Ο Μητροπολίτης που βασανίστηκε από τους Ναζί
ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΡΑΣΟ
Μητροπολίτης Διονύσιος Χαραλάμπους
(1905 – 1970)
Το ματωμένο μου ράσο είναι στρώμα, σκέπασμα και προσκέφαλο συγχρόνως.
Ο θάνατος δεν απέχει πολύ. Θα με σκοτώσουν. Θ’ ανέβω στον ουρανό.
Κι εκεί… Εκεί είναι ο Κύριος ανάμεσα στο χορό των μαρτύρων της πίστεως
Ο Διονύσιος (κατά κόσμον Κωνσταντίνος Χαραλάμπους γεννημένος το 1907 στο Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας), ήταν Μικρασιάτης επίσκοπος της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ως αντιστασιακός ιερέας κρατήθηκε σε Ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Διετέλεσε Μητροπολίτης Λήμνου και Αγίου Ευστρατίου (1951-1959) και μετέπειτα Μητροπολίτης Τρίκκης (1959-1970). Εκοιμήθη στην Αθήνα στις 5 Ιανουαρίου 1970 και ετάφη στη Μονή Βυτουμά των Σταγών κατ’ επιθυμία του ως απλός μοναχός.
Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε το 1907 στο Αβτζιλάρ (Κυνηγοί) Αδραμυττίου της Μικράς Ασίας. Η οικογένειά του, οι γονείς, Χαράλαμπος και Κλεοπάτρα, και τα έξι αδέλφια του, μεγάλωσαν στο Αβτζιλάρ. Ο μικρός Κωνσταντίνος κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή έχασε εν μια νυκτί τους γονείς και τα τέσσερα από τα έξι αδέρφια του, που σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους.
Σπούδασε τη Θεολογία στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Επί δεκαετία εγκαταβίωσε στη Μονή Μεγίστης Λαύρας στον Άθωνα. Το 1934 χειροτονήθηκε διάκονος και μετονομάσθηκε Διονύσιος και το επόμενο έτος πρεσβύτερος.
Συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση και φυλακίσεις
Το 1940 κατεστάθη ιεροκήρυκας της ιεράς μητροπόλεως Μηθύμνης στη Λέσβο και ηγούμενος της μονής Λειμώνος. Στο νησί ξεκίνησε η συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση. Ο Διονύσιος έστελνε στην ΠΥΑΜ Μυτιλήνης ακατέργαστο μαλλί από τα στρώματα και τα μαξιλάρια της μονής, ώστε να φτιάξουν ζεστά ρούχα για τους στρατιώτες που πολεμούσαν στην Πίνδο. Μάλιστα προχώρησε στην οργάνωση ορφανοτροφείου σε ένα από τα κτίρια του μονής, αλλά δεν πρόλαβε να το θέσει σε λειτουργία, καθώς επήλθε η Ναζιστική Κατοχή.
Στη διάρκεια της Ναζιστικής Κατοχής ο Διονύσιος, μετά από παράκληση συνεργάτη του, δέχθηκε να φιλοξενήσει στην Μονή Λειμώνος και να περιθάλψει έναν Άγγλο στρατιώτη. Η πράξη του έγινε αντιληπτή από τους Γερμανούς κατακτητές, οι οποίοι στις 23 Αυγούστου συνέλαβαν και βασάνισαν τον Διονύσιο, επειδή αρνήθηκε να αποκαλύψει τους συνεργάτες του. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1942 το Στρατοδικείο τον καταδίκασε σε δεκαετή ποινή φυλακίσεως και κρατήθηκε στις Ποινικές φυλακές Μυτιλήνης. Όπως ο ίδιος έγραψε στο ημερολόγιο, τα βασανιστήρια που υπέστη ήταν φρικτά. Τον χτυπούσαν για 4 ημέρες χωρίς έλεος, παρουσία του διοικητή της Γκεστάπο. Στο τέλος του Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου μεταφέρθηκε στις φυλακές του στρατοπέδου «Παύλος Μελάς» της Θεσσαλονίκης, όπου τελούσε τη Θεία Λειτουργία, κήρυττε, εξομολογούσε και ενίσχυε τους κρατουμένους, ενώ κινητοποιώντας όλη την φιλάνθρωπη Θεσσαλονίκη, έσωσε από τον εξ ασιτίας θάνατο πολλούς κρατουμένους. Με παρέμβαση του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιου Αλεξιάδη στον Γερμανό διοικητή, ο Διονύσιος έλαβε χάρη, την οποία δεν αποδέχθηκε, προτιμώντας να ακολουθήσει την μοίρα των εκατοντάδων καταδικασμένων Ελλήνων.
Την Άνοιξη του 1944, μετά από κράτηση δεκαοκτώ μηνών στη Θεσσαλονίκη, μεταφέρθηκε μέσω Αυστρίας στη Γερμανία, όπου παρέμεινε κρατούμενος στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως Στόουν και Μπερνάου, ενώ όπως γράφει ο ίδιος έφθασε «…πλειστάκις παραπλησίον του θανάτου». Η δουλειά που έχει αναλάβει να κάνει ο Διονύσιος μαζί με αρκετούς ακόμη, είναι να μεταφέρουν καθημερινά βαριά σίδερα, μηχανές και μέταλλα. Στις 29 Νοεμβρίου αλλάζουν ξανά φυλακή. Αυτήν τη φορά θα πάνε στην Κρεμς-Στάιν, τη μεγαλύτερη στην Όστμαρκ, τη ναζιστική επαρχία της Αυστρίας. Υπολογίζεται πως στη συγκεκριμένη φυλακή βρέθηκαν συνολικά 400 Έλληνες. Το 1945 τα νέα από τις νίκες των συμμάχων φτάνουν και στους κρατούμενους. Οι ναζί στις 6 Απριλίου του ίδιου έτους, γνωρίζοντας πως χάνουν, δίνουν εντολή να ανοίξουν οι πύλες της φυλακής. Ωστόσο, τα Ες-Ες, τα Τάγματα Εφόδου και η Βέρμαχτ, με τη βοήθεια και του τοπικού πληθυσμού, κυνηγούν και δολοφονούν εκατοντάδες πολιτικούς κρατουμένους, επιδιδόμενοι σε σφαγή. Ένας φύλακας πέταξε τον Διονύσιο σε κελί και με αυτόν τον τρόπο σώθηκε. Έτσι, κρυμμένοι μερικοί έγκλειστοι, κατάφεραν να διασωθούν.
