και η Σερβία αδιαφόρησαν στην παραπάνω πρόταση, ενώ η Βουλγαρία αντιπρότεινε το Άγιος Όρος να αποδοθεί στη Ρουμανία, παίρνοντας ως αντάλλαγμα τα ρουμανικά εδάφη της Δοβρουτσάς (περιοχή με τα μεγάλα λιμάνια της Κωστάντζας και της Τούλτσα).

Αγιορείτικη πολιτοφυλακή αποτελούμενη από μοναχούς και έναν χωροφύλακα (Καρυές, 21 Ιουνίου 1913).
Στην Πρεσβευτική Διάσκεψη του Λονδίνου (12 Μαΐου 1913), οι Ρώσοι κελιώτες κατέθεσαν ένα υπόμνημα, στο οποίο επεσήμαναν την αριθμητική τους υπεροχή στο Άγιο Όρος. Έχοντας τούτο ως επιχείρημα, ζήτησαν την αλλαγή της αντιπροσώπευσής τους στο συμβούλιο της Ιεράς Κοινότητας, την ανεξαρτητοποίηση και την αναβάθμιση των ρωσικών εξαρτημάτων, καθώς και την ανακήρυξη του Άθω σε ουδέτερο έδαφος υπό την προστασία της Αγίας Πετρούπολης. Αρχικώς, η πρόταση αυτή έγινε αποδεκτή από τους Ευρωπαίους πρέσβεις με μοναδική διαφορά ότι η Αγιορείτικη Πολιτεία θα ετίθετο υπό τον έλεγχο όλων των εμπλεκομένων χωρών (Βουλγαρίας, Ελλάδας, Μαυροβούνιου, Ρουμανίας, Ρωσίας και Σερβίας). Τότε, η Ιερά Κοινότητα αντέδρασε έντονα και ζήτησε την αποκλειστική κυριαρχία της Ελλάδας επί του Άθω. Έτσι, οι Ευρωπαίοι αντιπρόσωποι ανέβαλαν τη λήψη της τελικής τους απόφασης και ανέθεσαν σιωπηρά την προστασία του Αγίου Όρους στην Ελλάδα.
Εν τω μεταξύ, η πολιτική του πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ και τα εσωτερικά προβλήματα στην τσαρική Ρωσία ανέκοψαν τη ρωσική διείσδυση στον Άθω. Έκτοτε, η Σόφια θεώρησε πως ήταν η καταλληλότερη στιγμή για να υπερκεράσει τις επιδιώξεις της Αγίας Πετρούπολης. Μετά την απελευθέρωση του Αγίου Όρους από τον ελληνικό στρατό (26 Νοεμβρίου 1912), οι Βούλγαροι ζήτησαν την άδεια εισόδου ενός λόχου τους στον Άθω με τη δικαιολογία της ανάπαυσης και του προσκυνήματος των στρατιωτών στη βουλγαρική Μονή Ζωγράφου. Η Ιερά Κοινότητα αποδέχτηκε το αίτημα και οι Βούλγαροι επιδίωξαν τη μόνιμη εγκατάστασή τους στη μονή. Εκεί, ύψωσαν τη βουλγαρική σημαία και παρέμειναν έως το καλοκαίρι του 1913. Η αντίδραση της Αθήνας ήταν άμεση. Συγκροτήθηκε ένα εθελοντικό στρατιωτικό σώμα 100 κελιωτών και κοσμικών εργαζομένων με έδρα τις Καρυές, το οποίο θα προστάτευε τους Αγιορείτες από πιθανές βουλγαρικές επιθέσεις. Μετά την απρόκλητη και απροειδοποίητη έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων των Βουλγάρων εναντίον των πρώην συμμάχων τους (16 Ιουνίου 1913) και την άρνηση του λόχου της Μονής Ζωγράφου να παραδοθεί στις ελληνικές Αρχές, το ένοπλο σώμα των Καρυών πολιόρκησε το μοναστήρι. Έτσι, την 21η Ιουνίου (ημέρα της νικηφόρας για τους Έλληνες μάχης του Κιλκίς-Λαχανά), το στρατιωτικό σώμα της Ζωγράφου παραδόθηκε και μεταφέρθηκε αιχμάλωτο στον Πειραιά. Όσον αφορά τον αγιορείτικο βουλγαρικό πληθυσμό, αυτός μειώθηκε στους 243 μοναχούς από τους 307 το 1910. Τέλος, σχετικά με την τσαρική πολιτική στον Άθω, αυτή τερματίστηκε όταν οι άθεοι μπολσεβίκοι κατέλαβαν την εξουσία (1917).

