Αρχιμ. Αυγουστίνου Γ. Μύρου,
Θ. Ιεροκήρυκος Ι. Μητροπόλεως Σερβιών και Κοζάνης
ΕΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΛΥΤΑΡΧΙΑ ΣΤΗΝ ΑΙΡΕΣΗ
Θεμελιώδες γνώρισμα της Εκκλησίας ως Σώματος του Χριστού είναι η ενότητα. Όπως σ’ ένα ζωντανό ανθρώπινο σώμα δεν μπορούμε να διανοηθούμε να είναι τα μέλη του ανεξάρτητα από το κυρίως σώμα, ή να αντιμάχονται μεταξύ τους, κατά παρόμοιο τρόπο, και πολύ περισσότερο, δεν μπορούμε να σκεφθούμε ότι το Σώμα της Εκκλησίας του Χριστού είναι δυνατό να είναι διαιρεμένο. Για το σημείο αυτό είναι εξαιρετικά διαφωτιστικοί οι λόγοι του αποστόλου Παύλου, που γράφει για την Εκκλησία στους Εφεσίους: «Εν σώμα και εν Πνεύμα καθώς και εκληθήκατε εν μια ελπίδι της κλήσεως υμών Εις Κύριος, μία Πίστις, εν βάπτισμα, εις Θεός και Πατήρ πάντων και επί πάντων και δια πάντων και εν πασιν ημίν» (Εφ. 4,4-6).
Με άλλα λόγια, σύμφωνα με την αποκάλυψη του Θεού, που μας παραδίδει ο απόστολος Παύλος και ερμηνεύει διαχρονικά η Εκκλησία, η ενότητα της Εκκλησίας δεν είναι απλώς ένα ανθρώπινο κατόρθωμα, αλλά ένα εξαίρετο θείο δώρο. Κι αυτό φαίνεται ολοκάθαρα από τους βασικούς παράγοντες, που ο απόστολος του Θεού παραθέτει ως συντελεστές για την επίτευξη της ενότητος: Το Σώμα του Χριστού, στο οποίο είμαστε μέλη, το Άγιο Πνεύμα, που χαρίζει τον σύνδεσμο της ειρήνης ανάμεσα στα μέλη της Εκκλησίας, η αιώνια Βασιλεία του Θεού, στη οποία είμαστε καλεσμένοι, το Άγιο βάπτισμα, με το οποίο εισαχθήκαμε στη Εκκλησία, και αυτός ο ίδιος ο Θεός Πατήρ, που είναι η αρχή των πάντων. Σ’ αυτά στηρίζεται η ενότητα της Εκκλησίας. Το δικό μας χρέος, το χρέος των πιστών, δεν είναι να δημιουργήσουμε την ενότητα, αλλά να την διατηρήσουμε, όπως πάλι σημειώνει ο απόστολος: «σπουδάζοντες τηρείν την ενότητα της πίστεως εν τω συνδέσμω της ειρήνης» (Εφ. 4,3).
Ο απόστολος Παύλος μας υποδεικνύει και τον τρόπο, με τον οποίο μπορούμε να διατηρήσουμε την ενότητα της Εκκλησίας· με το να καταφύγουμε στη θεία βοήθεια. Αυτό σημαίνει ο λόγος του, «εν τω συνδέσμω της ειρήνης». Η ειρήνη είναι καρπός του αγίου Πνεύματος, όπως μας το λέγει πάλι ο ίδιος, «ο δε καρπός του Πνεύματος εστίν αγάπη, χαρά, ειρήνη…» (Γαλ. 5,22). Επομένως, για να συντελέσουμε στη ενότητα της Εκκλησίας και να την διατηρήσουμε, δεν μπορούμε παρά να αφήσουμε τον εαυτό μας ανοικτό στη χάρη του αγίου Πνεύματος, που θα μας χαρίση τον σύνδεσμο της ειρήνης, ώστε μ’ αυτόν να οικοδομηθή η ενότητα.
Εδώ ακριβώς ευρίσκεται το καίριο σημείο, που διαφοροποιεί τους αιρετικούς. Αυτοί ξεχνούν ότι η ενότητα της Εκκλησίας είναι δώρο του Θεού και την λογαριάζουν ως κατόρθωμα των μελών της. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επιστρατεύουν τις ανθρώπινες δυνάμεις, δηλαδή την λογική, την ευφυΐα, την ψυχολογία, την ανθρώπινη ισχύ, το χρήμα, την διπλωματία, για να την επιβάλλουν εξωτερικά, κατ’ απομίμηση των δυναστών του κόσμου.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα πρότυπα του κόσμου, η ενότητα μπορεί να επιτευχθή με δύο κυρίως τρόπους: είτε με την θέληση και συμφωνία όλων των μελών της Εκκλησίας, είτε με την απολυταρχική επιβολή μιας πανίσχυρης κεντρικής εξουσίας. Όποτε έχουμε στο σύνολο των αιρέσεων δύο κυρίως ομάδες συστημάτων: την ομάδα των «δημοκρατικών» και την ομάδα των «απολυταρχικών» συστημάτων.