Στις 10 Απριλίου ο Διονύσιος, μαζί τους επιζώντες, μεταφέρεται στο Μπερνάου, μια φυλακή κοντά στο Μόναχο. Εκεί τους παράτησαν ουσιαστικά. Τις επόμενες ημέρες οι βομβαρδισμοί εντείνονται. Αυτοί, κλεισμένοι στη φυλακή και από πάνω τους να πετούν τα αεροπλάνα, που προσεύχονται να μην τους βομβαρδίσουν.
Συνολικά παρέμεινε κρατούμενος επί τρία χρόνια και τέσσερις μήνες πριν απελευθερωθεί, στις 4 Μαΐου του 1945, από τα Αμερικανικά στρατεύματα κατοχής της Γερμανίας. Μετά την απελευθέρωση, ο Διονύσιος Χαραλάμπους αφιερώθηκε στην επιστροφή των Ελλήνων κρατούμενων στην πατρίδα. Η αγγλική κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας τη βοήθειά του και τη συμβολή του στον αγώνα κατά των κατακτητών, του απένειμε τιμητικό δίπλωμα. Στην συνέχεια διακόνησε ακαταπόνητα στη Μυτιλήνη, στη Ναύπακτο και στο Καρπενήσι, και οργάνωσε στην Κύπρο την Ιερατική Σχολή «Απόστολος Βαρνάβας» στη Λευκωσία, όπου άσκησε καθήκοντα Διευθυντή.
Μητροπολίτης Λήμνου
Εξελέγη Μητροπολίτης Λήμνου και χειροτονήθηκε επίσκοπος την 1η Νοεμβρίου 1951. Ίδρυσε κατηχητικά σχολεία και κύκλους μελέτης της Αγίας Γραφής στους μεγαλύτερους οικισμούς του νησιού. Με την ευθύνη της Μητροπόλεως ενοικιάστηκαν χώροι, που με την επωνυμία “Εντευκτήριον” χρησίμευσαν για να στεγάσουν τις χριστιανικές συντροφιές. Στην πρωτεύουσα του νησιού την Μύρινα την εποχή εκείνη ζούσαν, χωρίς τη γονεϊκή φροντίδα, όλοι οι μαθητές άλλων οικισμών, που παρακολουθούσαν σπουδές στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ο Μητροπολίτης φρόντιζε να έχουν τα απαραίτητα σε ένδυση και υπόδηση, μεριμνούσε για τον απαραίτητο σχολικό εξοπλισμό και την ενισχυτική διδασκαλία όπου απαιτούνταν, και για την πνευματική κατάρτιση των μαθητών. Περιδιάβαινε το νησί παρά τις όποιες συγκοινωνιακές δυσκολίες για να ιερουργήσει και να κηρύξει ακόμη και στις πιο απομακρυσμένες και ολιγάριθμες ενορίες – κοινότητες. Μάλιστα πολλές από τις μελέτες και τα έργα του γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της Αρχιερατείας του στο νησί. Ο ίδιος ή κατ’ εντολήν του οι δύο συνεργάτες του, ο π. Θεολόγος και ο π. Πολύκαρπος (ο μετέπειτα Μητροπολίτης Κερκύρας), επισκέπτονταν οικογένειες και μεμονωμένα πρόσωπα που είχαν ανάγκη και χωρίς να γίνουν αντιληπτοί άφηναν στις πόρτες τους τρόφιμα, φάρμακα ή τα τόσο αναγκαία κάρβουνα προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα.
Μητροπολίτης Τρίκκης
Στις 3 Φεβρουαρίου 1959 εξελέγη Μητροπολίτης Τρίκκης και Σταγών. Μερίμνησε για την αναστήλωση των Μονών των Μετεώρων μετά τις καταστροφές του πολέμου και αγωνίστηκε για την αναγνώρισή τους ως τόπο λατρείας. Χαρακτηρίστηκε ως προσηνής και αφιλοχρήματος επίσκοπος, όπως προκύπτει από μαρτυρίες, αλλά και από την ιδιόχειρη διαθήκη που συνέταξε πριν την εκδημία του. Εκοιμήθη στην Αθήνα στις 5 Ιανουαρίου 1970 και ετάφη στη Μονή Βυτουμά των Σταγών κατ’ επιθυμία του ως απλός μοναχός.
Κατά τον π. Ηλία Μαστρογιαννόπουλο, ο Τρίκκης Διονύσιος «κυριαρχούσε με την απλότητα και φυσικότητά του, με την ακούραστη και ανυπόκριτη αγάπη του, με την ακοίμητη δραστηριότητά του. Αυτά ήταν τα τρία μεγάλα στολίδια του». Επίσης σημειώνει πως είχε μόνιμα ένα τετραπλό πόνο: «Τον ξεριζωμό από τη Μικρά Ασία, την άσκησι απ’ το Αγιον Όρος, τα μαρτύρια από τα στρατόπεδα της Γερμανίας και την αγωνία της Κύπρου».
Συγγραφικό έργο
Από το πλήθος των συγγραφών του ξεχωρίζουν: Η ιερωσύνη κατά τον Χρυσόστομον, Πατρικαί νουθεσίαι Α΄ Β΄ Γ΄ Δ΄, 1958-1968, Πιστοί άχρι θανάτου, 1959 (Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών), Ο πιστός στον πόνο και στο θάνατο, Μάρτυρες, Ο πιστός οικονόμος, Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, 1968, Ανατολικός Όρθόδοξος Μοναχισμός.
Το 1942 συνελήφθη από τους Γερμανούς για την εθνικοπατριωτική του δράση και κλείσθηκε στις φυλακές Μυτιλήνης, κατόπιν στο στρατόπεδο Παύλου Μελά Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια στο Νταχάου της Γερμανίας. Η ποιμαντική του δράση δεν διεκόπη καθόλου ούτε στις φυλακές. Έσωσε πολλούς συνανθρώπους του από βέβαιο θάνατο. Επέστρεψε στη μητρόπολη Μυθύμνης το 1945 και στη συνέχεια στη μητρόπολη Ναυπακτίας ως ιεροκήρυκας και καθηγητής Γυμνασίου.
Το 1949 απεσπάσθη στη διεύθυνση της νεοϊδρυθείσης Ιερατικής Σχολής «Απόστολος Βαρνάβας» Λευκωσίας Κύπρου. Μετά διετία εξελέγη μητροπολίτης Λήμνου και μετά επταετία μετετέθη στη μητρόπολη Τρίκκης και Σταγών. Και στις δύο μητροπόλεις ανέπτυξε πλουσιώτατη λατρευτική, κηρυκτική και φιλανθρωπική δράση. Έγραψε πολλά άρθρα και ωραία βιβλία.
Συγκέντρωσε πλησίον του φιλάρετους άνδρες, οι οποίοι με τη σειρά τους ανέπτυξαν πλούσια δράση. Υπήρξε φιλομόναχος, φιλόθεος, φιλάδελφος, φιλότεκνος και φιλάνθρωπος. Ανασύστησε μονές και εργάσθηκε πολύ γι’ αυτές. Ο Γέροντάς μας, Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, συχνά μας έλεγε θερμότατα λόγια γι’ αυτόν τον δραστήριο ιεράρχη.
Στη χιλιετηρίδα του Αγίου Όρους, το 1963, έγραφε: «Ουδ’ επί στιγμήν έπαυσα να ζω με τας αναμνήσεις της παμφιλτάτης μοι πνευματικής πατρίδος, του Αγιωνύμου Όρους. Ο χωρισμός ήτο “προσώπω ου καρδία”. Ο σεβασμός μου διά το θεοφρούρητον “Περιβόλι της Παναγίας” παρέμειναν οίος ήτο και μετά τας πρώτας εκείνας ημέρας της εγκαταβιώσεώς μου εν αυτώ … Η Κυρία Θεοτόκος παρηκολούθει και εμέ, έσκεπε, επροστάτευε και εβοήθει, πρεσβεύουσα αδιαλείπτως προς Κύριον υπέρ εμού. Προς αυτήν έστρεφον μετ’ εμπιστοσύνης το όμμα της καρδίας μου, όταν αι δυσκολίαι και οι πειρασμοί -ήσαν τόσοι πολλοί, ενίοτε και τόσον σκληροί- με εκύκλουν “ώσπερ μέλισσαι κηρίον”. Πόσον δε θάρρος και δύναμιν ελάμβανον από Αυτήν εις τον καλόν αγώνα μου!».
Κατά τον π. Ηλία Μαστρογιαννόπουλο, ο Τρίκκης Διονύσιος «κυριαρχούσε με την απλότητα και φυσικότητά του, με την ακούραστη και ανυπόκριτη αγάπη του, με την ακοίμητη δραστηριότητά του. Αυτά ήταν τα τρία μεγάλα στολίδια του». Επίσης εύστοχα σημειώνει πως είχε μόνιμα ένα τετραπλό πόνο: «Τον ξεριζωμό από τη Μικρά Ασία, την άσκησι απ’ το Άγιον Όρος, τα μαρτύρια από τα στρατόπεδα της Γερμανίας και την αγωνία της Κύπρου».
Είχε μία αγωνία για την Εκκλησία. Είχε μία σταθερή θερμή προσευχή. Ήξερε να λειτουργεί, να μιλά, να γράφει, να εμπνέει. Τα επισκοπεία Λήμνου και Τρικάλων ήταν τόποι ασκήσεως και προσευχής, καλλιέργειας της αγάπης και της φιλανθρωπίας, κέντρα ιεραποστολικής και ποιμαντικής δράσεως. Λίγο μετά τα μέσα του 20ου αιώνος πολλά έχουν να πουν τα επισκοπεία εκείνα και για τότε και για σήμερα. Ήταν πλούσιες πνευματικές κυψέλες. Η ηπατοπάθεια τον οδήγησε κάπως νωρίς στον θάνατο. Στις 4.1.1970. Τον περίμενε έτοιμος. Αιωνία του η μνήμη.

Στην περίοδο της ασθένειάς του.
Το ημερολόγιο του είναι ένα ιστορικό ντοκουμέντο. Ο δραστήριος ηγούμενος κατά την διάρκεια του ελληνο-ιταλικού πολέμου έστελνε ακατέργαστο μαλλί από τα μαξιλάρια και τα στρώματα της Μονής για να φτιάξουν ζεστά ρούχα για τους φαντάρους που πολεμούσαν στα παγωμένα βουνά της Αλβανίας. Αργότερα προσπάθησε μέσα σε αντίξοες συνθήκες να οργανώσει ένα μυστικό ορφανοτροφείο σε ένα από τα κτίρια της Μονής. Ωστόσο το επικίνδυνο εγχείρημα δεν στέφθηκε με επιτυχία, καθώς τον πρόλαβε η γερμανική κατοχή.
Η «αντίστροφη μέτρηση» ξεκίνησε τον Μάιο του 1942, όταν τον πληροφόρησαν ότι κάποιος Βρετανός στρατιώτης είχε βρεθεί στις Αλυκές της Λέσβου σε άσχημη κατάσταση. Αμέσως πρότεινε να τον φιλοξενήσουν στη Μονή. Ο ίδιος ανέφερε στο ημερολόγιο του:
«Του βρήκαμε απάνω του ένα ημερολόγιο και κάτι γράμματα που δείχνουν καθαρά πως δεν λέει ψέμματα. Τον έπιασαν αιχμάλωτο στην Πελοπόννησο. Για καλό και για κακό τα κάψαμε. Τον είχαν οι Γερμανοί σ’ ένα Στρατόπεδο Αιχμαλώτων, στην Καλαμάτα. Μα το ‘σκασε με κάτι άλλους. Στην αρχή πήγε στην Αθήνα κι έμεινε κάμποσον καιρό εκεί πέρα. Μα του είπαν πως από δω μπορεί να περάση στην Τουρκία κι από κει στην Αίγυπτο, και σηκώθηκε κι ήρθε…» Ο πάτερ – Διονύσιος Χαραλάμπους μαζί με άλλους μοναχούς, έκρυψαν και περιέθαλψαν τον βρετανό στρατιώτη και στη συνέχεια προσπάθησαν να τον φυγαδεύσουν. Στην προσπάθεια του να διαφύγει έπεσε πάνω σε μπλόκο της Γκεστάπο και συνελήφθη. Εκεί αποκαλύφθηκε ότι κρυβόταν στη Μονή. Λίγο αργότερα ο ιερέας δέχτηκε ένα απρόοπτο τηλεφώνημα στο γραφείο του. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο έλληνας αστυνόμος Καλλονής. «Κατ’ εντολήν της Γερμανικής Αστυνομίας, να κατεβείτε μετά του υφηγουμένου αμέσως κάτω!». Ο Διονύσιος συνελήφθη και οδηγήθηκε στο Α’ Τμήμα Μυτιλήνης, όπου αποκάλυψε ότι εκτός του βρετανού στρατιώτη, προσπάθησε να κρύψει και άλλους στρατιώτες των συμμαχικών δυνάμεων….
Τα βασανιστήρια
Όπως ο ίδιος έγραψε στο ημερολόγιο, τα βασανιστήρια που υπέστη ήταν φρικτά. Τον χτυπούσαν για 4 ημέρες χωρίς έλεος παρουσία του διοικητή της Γκεστάπο: «— Τεός, ντεν έκει Τεός! Να Τεός! Και μου δείχνει το κάδρο του Χίτλερ. Μ’ όλο μου τον πόνο δεν βάσταξα κι’ εγώ: — Θεός υπάρχει, του λέω, και θαρθή η ώρα που θα ζητήσετε το έλεός Του».
Ο παπά Διονύσης περιέγραψε τα βασανιστήριά του: «Ο Διοικητής είναι… ευγενέστατος κύριος. — Πού θέλεις, με ρωτά με τον διερμηνέα, να σε χτυπήσω. — Δε θέλει, λέει ο Λόχνερ -αστυνόμος- γελώντας σαρκαστικά. Να τον κοιτάζης όταν του μιλάς, μην πετούν τα σάλια σου τα βρώμικα επάνω του. Κι αρχίζει κι ο ίδιος ο Διοικητής να με δέρνει σκληρά, αλύπητα. Χτύπα όσο θέλεις. Το ΄χουμε περάσει πια το ακρωτήριο της αναισθησίας». Μετά από μία σύντομη δίκη – παρωδία και μήνες βασανιστηρίων, αποφασίστηκε ότι ο ηγούμενος μαζί με άλλους κρατούμενους να μεταφερθούν στις φυλακές «Παύλος Μελάς» στη Θεσσαλονίκη, στο «κολαστήριο» όπως το αποκαλούσαν, στις 27 Νοεμβρίου 1942. Στις φυλακές της Θεσσαλονίκης ο ηγούμενος δεν μπορούσε να κοιμηθεί από τις φρικτές κραυγές των ανθρώπων που βασανίζονταν άγρια από τους χιτλερικούς. Έγραφε χαρακτηριστικά: «16 Ιανουαρίου 1943. Ζούμε με την καθημερινή αγωνία της εκτελέσεως». Έναν χρόνο μετά την κράτηση στη Θεσσαλονίκη, ήρθε και νέα δοκιμασία. Κάποιοι, ανάμεσά τους και ο Διονύσιος Χαραλάμπους, θα μεταφέρονταν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Τσεχία. Την Πρωταπριλιά του 1944 ξεκίνησε το μεγάλο ταξίδι για την κόλαση. Όπως ανέφερε ο ηγούμενος στις «Μαρτυρίες», όλοι τους ήταν στοιβαγμένοι στα βαγόνια γονατιστοί. Όποιος προσπαθούσε να σταθεί όρθιος, πυροβολούνταν επί τόπου. Τελικός προορισμός, το Ζνόγμο της Τσεχίας.
«Τετάρτη: Λιωμένη κολοκύθα, που μήτε τα γουρούνια δεν την πιάνουν στο στόμα τους»
Ο ιερέας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, ενώ με δραματικό τρόπο έκανε αναφορά στο εβδομαδιαίο πρόγραμμα, περιγράφοντας ακόμη και το «φαγητό» που τους πρόσφεραν οι βασανιστές τους. «Τρίτη: Αραιός χυλός με καστανάλευρο, με 2-3 πρέζες γάλα μέσα, για μυρωδιά. Τετάρτη: Λιωμένη κολοκύθα, που μήτε τα γουρούνια δεν την πιάνουν στο στόμα τους. Πέμπτη: Το φαγητό της Δευτέρας, και μέσ’ στη σούπα ένα ελάχιστο κομματάκι κρέας. Παρασκευή: Ακριβή και πιστή επανάλειψι του μενού της Τρίτης. Σάββατο: Χυλός από σκουποσποράλευρο…» Μερικούς μήνες αργότερα άλλαξαν και πάλι φυλακή και μεταφέρθηκαν στην Αυστρία, στα κρατητήρια Κρεμς – Στάϊν. Οι άθλιες συνθήκες στοίχιζαν τη ζωή σε χιλιάδες ανθρώπους καθημερινά, ενώ ο ηγούμενος ήταν απελπισμένος από τους φρικτούς πόνους και την έλλειψη τροφής.
Η απελευθέρωση και η αναγνώριση από του Άγγλους
Στις αρχές του 1945, και ενώ τα νέα για τις απανωτές νίκες των συμμάχων κατέφθαναν καθημερινά, οι Ναζί στο πλαίσιο της «τελικής λύσης» για τους Εβραίους, εκτελούσαν καθημερινά όχι μόνο Εβραίους, αλλά και πολιτικούς κρατούμενους διάφορων εθνικοτήτων. «Παιδιά, τώρα δα μας είπε ο φύλακας πώς ο πόλεμος ετελείωσε. Η Αυστρία συνθηκολόγησε. Όλοι είστε πια ελεύθεροι. Το μεσημέρι…» ακούει να λένε. «Ράους! Έξω! Παίρνετε ό,τι βρίσκετε και φεύγετε». Στις 5 Μαΐου οι επιζήσαντες κρατούμενοι του Κρεμς – Στάϊν απελευθερώθηκαν από τις συμμαχικές δυνάμεις. Ο παπά Διονύσης θυμάται τη στιγμή με συγκίνηση: «Χριστός Ανέστη! Στο ύπαιθρο, πίσω από την παράγκα, μαζευόμαστε οι Ορθόδοξοι, Έλληνες και Σέρβοι. Στη μέση οι δυο παπάδες, ο Σέρβος κι ο Έλληνας…»
Μετά την απελευθέρωση, ο Διονύσιος Χαραλάμπους αφιερώθηκε στην επιστροφή των Ελλήνων κρατούμενων στην πατρίδα. Η αγγλική κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας τη βοήθεια του και τη συμβολή του στον αγώνα κατά των κατακτητών, του απένειμε τιμητικό δίπλωμα: «Το πιστοποιητικό αυτό απονέμεται στον Διονύσιο Χαραλάμπους ως δείγμα ευγνωμοσύνης και εκτίμησης της βοήθειας που δόθηκε στους ναυτικούς, τους στρατιώτες και τους αερομεταφορείς του Βρετανικού Κοινού Πλούτου των Εθνών, που τους επέτρεψε να ξεφύγουν ή να αποφύγουν τη σύλληψη από τον εχθρό». Στις 4 Ιανουαρίου 1970 ο Διονύσιος πέθανε μετά από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο. Η κηδεία του έγινε στα Τρίκαλα στην παρουσία πλήθος κόσμου και τάφηκε στην Ιερά Μονή Βυτουμά ως απλός μοναχός.
Και ενώ, όπως μαθαίνουμε, ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης καταβάλλει προσπάθειες να εξαιρεθεί από τη μετεγκατάσταση, εκείνος το αρνείται και ζητά να μεταφερθεί κανονικά με τους συγκρατούμενούς του, πολλούς εκ των οποίων τους είχε εξομολογήσει στη Γερμανία.
Ο ίδιος δίνει την απάντησή του στις «Μαρτυρίες». «Πώς ν’ αφήσω όλον τούτον τον κόσμο μόνο του, όλους αυτούς τους ανθρώπους που με συνδέουν μαζί τους τόσοι και τόσοι δεσμοί; Και τι θα πουν μόλις ιδούν πως εγώ ξεφεύγω από τον κοινό δρόμο του μαρτυρίου; Αν σταθή κανείς μπροστά μου και με ρωτήσει: ‘’Έ, πάτερ, πού τα φόρτωσες όλ’ αυτά που μας έλεγες κάθε Κυριακή για αγάπη και γι’ αυτοθυσία”, εγώ τι θα αποκριθώ;”».
Στις τρεισήμισι τα ξημερώματα της 1ης Απριλίου του 1944 ξεκινούν την πορεία. Το μόνο που καταφέρνει να αφήσει πίσω είναι μερικές επιστολές γραμμένες σε χαρτάκια μέσα στο στρατόπεδο. Αυτές φυγαδεύονται τελικά από τη φυλακή και έτσι διασώζονται μέχρι σήμερα.
Όλοι τους είναι στοιβαγμένοι μέσα στα τρένα, γονατιστοί. Όποιος στέκεται όρθιος, πυροβολείται κανονικά. Περνούν από το Βελιγράδι και φτάνουν στη Βιέννη. Εκεί, όμως, σταματούν μόνο για λίγο. Τελικός προορισμός, το Τσνάιμ της Τσεχίας.
Αν αναζητήσει κανείς το συγκεκριμένο λήμμα στο Διαδίκτυο, θα αντιληφθεί πως δεν υπάρχει καμία πόλη με αυτό το όνομα, κι αυτό γιατί οι ονομασίες των ανθρώπων και των περιοχών που αναφέρονται στα απομνημονεύματα δεν είναι οι σωστές αλλά ό,τι καταλάβαινε ακούγοντάς τες στα γερμανικά.
Εκεί τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα. «Πείνα, αλήθεια! Το φαγητό λίγο, νερό σκέτο. Το ψωμί μια φετίτσα δύο δάχτυλα. Το μετρούμε από δω, το μετρούμε από κει, το κόβουμε –πρωί, μεσημέρι, βράδυ– μα η πείνα, πείνα. Έχουμε φαγκρίσει όλοι μας» γράφει στις 22 Απριλίου του 1944 ο Διονύσιος.
Η δουλειά που έχει αναλάβει να κάνει ο Διονύσιος μαζί με αρκετούς ακόμη είναι να μεταφέρουν καθημερινά βαριά σίδερα, μηχανές και μέταλλα.
Στις 16 Αυγούστου του ίδιου χρόνου αρχίζει να νιώθει ένα παράξενο μούδιασμα στα πόδια του.
«Κάτω απ’ τα γόνατα γίνονται μερικές φορές κρύα σαν το σίδερο. Τα χτυπώ και δεν τα νιώθω. Αισθάνομαι και μια μεγάλη αδυναμία, τόσο που με δυσκολία ανεβαίνω τη σκάλα μετά τον περίπατο».
8 Σεπτεμβρίου. Οι πόνοι δεν λένε να σταματήσουν. «Πονώ και κλαίω σαν μικρό παιδί. Φασκιώνω το πόδι μου με το σακκάκι, σηκώνουμαι, πλαγιάζω, το βάζω έτσι, το βάζω αλλιώς, μα πουθενά δε βρίσκω ανακούφισι.
Ποτέ άλλοτε δεν ένιωθα τόσο τραγικά το μέγεθος της δυστυχίας μας. Να πονής, να υποφέρης αφάνταστα και να μην βρίσκεις από κανέναν άνθρωπο βοήθεια.
Το κελί, όταν κλειδώση, δεν ανοίγει πια παρά μόνο το πρωί. Εσύ που είσαι μέσα να γίνει ό,τι θέλεις. Δεν έχει γιατρό, παρά μόνο σαν ψυχομαχάς».
«14 Νοεμβρίου. Τέσσερις βαθμοί υπό το μηδέν. Και είμαστε ακόμα όπως και τον Αύγουστο. Εσώρουχα πάνινα και μια φόρμα από χορτάρι. Κι’ η τσοκαριά μας. Χωρίς κανένα μάλλινο ρούχο, χωρίς παλτό, χωρίς κάλτσες.
Και την ημέρα στο εργοστάσιο κάτι γίνεται, τέλος πάντων. Τ’ απόγευμα, όμως, που γυρίζομε στο κελί, που είναι σωστή παγωνιέρα; Παίρνομε την κουβέρτα στην πλάτη, σουλατσάρομε. Χαμένος κόπος. Το πρωί σηκωνόμαστε ξυλιασμένοι. Ρούχα τίποτε. Τροφή τίποτε. Χειμώνας βαρύς».
Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης κοστίζουν καθημερινά τη ζωή σε χιλιάδες ανθρώπους. Ένα πρωινό ο Διονύσιος ξυπνά και βλέπει μπροστά τους νοσοκόμους να μεταφέρουν πτώματα.
«Χωρίς κοίταγμα, χωρίς περιποίησι, χωρίς περίθαλψι. Χωρίς εξομολόγησι και Αγία Κοινωνία. Και τους θάβουν έτσι άφτιαχτους κι’ άκλαυτους κι’ αδιάβαστους».
Έχει μπει πια το 1945 και εκείνοι βρίσκονται ακόμη εκεί. Τα νέα, όμως, από τις νίκες των συμμάχων φτάνουν και σ’ αυτούς. Στις 6 Απριλίου του ίδιου έτους, και ενώ όλα φαίνονται χαρμόσυνα, θα γραφτεί μία από τις πιο θλιβερές και σκληρές σελίδες του πολέμου.
Γνωρίζοντας οι Γερμανοί πως χάνουν, δίνουν μια αναπάντεχη εντολή. Οι πύλες της φυλακής ανοίγουν. Ωστόσο, τα Ες-Ες, τα Τάγματα Εφόδου και η Βέρμαχτ, με τη βοήθεια και του τοπικού πληθυσμού, κυνηγούν και δολοφονούν εκατοντάδες πολιτικούς κρατουμένους, επιδιδόμενοι σε μια σφαγή άνευ προηγουμένου.
Ο Διονύσιος θυμάται πολύ καλά εκείνη την ημέρα. Ήδη εκείνη την περίοδο ακούγονταν φήμες πως έρχονταν οι Σύμμαχοι.
«Παιδιά, τώρα δα μας είπε ο φύλακας πώς ο πόλεμος ετελείωσε. Η Αυστρία συνθηκολόγησε. Όλοι είστε πια ελεύθεροι. Το μεσημέρι…» ακούει να λένε. «Ράους! Έξω! Παίρνετε ό,τι βρίσκετε και φεύγετε» φωνάζει ο διευθυντής.
«Και ξαφνικά, πάνω σ’ αυτό το πανδαιμόνιο, ξεσπά μια τρομερή κραυγή: “SS!”. Όλα τα κεφάλια γυρίζουν με μιας προς την πόρτα. Κάμποσοι SS προχωρούν αγριεμένοι κατ’ επάνω μας. Κάνω μια απότομη μεταβολή και τρέχω έξαλλος στο εσωτερικό της φυλακής. Πίσω μου χαλά ο κόσμος. Για μια στιγμή, κρύβομαι, κάτω απ’ τη σκάλα».
Γύρω τους τα τουφέκια παίρνουν και δίνουν. Μαζί του άλλοι τρεις. «Τρέμουμε. Πες πώς είμαστε πεθαμένοι κιόλας. Μια ελπίζω πως θα μας σώση ο καλός Θεός απ’ την τρομερή αυτή καταιγίδα, και μια πάλι λέω πως ήλθε η τελευταία μας στιγμή. Γονατίζουμε και προσευχόμαστε με δάκρυα». «Ράους!» τους φωνάζουν. Τους βρίσκουν. Με τα πιστόλια τούς πάνε για εκτέλεση.
Ξαφνικά, ενώ κινούνται, ένας φύλακας, που ποτέ δεν έμαθε ποιος ήταν, με μια σπρωξιά τον πετά σ’ ένα κελί. Σώζεται. Όλο το βράδυ, όμως, το περνά με μια έννοια: μην έρθουν πάλι τα SS και τους αποτελειώσουν.
Το επόμενο πρωινό ο απολογισμός είναι τραγικός. «Πάνω από διακόσιοι» ακούει να λένε πως σφαγιάστηκαν και η αμαρτία τους ήταν ότι βιάστηκαν να βγουν.
Οι εικόνες που ακολουθούν μένουν για πάντα χαραγμένες στο μυαλό του, όπως παραδέχεται. «Ούτε στιγμή δε φεύγει από τα μάτια μου αυτή η φρίκη…». Τους βάζουν να ανοίξουν λάκκους για τους νεκρούς.
Στις 10 του Απρίλη γράφεται το τελευταίο κεφάλαιο αυτής της ιστορίας. Ο Διονύσιος, μαζί τους επιζώντες, μεταφέρεται στο Μπερνάου, μια φυλακή κοντά στο Μόναχο. Εκεί τους παράτησαν ουσιαστικά.
Τις επόμενες μέρες οι βομβαρδισμοί εντείνονται. Αυτοί, κλεισμένοι στη φυλακή και από πάνω τους να πετούν τα αεροπλάνα, που προσεύχονται να μην τους βομβαρδίσουν.
Στις 2 Μαΐου ο μάγειρας τους φέρνει την είδηση: «Οι Αμερικανοί απέχουν μόλις 8 χιλιόμετρα από δω».