Τμήμα του ελληνικού στρατού στη Μονή Βατοπεδίου, λίγες ημέρες μετά την απελευθέρωση του Αγίου Όρους.
Οι ύστατες βουλγαρικές προσπάθειες
Το ζήτημα της ελληνικής κυριαρχίας στο Άγιο Όρος λύθηκε οριστικά με τη Συνθήκη της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923). Με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αναζωπυρώθηκε και ο βουλγαρικός εθνικισμός. Μετά την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα (1941), ο βουλγαρικός στρατός προέβη σε ωμότητες εις βάρος των Ελλήνων της Μακεδονίας και της Θράκης με σκοπό τον εκβουλγαρισμό των περιοχών αυτών και όχι την «απλή» κατοχή τους. Η λεηλασία των Μονών της Παναγίας της Εικοσιφοίνισσας και του Τίμιου Προδρόμου προοιώνισαν και το μέλλον του Αγίου Όρους, εάν αυτό έπεφτε στα βουλγαρικά χέρια (και οι δύο παραπάνω μονές βρίσκονται στον νομό Σερρών και είχαν υποστεί επίσης μεγάλες καταστροφές από τους Βούλγαρους τη δεκαετία του 1910).
Μετά την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου και τη διάλυση της ελληνικής διοίκησης της Αγιορείτικης Πολιτείας, η Ιερά Κοινότητα, δρώντας διορατικά και προς το συμφέρον του ελληνικού χαρακτήρα του Άθωνα, ζήτησε με επιστολή της προς τον ίδιο τον Χίτλερ την προστασία του αυτοδιοίκητου του Όρους και τη διατήρηση των έως τότε προνομίων του. Το Βερολίνο ανταποκρίθηκε άμεσα και θετικά στα αιτήματα αυτά, διασφαλίζοντας τη μη είσοδο των βουλγαρικών στρατευμάτων στο Άγιο Όρος. Παρ’ όλα αυτά, οι αντιπρόσωποι των σλαβικών μονών Παντελεήμονα και Ζωγράφου ζητούσαν επιμόνως την απόσπαση της διοίκησης του Αγίου Όρους από το (κατοχικό) Υπουργείο Εξωτερικών και την υπαγωγή του στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, απ’ όπου οι Βούλγαροι θα είχαν μεγαλύτερη ευχέρεια ελέγχου του Άθωνα.
Στα χρόνια της Κατοχής, η καθημερινότητα των Αγιορειτών μοναχών γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη, όπως άλλωστε το ίδιο ίσχυε και για την πλειοψηφία των κατοίκων της χώρας. Ο βαρύς χειμώνας του 1941-1942, η απαγόρευση της κατασκευής και της εμπορίας τεχνουργημάτων από τους μοναχούς, καθώς και η συχνή δέσμευση των λιγοστών γεωργικών προϊόντων, που παρήγαγαν οι Αγιορείτες δημιούργησαν έντονο επισιτιστικό και οικονομικό πρόβλημα στον Άθω. Εξαίρεση αποτέλεσε η Μονή Ζωγράφου. Η Σόφια ενίσχυε σε χρήμα και σε τρόφιμα τους Βούλγαρους καλογέρους, οι οποίοι διήγαν έναν επιδεικτικά άνετο βίο εν μέσω τέτοιων τραγικών καταστάσεων. Μάλιστα, αυτοί προσέγγισαν τους Έλληνες Αγιορείτες, υποσχόμενοι τους παρόμοια ενίσχυση υπό τον όρο να υπογράψουν μια δήλωση υποταγής στον βασιλιά της Βουλγαρίας. Μάλιστα, οι βουλγαρικές προκλήσεις συνεχίστηκαν με πιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτή της εορτής του Αγίου Γεωργίου του 1943, όταν οι μοναχοί της Μονής Ζωγράφου χρησιμοποίησαν την ελληνική σημαία σαν σφουγγαρόπανο για τον καθαρισμό της τράπεζάς τους (εστιατορίου). Τότε, η Ιερά Κοινότητα γνωστοποίησε στο Υπουργείο Εξωτερικών τα καθέκαστα και ζήτησε οικονομική επιχορήγηση, η οποία ανήλθε στα 3 εκατ. δραχμές, προκαλώντας όμως την έντονη αντίδραση του Υπουργείου Οικονομικών, το οποίο προσπαθούσε να κρατήσει «όρθια» μία κατεχόμενη χώρα.