Για την περίπτωση των «απολυταρχικών» συστημάτων στις αιρέσεις κλασικό παράδειγμα αποτελεί ο Παπισμός και είναι πολύ ενδιαφέρουσα στο σημείο αυτό η ιστορική του εξέλιξη.
Όταν το 568 μ. Χ. οι βάρβαροι Λομβαρδοί μετακινήθηκαν από τον βορρά προς την Ιταλία, η αυτοκρατορική πρωτεύουσα Ραβέννα αποκόπηκε από τη Ρώμη. Τότε ο πάπας έγινε υπεύθυνος για την στρατιωτική άμυνα και την πολιτική διοίκηση της σημαντικής αυτής πόλης. Στη ουσία ο πάπας έγινε τότε ένας άρχοντας με κοσμικές εξουσίες, τις οποίες δεν θέλησε ποτέ να εγκαταλείψη, αλλά τις κληροδότησε σε όλους τους μέχρι σήμερα διαδόχους του. Λησμονώντας τους λόγους του Χριστού, «απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Μθ. 22,21), και ότι «η βασιλεία η εμή ουκ εστίν εκ του κόσμου τούτου» (Ιω. 18,36), υπέκυψε στις εμπαθείς ανθρώπινες επιθυμίες και επέλεξε να είναι κεφαλή τόσο της Εκκλησίας όσο και του κράτους.
Σε τελική ανάλυση, αίτια της αιρετικής αυτής πτώσεως είναι ο εωσφορικός εγωισμός, που γέννησε την ολιγοπιστία ότι η Εκκλησία δεν μπορεί να κυβερνηθή σωστά με τον τρόπο που παρέδωκε ο ίδιος ο Χριστός. Υπερίσχυσε έτσι η πίστη ότι αυτό μπορεί να γίνη, εάν η Εκκλησία μετατραπή σ’ ένα είδος κράτους με πανίσχυρη κεντρική εξουσία, κατά τα πρότυπα των μεγάλων κυρίαρχων κοσμικών κρατών. Αυτή η λανθασμένη θεμελιώδης αντίληψη πολλών Δυτικών ωδήγησε αρχικά στη διεκδίκηση του πρωτείου και αργότερα στη θεσμοθέτηση του αλαθήτου του πάπα και τη δημιουργία του κοσμικού κράτους του Βατικανού.
Όλες αυτές οι κινήσεις, μαζί με τα ονόματα, τη δομή και το περιεχόμενο τους στον χώρο του Παπισμού, φανερώνουν από μόνα τους τον αυταρχικό και απολυταρχικό χαρακτήρα, που προσλαμβάνει η αίρεση. Το πρωτείο και το αλάθητο του πάπα, χωρίς πραγματικά ερείσματα στη γραπτή και βιωματική Παράδοση της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, σημαίνει προσπάθεια αυταρχικής επιβολής της ανθρωπίνης θελήσεως συγκεκριμένων προσώπων. Κι αυτό είναι η αίρεση· η προσωπική επιλογή, η αντίθετη προς την αυθεντική Παράδοση της Εκκλησίας.
Η επιμονή του Παπισμού τόσο στο πρωτείο, όσο και στο αλάθητο του πάπα, φανερώνει την αγωνιώδη προσπάθεια των αιρετικών να βρουν λύση στο επιτακτικό πρόβλημα της ενότητας. Και επειδή απορρίπτουν εκείνη που αποκάλυψε ο Θεός και εφήρμοσε η αγία του Εκκλησία, εφευρίσκουν αυταρχικά μορφώματα, που υποβαθμίζουν την καθοδηγητική παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Στη πραγματικότητα ακολουθούν το θέλημα του Διαβόλου, ο οποίος ασκεί την πιο απολυταρχική εξουσία σε όσους τον υπακούν. Όλους αυτούς, όμως, τους ελέγχει αδιάκοπα η θεόπνευστη προτροπή του αποστόλου Πέτρου: «Να ποιμαίνετε το ποίμνιο του Θεού, που είναι στη δικαιοδοσία σας, όχι αναγκαστικά αλλά εκούσια, όχι με αισχροκέρδεια αλλά με προθυμία και ζήλο, όχι ως δυνάστες στις επισκοπές, που σας κληρώθηκαν, αλλά παρέχοντας οι ίδιοι πρότυπα τους εαυτούς σας για το ποίμνιο» (Α’ Πε. 5,2-3).
Και βέβαια η «ενότητα» που κατορθώνουν οι αιρετικοί με τον αυταρχισμό και την απολυταρχία δεν έχει καμμία σχέση με «την ενότητα της Πίστεως και της γνώσεως του Υιού του Θεού» (Εφ. 4,13), όπως την αντιλαμβάνεται θεόπνευστα ο απόστολος Παύλος.
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ» ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2011