3 Μαΐου. «Έρχονται, έρχονται!… “Η πόλις κατελήφθη υπό των αμερικανικών στρατευμάτων. Διεταχθήκαμεν να σας αφήσωμεν ελεύθερους”. Όλοι μονομιάς ξεσπούν σε ζητωκραυγές “Ζήτω οι Αμερικάνοι! Ζήτω οι Σύμμαχοι”».
Οι εικόνες που ακολουθούν είναι ενδεικτικές του πανηγυρικού κλίματος. Οι Ιταλοί τραγουδούν και οι Έλληνες αρχίζουν να ψάλουν τον Εθνικό Ύμνο και το Χριστός Ανέστη. Είναι, άλλωστε, Μεγάλη Πέμπτη.
Τρεις μέρες μετά. «Χριστός Ανέστη! Στο ύπαιθρο, πίσω από την παράγκα, μαζευόμαστε οι Ορθόδοξοι, Έλληνες και Σέρβοι. Στη μέση οι δυο τους παπάδες, ο Σέρβος κι ο Έλληνας.
Δεν φορούν χρυσά άμφια. Ούτε ράσα έχουν. Χωρίς λαμπάδες και εκκλησιαστικά βιβλία στα χέρια. Μα δεν χρειάζονται τώρα εξωτερικά υλικά φώτα για να υμνήσουν τη χαρά. Οι ψυχές όλων λαμπαδιάζουν, πλέουν μέσα στο φως.
— Ζήτω!… ξεσπάει πια μες από την ξαστερωμένη ψυχή η χαρά των μαρτυρικών κατοίκων της παράγκας».

Στιγμιότυπο από την μετάληψη της Θείας Κοινωνίας κατά τα τελευταία χρόνια ζωής του ιερέα.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ
—Χθες τη νύχτα, μου λέει, ξέπεσε στις Αλυκές κάποιος Εγγλέζος, κι ο ζυγιστής τον έφερε σε μένα. Είναι αιχμάλωτος, ο δύστυχος. Του βρήκαμε απάνω του ένα ημερολόγιο και κάτι γράμματα που δείχνουν καθαρά πως δεν λέει ψέματα. Τον έπιασαν αιχμάλωτο στην Πελοπόννησο. Για καλό και για κακό τα κάψαμε. Τον είχαν οι Γερμανοί σ’ ένα στρατόπεδο αιχμάλωτων, στην Καλαμάτα. Μα τοσκασε με κάτι άλλους. Στην αρχή πήγε στην Αθηνά κι έμεινε καμπόσον καιρό εκεί πέρα. Μα του είπαν πως από δω μπορεί να περάσει στην Τουρκία κι από κει στην Αίγυπτο, και σηκώθηκε κι ήρθε.
Μάλιστα έχει πάει ως την Τουρκία με κάτι δικούς μας, μα οι Τούρκοι δεν τον δέχτηκαν. Έχει τα χάλια του. Τον έχω σπίτι μου. Μα… καταλαβαίνεις… εδώ δεν μπορεί να μείνει πολύ. Να παρη ευχή, δεν περνά μέρα χωρίς να’ χουμε επισκέψεις Γερμανών. Σκέφθηκα λοιπόν να σου τον στείλω για λίγες μέρες στο Μοναστήρι…. Τι λες;…. Σε πρώτη ευκαιρία θα τον διώξομε.
-Σάστισα. Τι να του πω; Στειλ’ τον;
«Πας όστις συλληφθή αποκρύπτων ή περιθάλπων άγγλον στρατιώτην, θα τιμωρήται δια θανάτου», — η διαταγή των κατακτητών. Όχι; Μα τότε !…. Τότε αρνούμαι να προσφέρω φιλοξενία; Εγώ, ο Χριστιανός; Ο ιερωμένος; Ο ηγούμενος του Μοναστηριού με τη μεγάλη και παλιά παράδοσι της φιλοξενίας; Και σε ποιον; Σ’ ένα δυστυχισμένο που άφησε τα πάντα κι ήρθε και στάθηκε πλάι στους δικούς μας τους λεβέντες και πολέμησε τους βαρβάρους…
Από τη μια μεριά η ησυχία, η τάξι, η ασφάλεια. Από την άλλη… η αβεβαιότης… ο κίνδυνος… ο θάνατος, — ποιος ξέρει;… Και να είμαι στην αρχή ακόμα του ιεραποστολικού μου δρόμου… Κάτι μου σφίγγει την ψυχή…
Μα το καθήκον; Το χρέος μου;… Μέσα μου, αναταράζεται ολόκληρο το είναι μου… «Ο ποιμήν ο καλός… υπέρ των προβάτων…» Ο δρόμος είναι μοναδικός… Δεν υπάρχει άλλος… Ο δρόμος του Γολγοθά !… Είναι φωτισμένος από ένα μεγάλο παράδειγμα…
Θεέ μου, βοήθησέ με !
-Καλά ! Να μου τον στείλεις, αγαπητέ …
25 Αυγούστου.
Το δράμα εξελίσσεται σε τραγωδία. Γιατί, σήμερα, μαζί με το ξύλο έχομε και τους εξευτελισμούς, το ψυχικό μαρτύριο. Εξευτελισμοί που μονάχα τέρατα απιστίας και αθεΐας θα μπορούσαν να τους επιβάλουν σ’ ένα λειτουργό του Υψίστου.
Μου βγάζουν το ράσο. Ύστερα και το αντερί. Με αφήνουν με τα ματωμένα εσώρουχα. Με δέρνουν, με κοροϊδεύουν, με βρίζουν. Ό,τι κακό έχουν ακούσει για έναν οποιονδήποτε κληρικό, μου το φορτώνουν απάνω μου. «Κάνεις αυτό… κάνεις εκείνο…». Χείμαρρος οι αισχρολογίες με κατακλύζουν.
Αυτό με κάνει να πονώ πολύ περισσότερο απ’ τα σωματικά βασανιστήρια. Στο πρόσωπό μου χορταίνουν το μίσος τους προς τον Ελληνικό Κλήρο.