Η τσαρική Ρωσία ακολούθησε μια καλά σχεδιασμένη πολιτική διείσδυσης στο Άγιο Όρος από τα μέσα του 19ου αιώνα έως την έναρξη του A Παγκοσμίου Πολέμου. Την ίδια χρονική περίοδο, ο Άθως είχε μετατραπεί σε ένα πολύβουο και αναπτυσσόμενο «κρατίδιο», όπου νέα κτίρια ανοικοδομούνταν, παλαιές εγκαταστάσεις ανακαινίζονταν, πλήθος εργάτες πηγαινοέρχονταν στην ιερή χερσόνησο, δεκάδες καταστήματα είχαν ανοίξει στις Καρυές και ακτοπλοϊκά δρομολόγια μετέφεραν αδιάκοπα αγαθά και ανθρώπους στα μοναστηριακά λιμάνια. Το 1912, η ιδέα του πανσλαβισμού άρχισε να αποδυναμώνεται, εξαιτίας κυρίως της στρατιωτικής επικράτησης των ελληνικών δυνάμεων. Έτσι, η ρωσική διπλωματία προέβαλε το ζήτημα της διεθνοποίησης του Αγίου Όρους, αλλά και πάλι τα σχέδιά της ματαιώθηκαν λόγω των εσωτερικών προβλημάτων που αντιμετώπισε.
Σχετικώς με τις αρμόδιες εκκλησιαστικές Αρχές, το Οικουμενικό Πατριαρχείο κλήθηκε να διαδραματίσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο για τη διασφάλιση των ισορροπιών ανάμεσα στην Υψηλή Πύλη, την Ιερά Επιστασία, τους Αγιορείτες μοναχούς και τις πολιτικές επιδιώξεις της Αθήνας και της Αγίας Πετρούπολης. Όταν παρουσιάστηκε το ζήτημα της ρωσικής διείσδυσης, ορισμένοι πατριάρχες υπήρξαν κοντόφθαλμοι ή αδύναμοι να το ελέγξουν, αλλά αργότερα οι διάδοχοί τους συγκράτησαν την περαιτέρω εκτράχυνση των καταστάσεων. Επίσης, η δυσλειτουργία του αυτοδιοίκητου συστήματος της Αγιορείτικης Πολιτείας προκάλεσε τριβές στις σχέσεις των ίδιων των Μονών, οι οποίες εντάθηκαν με τις εθνικές επιδιώξεις των Ρώσων και των Βουλγάρων κελιωτών. Ωστόσο, η πλειονότητα των υπολοίπων μοναχών με διαφορετική καταγωγή προτιμούσε αναφανδόν την προσάρτηση του Άθω στο ελληνικό κράτος για λόγους ιστορικούς και δικαίου.
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δ. Γούλας, Το Άγιον Όρος και η Χαλκιδική, Αθήνα 1963.
Ν. Μυλωνάκος, Άγιον Όρος και Σλαύοι, Αθήνα 1960.
Β. Πάππας, Ιστορικά και πολιτιστικά στοιχεία στο Άγιο Όρος και την ευρύτερη περιοχή, η δράση μοναχών και λαϊκών κατά τον Μακεδονικό Αγώνα και τους Βαλκανικούς Πολέμους, Διδακτορική Διατριβή, ΠΑΜΑΚ, 2014.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΙΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
Ι.Α. Δ.Ν. Μουσμούτη / Πρεσβεία της Ελλάδος παρά τη Υψηλή Πύλη / Αρ.Πρ.2112 / Ιούνιος 1877 & Αρ. Πρ. 3997/Οκτώβριος 1877.
ΙΜΧΑ/Αρχείο Κυρ. Ταβουλάρη/Αντίγραφα ΥΠΕΞ / Φάκ.7 / Β / Φωκάς Εμ., Περί της εν Αγίω Όρει καταστάσεως από Εθνικής απόψεως/Εγγ. 1, 17 &Φάκ.3/Εγγ. 93.
ΚΥ / ΑΥΕ/Α 1905/ΑΑΚ/ Αρχείο Ευ. Κωφού / φ. 435/ Αρ. 379 (Κορομηλάς προς ΥΠΕΞ).
Ο Ελευθέριος Ηλ. Καντζίνος είναι συγγραφέας, ιστορικός ερευνητής.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ τεύχος 622 / ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2020 – σελ.32-45
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ:
Η ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ 1940 – 1944
Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΤΟΠΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΟΥ 1872 ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΥΛΕΤΙΣΜΟ