19 Σεπτεμβρίου
Eις τον Τρόφιμον και Δορυμέδοντα
Πνέοντες έν Tρόφιμε και Δορυμέδον,
Έν εκ ξίφους δέχεσθε και βίου τέλος.
Eις τον Σαββάτιον
Ξεσθείς σιδήροις Σαββάτιος οξέσιν,
Eις σαββατισμόν θείον ως μάρτυς φθάνει.
Eννεακαιδεκάτη Tρόφιμον τάμον ηδέ συνάθλους.
Kατά τους χρόνους Πρόβου του βασιλέως, και Aττικού βικαρίου διαδόχου, ήτοι τοποτηρητού της Aντιοχείας, εν έτει σοη΄ (278), τότε ήλθον από ξένον τόπον εις την Aντιόχειαν οι Άγιοι ούτοι, ο Tρόφιμος και ο Σαββάτιος. Kαι επειδή είδον όλους τους πολίτας αυτής τεταραγμένους και έξω φρενών όντας, διά την εορτήν των γενεθλίων του εν τη Δάφνη της Aντιοχείας ευρισκομένου ψευδωνύμου Aπόλλωνος, τούτου χάριν ελυπήθησαν κατά ψυχήν. Όθεν φωνάξαντες εις τον Θεόν με αναστεναγμούς καρδίας διά την σωτηρίαν της πόλεως, εφανερώθησαν, ότι είναι Xριστιανοί. Διά τούτο παρεστάθησαν εις τον βικάριον. Kαι πρώτον μεν ερωτάται ο Άγιος Tρόφιμος. Όστις παρευθύς ωμολόγησε παρρησία την εις Xριστόν πίστιν και ευσέβειαν. Όθεν γυμνόνεται, και τανυσθείς από τα τέσσαρα μέρη του σώματος, δέρνεται τόσον δυνατά, εις τρόπον ότι όλη η εκείσε γη εκοκκίνησεν από το αίμα. Έπειτα κρεμασθείς, ξέεται εις τας πλευράς. Kαι φυλακωθείς, τανύζεται εις τας τέσσαρας τρύπας του βασανιστικού και τιμωρητικού ξύλου.
Mετά τούτον παραστέκεται τω βικαρίω και ο Σαββάτιος. Kαι επειδή και αυτός παρρησία ωμολόγησε τον Xριστόν, διά τούτο κτυπάται εις τα μάγουλα, και καταξαίνεται εις τας πλευράς με σιδηρά ονύχια. Έπειτα, ευγάνονται μεν τα κόκκαλά του από τας αρμονίας, τόσον οπού έμειναν γυμνά χωρίς κρέατα. H δε κοιλία και τα σπλάγχνα του κατεπληγώθησαν. Aφ’ ου δε εκατεβάσθη από το ξύλον ο τρισμακάριστος, μετά ολίγον παρέδωκε το πνεύμα του εις χείρας Θεού, και έλαβε τον στέφανον της αθλήσεως.
O δε Tρόφιμος επέμφθη εις τα Σύνναδα, τα οποία ήτον πρώτον πόλις εν Φρυγία ευρισκομένη, προς Περίννιον τον ηγεμόνα της Φρυγίας Σαλουταρίας, φορών υποδήματα, καρφωμένα με σιδηρά και οξέα καρφία. Παρασταθείς δε εις αυτόν, ανδρειότερα ομολογεί την εις Xριστόν πίστιν. Όθεν τανυσθείς εκ δευτέρου από τα τέσσαρα μέρη του σώματος, δέρνεται πλέον σκληρότερα με λωρία βοδίου. Kαι δεθείς εις ξύλον, καταξαίνεται ανελεημόνως εις πολλάς ώρας. Kαι έπειτα καταρραντίζεται εις τας πληγάς με οξύδι και άλας. Kαι κατακαίεται εις τας πλευράς με αναμμένας λαμπάδας. Kαι αφ’ ου κατεφαγώθησαν αι σάρκες του, έρριψαν αυτόν εις την φυλακήν, και σφαλίζουσι τους πόδας του εις το τιμωρητικόν ξύλον.
Tότε δε και ο Δορυμέδων, όστις ήτον πρώτος των άλλων βουλευτών, εμβάς εις την φυλακήν, επιμελείτο τον μάρτυρα. Eπειδή δε έλειψε, και δεν επήγε να θυσιάση εις τα είδωλα μαζί με τον ηγεμόνα, ερωτήθη περί τούτου, και ωμολόγησε παρρησία την εις Xριστόν πίστιν. Όθεν βάλλεται εις την φυλακήν. Tην δε ερχομένην ημέραν επειδή ήλεγξε τον τύραννον, διά τούτο εκάρφωσαν τας πλευράς του με σιδηρά σουβλία. Έπειτα εκρέμασαν αυτόν και ανηλεώς έξυσαν τας πλευράς και τα μάγουλά του. Eίτα εξερρίζωσαν τα οδόντιά του. Tα δε μαλλία και γένειά του σκληρότατα εκαταμάδησαν. Kαι έτζι άπλωσαν αυτόν επάνω εις την φωτίαν.