Για μια στιγμή παίρνουν κάτι, με το οποίο καθαρίζουν τις κάνες των ντουφεκιών, το βουτούν μεσ’ σ’ ένα μαύρο υγρό και μ’ αυτό μου πασαλείβουν το πρόσωπο. Και ξεκαρδίζονται στα γέλια. Αγωνίζομαι ναχω διαρκώς ζωηρό μπροστά μου το μαρτύριο Εκεινού που εκένωσεν εαυτόν, για να μη λυγίσω. Τι αγώνας!
Φθάνει, άραγε, Θεέ μου; Φθάνει η δική μου «κένωση»; Βοήθησε, Κύριε, ν’ αντέξω ως το τέλος.
Ύστερα πάλι μόνος, στο θεοσκότεινο μπουντρούμι. Ουαί τω ενί.
Ομολογώ πως τον φιλοξένησα αυτόν τον άνθρωπο. Και τον βοήθησα επίσης. Δεν τους φθάνει όμως. Με πιέζουν να ανοίξω το στόμα μου. Να κάμω αποκαλύψεις, να γεμίσουν τα μπουντρούμια. Να σκοτώνουν σειρά. Να τσουβαλιάζουν συνέχεια και να χορταίνουν τα ψάρια με ανθρώπινες σάρκες. Μα αν ο ιερεύς οφείλει να κρατήσει μυστικό ένα ασήμαντο παράπτωμα, πως μπορεί να φανερώσει κάτι από όπου εξαρτάται η ζωή ενός αδελφού του;
Μα, πάλι, το ξύλο, τα μαρτύρια, οι εξευτελισμοί. Πώς θα τα βαστάξω ολ’ αυτά; Αν με λυγίσουν; Αν μου ξεφύγουν λόγια που μπορεί να επιβαρύνουν κι άλλους; Για σταθείτε. Ως που θα πάει αυτό; Δεν μπορώ άλλο. Ναι αυτό κάντε. Μια και καλή—μια κι έξω. Ναι, αυτό θα κάνω. Αυτό θα κάνω. Να κλείσω μια για πάντα το στόμα μου. Έτσι γλυτώνω και εγώ και οι άλλοι. Η ψυχή μου παλεύει απεγνωσμένα. Κάπου γυρεύει να πιαστεί. Στο σκοτάδι της αγωνίας της ανάβει ένα φως: Μη εγκαταλείπεις με, Κύριε ο Θεός μου, μη αποστής απ’ εμού. Πρόσχες εις την βοήθειάν μου, Κύριε της σωτηρίας μου
Έρχονται πληροφορίες, πως, με τους 18 που πήραν, ήταν και δυο παπάδες. Φοβούμαι πολύ μην είναι κι ο πατήρ Ι…
4 Ιουλίου.
Θετικές πια και εξακριβωμένες πληροφορίες βεβαιούν την εκτέλεση του πατρός Ι… Ένας μάλιστα που παρακολουθούσε απ’ τον κήπο του, εκεί κοντά, το δράμα, λέει πως άνοιξε την τελευταία στιγμή τα στήθια του και φώναξε δυνατά:
— Χτυπάτε! Είμαι Έλληνας Παπάς. Πεθαίνω για τον Χριστό και για την Πατρίδα.
Ο ίδιος λέει επίσης πως, μετά την εκτέλεση, οι στρατιώτες του εκτελεστικού αποσπάσματος παίζαν φουτμπόλ με το καλυμμαύχι του. Τον κλαίω και τον μακαρίζω συγχρόνως. Η Εκκλησία μας έχασε έναν καλό στρατιώτη και το Έθνος έναν πατριώτη με αλύγιστο εθνικό φρόνημα. Μου’ λεγε προχθές, που γινόταν λόγος γι’ αυτόν, κάποιος που τους πήγαν μαζί στο 501:
— Όταν φθάσαμε εκεί, μας πήραν στην ανάκριση χωριστά. Μετά δυόμιση ώρες περίπου μας κατέβασαν. Αντίκρυσα τότε έναν πατέρα Ι.. ολότελα παραμορφωμένο απ’ το ξύλο. Χωρίς ράσο κι αντερί. Τα κρατούσε τσαλακωμένα στ’ αριστερό του χέρι. Μας τράβηξαν και μας πέταξαν, εμένα στο 9 κι εκείνον στο 6. Το παραθυράκι του κελιού μου έβλεπε στην αυλή. Έτσι, κάθε πρωί παρακολουθούσα όλους όσους βγάζαν για αέρα. Ήταν αρκετοί. Εκείνος που περισσότερο τραβούσε την προσοχή μου ήταν ο πατήρ Ι… Περπατούσε καμαρωτός, πάντα με ψηλά το κεφάλι. Στην όψη του ήταν απλωμένη η χριστιανική ηρεμία και γαλήνη. Κι όλο σιγόψαλλε, όμορφα και κατανυκτικά.
Κάποιος άλλος πάλι, που κι αυτός έμενε μαζί του, μου είπε σήμερα:
— Α, ο πατήρ Ι… ήταν κληρικός απ’ τους σπάνιους. Όλες τις μέρες που έμενε εκεί, έψαλλε και προσευχόταν με ευλάβεια. Είχε βαθιά πίστη, κι αυτό τον έκανε να μη χάση το θάρρος του ως την τελευταία στιγμή. Όλοι μας τον θαυμάζαμε. Όταν μια μέρα ο Γερμανός φρουρός, πειράζοντάς τον, του είπε κάτι περιφρονητικό για τον κλήρο, αυτός, μ’ ένα αξιοθαύμαστο θάρρος, απάντησε: «Είμαι Έλληνας κληρικός». Πράγματι, το’ δειξε πως ήταν Έλληνας ορθόδοξος κληρικός.
ΤΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ – ΜΑΡΤΥΡΕΣ – ΔΙΩΓΜΟΙ 1942 – 1945
ΕΚΔΟΣΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ- ΕΚΔΟΣΕΙΣ “Η ΔΑΜΑΣΚΟΣ” – ΑΘΗΝΑΙ 1951
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ-ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
Μητροπολίτης Τρίκκης Διονύσιος Χαραλάμπους – Βικιπαίδεια (wikipedia.org)
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Β΄, εκδ. Μυγδονία σ.825-827
Η συγκινητική ιστορία ενός Έλληνα ιερέα στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης | LiFO