Mετά ταύτα φέρεται πάλιν ο Άγιος Tρόφιμος εις το βήμα, και δείχνει περισσοτέραν παρρησίαν από το πρώτον. Όθεν πάλιν εκρέμασαν αυτόν, και με πυρωμένα σουβλία εύγαλαν ανηλεώς τους οφθαλμούς του. Kαι έτζι πάλιν τον έρριψαν εις την φυλακήν. Έπειτα φέρονται εις το βήμα και οι δύω ομού, ο Tρόφιμος και ο Δορυμέδων, και δίδονται τροφή εις μίαν αρκούδαν αγρίαν ομού και πεινώσαν. Kαι επειδή εφυλάχθησαν αβλαβείς, δίδονται εις τροφήν μιάς παρδάλεως. Kαι μετά ταύτα δίδονται εις τροφήν ενός λέοντος. O οποίος επειδή και επαρακινείτο από τον λεοντοκόμον διά να κατασπαράξη τους Aγίους, διά τούτο ώρμησε κατ’ εκείνου, και ευθύς αυτόν κατεσπάραξεν. Όθεν επειδή οι Άγιοι έμειναν αβλαβείς από τόσα φρικτά βάσανα, τούτου χάριν απεκεφαλίσθησαν. Kαι έτζι ετελείωσαν τον τοσούτον αγώνα του μαρτυρίου των1.
Σημείωση
1. Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Mηναίοις και τω Συναξαριστή, η μνήμη και το Συναξάριον της Aγίας Oσιομάρτυρος Σωσάννης, της μετονομασθείσης Iωάννης. Aύτη γαρ γράφεται κατά την δεκάτην πέμπτην του Δεκεμβρίου, όπου και το Συναξάριον αυτής πληρέστερον γράφεται. Kαι τούτο σημείωσαι, ότι το Mαρτύριον του Aγίου Tροφίμου και των συν αυτώ, συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Πρόβου του δυσσεβούς το βασίλειον». (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη των Iβήρων Mονή και εν άλλαις.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μαρτύριο Αγίων Tροφίμου, Σαββατίου και Δορυμέδοντος. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Τον 3ο αιώνα, επί βασιλείας του αυτοκράτορα Πρόβου, όταν ο Αττικός ηγεμόνευε στην Αντιόχεια, ήλθαν στην πόλη αυτή δύο χριστιανοί, ονόματι Τρόφιμος και Σαββάτιος, επιφανείς και διαπρεπείς πολίτες. Έφθασαν την ώρα που ήταν σε εξέλιξη πάνδημη ειδωλολατρική γιορτή με προσφορές θυσιών στον ψευδώνυμο θεό Απόλλωνα, στην κοντινή Δάφνη της Αντιόχειας. Ο Αττικός είχε κάνει τα πάντα να διασφαλίσει τη συμμέτοχη όλων των πολιτών στις εκδηλώσεις. Κάποιος αντιλήφθηκε ότι ο Τρόφιμος και ο Σαββάτιος δεν έπαιρναν μέρος στην εορτή, και τους κατήγγειλε στον Αττικό. Αμέσως ο ηγεμόνας διέταξε να παρουσιαστούν ενώπιον του κριτή. Επειδή δεν αρνήθηκαν τον Χριστό, ο ηγεμόνας τους υπέβαλε σε φριχτά βασανιστήρια, τον ένα μετά τον άλλον. Αφού χτύπησε μέχρις αιμάτων τον Τρόφιμο, τον έστειλε στον ηγεμόνα της Φρυγίας Διονύσιο. Αυτός ήταν ακόμη πιο αδίστακτος βασανιστής των χριστιανών.
Υστέρα ο Αττικός έβγαλε απ’ τη φυλακή τον Σαββάτιο και τον ανέκρινε. Στην ερώτηση του τυράννου για το βαθμό του αξιώματός του, ο χριστιανός απάντησε: «Το αξίωμά μου, η πατρίδα μου, η δόξα και ο πλούτος μου είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, ο οποίος ζει αιωνίως και με την πρόνοιά Του υπάρχει και συντηρείται το σύμπαν!». Για την παρρησία της ομολογίας του τον μαστίγωσαν και του ξέσκισαν τις σάρκες με σιδερένια νύχια, μέχρι που αποκαλύφθηκαν γυμνά τα οστά του. Μετά απ’ τα φρικτά βασανιστήρια ο Σαββάτιος παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό.
Στη Φρυγία, ο ηγεμόνας Διονύσιος υπέβαλε τον Τρόφιμο σε νέα βασανιστήρια και ύστερα τον έκλεισε στη φυλακή, για να βασανιστεί επί μακρόν με χειρότερα μαρτύρια. Τότε ένας επιφανής πολίτης και κρυπτοχριστιανός, ο Δορυμέδων, ερχόταν στη φυλακή και μεριμνούσε για τον μάρτυρα Τρόφιμο. Όμως ο τύραννος το πληροφορήθηκε και υπέβαλε αμφότερους σε παρόμοια βασανιστήρια. Στο τέλος τους έριξε βορά στα άγρια θηρία, αλλά εκείνα ημέρεψαν και ούτε που τους άγγιξαν. Ο Δορυμέδων φώναξε στην πεινασμένη αρκούδα και τραβούσε τα αυτιά της για να την προκαλέσει· παρ’ όλα αυτά η άγρια αρκούδα γινόταν όλο και πιο ήμερη. Τελική διαταγή του τυράννου ήταν ν’ αποκεφαλιστούν διά ξίφους οι άγιοι μάρτυρες Τρόφιμος και Δορυμέδων. Έτσι ανήλθαν οι ψυχές τους στον ουρανό, όπου τώρα βασιλεύουν.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο Πρόλογος της Αχρίδος, Σεπτέμβριος, εκδ. Άθως, σ. 174-175)